Η Καντάδα

Επτανησιακή και Αθηναϊκή καντάδα

Τα Επτάνησα έως τον 19ο αιώνα

Τα Επτάνησα αποτελούν για τον ελλαδικό χώρο μια νησίδα πολιτισμού με αρκετές ιδιαιτερότητες, αφού τα νησιά αυτά δεν γνώρισαν παρά ελάχιστη οθωμανική κατοχή κι αυτή μόνο στη Λευκάδα, ενώ αποτέλεσαν κτήσεις της Γαληνότατης Δημοκρατίας της Βενετίας με πρώτη την Κέρκυρα, ήδη από το 1386.

Χαράλαμπος Παχής ( 1884-1891): "ΚΕΡΚΥΡΑ"
Οι Έλληνες Ