Τα
ξύλινα αλόγατα αρχίζουν το μηχανικό καλπασμό τους, κουβαλώντας στην πλάτη
γελαστά παιδιά μα κι ερωτευμένα ζευγάρια. Καρφωμένα το καθένα στο κοντάρι του
ανεβοκατεβαίνουν το δικό τους ρυθμό αλλά όλα μαζί σχηματίζουν χρόνια τώρα
ατέρμονους κύκλους.
Τα χαϊδεύει μ' ένα τρυφερό βλέμμα. Και πλαγιάζει σιμά τους πάνω σ' ένα παλιό αλλά καθαρό στρώμα. Κάνει ψυχρούλα. Ανεβάζει την κουβερτούλα ως επάνω ενώ με το χέρι την παραμερίζει για λίγο, έτσι για να τους ρίξει μια τελευταία ματιά. Ακίνητος ο στρογγυλός διάδρομος, ακίνητα και τ' αλόγατα…Τώρα είναι η ώρα που ξυπνά η φαντασία. Ακολουθεί τον ατέλειωτο δρόμο της, τ' αχνά μονοπάτια της...
Ο
Κωστής, το εβδομηντάχρονο αφεντικό τους,τα λατρεύει. Να βλέπετε πώς τα
περιποιείται σαν είναι να φύγουν για τα πανηγύρια στα χωριά. Τα καθαρίζει, τα
γυαλίζει, διορθώνει κάποιες αναπόφευκτες φθορές, τα μιλάει!... (Στα περισσότερα
έχει δώσει αραβικά ονόματα. Πάντα τον έθελγε η Ανατολή με τα χιλιάδες παραμύθια
και τις θαυμαστές περιπέτειες. Τα βράδια, μετά τη δουλειά, δανειζόταν "Τα
παραμύθια της Χαλιμά" από γειτονικό πάγκο και νοερά ζούσε μιαν άλλη ζωή
... εκείνη που αυτός ήθελε.) Θέλει να πιστεύει πως οι ξύλινοι φίλοι του τον
ακούν υπομονετικά όσην ώρα εκείνος τους λέει ιστορίες παλιές, αγαπημένες πάντα
κοιτώντας μπροστά μ'εκείνα τα όμορφα ζωγραφισμένα εκφραστικά μεγάλα μάτια.
«Άϊντε,
αλογάκια μου, μ' ένα κουράγιο και φέτος εσείς κι εγώ, το γέρικο σκαρί, μαζί.
Και τί δεν έχουν δει τα ματάκια μας στα ταξίδια της ζωής μας!... Ανατολές,
δύσεις, ήλιους, καταιγίδες,αγάπες, άρνηση και θάνατο. Να! Σα να ταν μόλις ψες
που σας είχα παρουσιάσει το κορίτσι μου. Τη θυμάστε την Όλγα μου; Σας αγάπησε
πολύ κι εκείνη … δεν πρέπει να έχετε παράπονο. Αχχχ!! Τη χάσαμε την κυρά μας
πολύ νωρίς, για ψίχα ώρα!... Πόσο εύκολα χάνεται ο άνθρωπος. Απαρηγόρητος εγώ,
σας το λέω για να τ' ακούτε και να μην το ξεχάσετε: κοντά σας βρίσκω απάγκιο
και παρηγοριά. Μετράτε αδιάκοπα του χρόνου τα γυρίσματα, αυτά του νου και της
ψυχής. Σας παρατηρώ να μου την φέρνετε σ' ένα από τα γυρίσματά σας· αερικό
εκείνη, με ξέπλεκα μαλλιά, να φωτίζεται από μυριάδες πολύχρωμα λαμπιόνια, να
μου χαμογελά καθώς περνά εμπρός μου, να γυρίζει το κεφάλι σε χαιρετισμό και να
μου γνέφει σε υπόσχεση πως σύντομα θα την ξαναδώ. Και μου την φέρνετε στο
επόμενο γύρισμά σας. Ξανά και ξανά … μέχρι που ... Θεέ μου!... Χάνει τις
αισθήσεις, λυγίζει τη μέση δεξιά και πέφτει στο ξύλινο πάτωμα, που εξακολουθεί
να περιστρέφεται. Το λατρεμένο σώμα χτυπιέται πάνω στα κοντάρια και όταν
σταματάτε, εκείνη έχει φύγει πια.
Μου
συντηρείτε τον καϋμό μου χρόνια τώρα!...
«Θυμάσαι,
Αζράφ, εκείνο το παιδί που περιπλανιόταν στο πολύβουο πλήθος, φοβισμένο απ' τα
πεφταστέρια, να κοιτάζει τα συγκρουόμενα αυτοκινητάκια δίπλα μας και να
περιεργάζεται τον κράχτη έξω από το τραινάκι του τρόμου; Αχ! Εκείνα τα έκπληκτα
γλυκά ματάκια! Πόσο ποθούσε ν'αποκτήσει την καταπράσινη μπάλα, παίζοντας στη
σκοποβολή ή άλλο δωράκι ψαρεύοντας στη λιμνούλα!... Μα ήταν μόνο, δίχως
χρήματα, κι ίσως χωρίς γονιό. Έγινε συντροφιά το χαμίνι και μας εμπιστεύτηκε.
Για το χαμόγελό του το ανέβαζα στην πλάτη σου, να κάνει κύκλους, πολλούς
κύκλους και να χαίρεται, να ονειροπολεί. Γιατί, τί άλλο από τη χαρά και τη
φαντασία!... Φάρμακα στις πληγές μας. Κι εσείς, τα όμορφα ζωγραφισμένα αλογάκια
ανεβοκατεβαίνατε χαρίζοντας χαρές.»
Κι όπως
κοιτάζει τον Αζράφ, σα να τον ακούει να του ψιθυρίζει: «Εμείς δεν μπορούμε να
επιστρέψουμε, μπορούμε μόνο να κοιτάμε μπροστά.» Ο γεράκος χαμογελάει
μισοκλείνοντας τα μάτια και πιάνει από ΄κει που κόπηκαν οι σκέψεις του.
«Γιά ν'
αφουγκραστώ τί έχει να μου πει τούτο εδώ το μοναχό. Εϊ βρε, ξέρω, ξέρω!...
Λατρεύεις τα κοριτσόπουλα με τα πλαστικά πουά πορτοφολάκια που ψάχνουν μέσα
τους για μια ξεχασμένη δραχμή· δραχμή της επαιτείας, της σκληρής μελέτης, του
πρωτοχρονιάτικου ρεγάλου της γιαγιάς. Σου αρέσει να σε χαϊδεύουν οι μεταξωτές
πολύχρωμες φουστίτσες τους και ανατριχιάζεις όταν νοιώθεις το χάδι στο λαιμό
σου από το απαλό κοριτσίστικο χεράκι. Οφείλω να ομολογήσω πως είσαι το πιο
χαμογελαστό ... ευτυχισμένο, θα έλεγα, απ' όλα τ' αδέρφια σου.»
«Εσύ,
τώρα πάλι; Όλο συλλογιέσαι. Καλπάζεις και συλλογιέσαι. Τάχατες, τί; Χμ! Τόσα
χρόνια μαζί και καμμιά φορά με ξαφνιάζεις. Πιστεύω πως άλλα ήταν τα όνειρά σου,
μα συμβιβάστηκες κακόμοιρο! Ίσως να ονειρεύεσαι τη ζωή που δεν ήταν γραφτό να
ζήσεις. Να είσαι λεύτερο στ' απέραντα λιβάδια, χωρίς χαλινάρι, δίχως καν
αναβάτη, να τρέχεις ασταμάτητα κι όχι να γυρίζεις γύρω-γύρω χωρίς να φθάνεις
πουθενά!»
Αφήνει
έναν βαθύ αναστεναγμό και ακολουθώντας τον κυκλικό διάδρομο σταματάει στην
Άστρια. Είναι το αγαπημένο του· όχι πως δεν αγαπάει τα υπόλοιπα μα με τούτο
έχει μοιραστεί όμορφες σκέψεις, την συμπονάει, του φαίνεται πως μοιάζει πιότερο
των ανθρώπων.
«Άστρια,
ψυχούλα μου, μην ανησυχείς!Θα έρθει ο φίλος σου και θα νοιώσεις και σήμερα
σπουδαία. Βλέπω εγώ πώς λάμπεις και είσαι έτοιμη να εκραγείς από περηφάνια και
αυταρέσκεια, όταν λάμπει το φλας επάνω σου. Γεννημένη θεατρίνα, παιδί μου!!!
Βάζεις όλη τη γοητεία για να φυλακιστεί μια στροφή σου στον σκοτεινό θάλαμο.
Φουσκώνεις σαν παγώνι στο κλικ του φίλου σου του φωτογράφου και η μαγική στιγμή
παγώνει. Βρε, μπας και στην προηγούμενη ζωή σου δούλευες σε τσίρκο; Εφήμερη
χλιδή, πολύχρωμα φώτα που αναβοσβήνουν, φθηνή μουσική, ψεύτικα φτερά, στρας και
λοφία στο κεφάλι σου, και παλαμάκια που ακόμα αντηχούν ηχηρά στα λεπτοκαμωμένα
αυτάκια σου!!! Σε καταλαβαίνω· δεν σ' ενδιαφέρει που όλα είναι ψεύτικα,
εφήμερα, περαστικά. Θέλεις να τα ζήσεις μέσα σ' εκθαμβωτικό, φευγαλέο φως. Κι
ύστερα ξανά συνεχίζεις το γυροβολητό σου»
«Επ! Τί
γίνεται εδώ; Τί μου χτυπάς το πόδι από κάτω; Θηρίο ανήμερο και σήμερα; Το
κούνημα της χαίτης σου σήκωσε τυφώνα. Χαχαχαχαχα. Θέλεις να μου μιλήσεις, αγόρι
μου; Ο θυμός σου σε κάνει ανήσυχο, κι όσο σκέφτεσαι αυτό που σε θυμώνει, τόσο
και η συμπεριφορά σου γίνεται επικίνδυνη. Μα δεν το βλέπεις, Φατέχ, πως δεν
μπορείς να πας πουθενά; Πως είσαι, για όσο κρατήσεις, καρφωμένος σ' ένα
κοντάρι; Εδώ καλά-καλά δεν μπορείς να δεις τί γίνεται γύρω σου. Κι έτσι
θυμωμένος ματαίως κυνηγάς, ακίνητος, το μπροστινό αλογάκι. Βλέπεις πάντα αυτό
που βρίσκεται στο οπτικό σου πεδίο. Επομένως; Σκέψου!!... Μήπως στο παιχνίδι
της βίας σου δεν γνωρίζεις ποιοί κινούντα νήματα, ποιοί στρέφουν το καρουζέλ.
Σκέψου το, και πιστεύω, καλό μου, ότι από αύριο, ίσως να νοιώσεις καλύτερα.»
Το
κοιτάζει βαθειά κι επίμονα στα μάτια και προσπαθεί ν' αποκρυπτογραφήσει το
βλέμμα. Ψάχνει με ελπίδα να μαντέψει μιαν υπόσχεση, μια προσπάθεια, μια καλή
θέληση.
Μικρή
παύση για λίγη ξεκούραση, μια σύντομη κουβέντα με τον γείτονα και γυρίζει πάλι
στα λατρεμένα του.
«Εσύ
δεν πρέπει να έχεις παράπονο!! Η μουσική δεν σταματάει ποτέ, ακόμα και σε
προχωρημένη ώρα ακούγεται από κάποιο άλλο πόστο μακρύτερα. Σ' αρέσει δεν σ'
αρέσει, πάντως έχεις την παρεούλα σου. Καλή μου, Αλλεγκρία, από νωρίς είχα
καταλάβει πως τα γούστα σου είναι πολύ εκλεπτυσμένα. Το παριζιάνικο
ακκορντεόν βάζει φτερά στα πόδια σου, όσο στριφογυρίζεις και οι φιγούρες
στο μυαλό σου παλεύουν με την φυγόκεντρο και την κεντρομόλο να ισορροπήσουν.
Άλλες φορές πάλι, αφήνεσαι ηδονικά στη μελωδία του Ναπολιτάνικου μαντολίνου,
αλλά νοιώθω το πάθος να σε συνεπαίρνει σαν ακούς τις μουσικές της Ανδαλουσίας
και του Μεξικό. Οι βουές των πανηγυριών αλλά και οι σιωπές τους σε συναρπάζουν.
Αφήνεσαι, ηδονικά - θα έλεγα -, στις κραυγές μα και στον ψίθυρο. Ονειροπόλα
μου, Αλλεγκρία!...»
Και
σκυφτά-σκυφτά πλησιάζει το επόμενο. Κρατιέται απαλά στα ξεφτισμένα χαλινάρια
και γέρνει στοργικά στο ξύλινο αυτάκι.
«Είσαι
το πιο γέρικο απ' όλα τ'άλλα. Θυμάσαι όταν σ' αγόρασα; Στον καιρό σου ήσουν
χάρμα οφθαλμών. Όλοι ήθελαν να κάνουν γύρους ανεβασμένοι στην δική σου πλάτη.
Και καμάρωναν πολύ. Θα το έχεις κι εσύ διαπιστώσει · όλο οι ίδιοι και οι ίδιοι
έρχονταν για σένα και σε κάποια στάση κατέβαιναν, ανέβαιναν ξανά και ξανά και
άντε πάλι από την αρχή!... Σοφέ μου, Χακίμ, ξέρω πως κάνεις κουράγιο. Γεράσαμε
μαζί και οπλιστήκαμε με ανεξάντλητη υπομονή. Μη νομίσεις, πως δεν ξέρω, ότι
μιλάς το βράδυ στ' αδέρφια σου. Γίνεσαι το χαλινάρι στις σκέψεις τους, τις
πεθυμιές τους, την παραφορά τους - καμιά φορά - αλλά και ο έπαινος και η φωνή
της λογικής. Τί τα θες; Ξέρουμε κι οι δυό μας πως η ζωή των ανθρώπων είναι σαν
το καρουζέλ. Φέρνει φέρνει γύρες και οι δυσκολίες αφορούν έναν μόνο κύκλο. Ο
επόμενος κύκλος ίσως να φέρει την ευτυχία, ο αμέσως επόμενος τη χαρά, ο
μεθεπόμενος γαλήνη, ο καινούργιος την υγεία, ο κατοπινός τύχη. Τόσο απλά όσο η
μελωδία που πάντα σας συντροφεύει για να περιστρέφεστε και μαζί μ' εσάς οι
εποχές κι ο κόσμος .»
Τα χαϊδεύει μ' ένα τρυφερό βλέμμα. Και πλαγιάζει σιμά τους πάνω σ' ένα παλιό αλλά καθαρό στρώμα. Κάνει ψυχρούλα. Ανεβάζει την κουβερτούλα ως επάνω ενώ με το χέρι την παραμερίζει για λίγο, έτσι για να τους ρίξει μια τελευταία ματιά. Ακίνητος ο στρογγυλός διάδρομος, ακίνητα και τ' αλόγατα…Τώρα είναι η ώρα που ξυπνά η φαντασία. Ακολουθεί τον ατέλειωτο δρόμο της, τ' αχνά μονοπάτια της...
Παιδικές
γελαστές φατσούλες με βγαλμένες τις γλωσσίτσες τους, "κοροϊδεύουν"
την παρακμή, τα γηρατειά, το τέλος. Βάζει σε κίνηση πάλι τον στρογγυλό
διάδρομο. Τ' αλόγατα πανέτοιμα για καινούργιους γύρους. Ανεβαίνει στον Χακίμ,
χαϊδεύει την ξύλινη χρυσή χαίτη και κάτι του ψιθυρίζει σκύβοντας:
_ Μια
βόλτα, βρε αδερφέ, μια βόλτα και για μένα!...
Μουσικές,
λαμπιόνια, φωνές. Τα φρένα σπάζουν.
Σιγά-σιγά
νοιώθει να τ' αφήνει όλα πίσω...
Παράξενο!...
Μα πού είναι;.
Σύννεφα,
αστέρια, γαλαξίες, φεγγάρια. Να! Η Όλγα του γνέφει με σίγουρο χαμόγελο!... Μέσα
στην απόλυτη μακαριότητα αναρωτιέται μονολογώντας:
«Είμαστε
αιχμάλωτοι στο καρουζέλ του χρόνου;»
Δεν
ζητάει κι ούτε περιμένει απάντηση, μόνο.
_Μια
βόλτα, βρε αδερφέ..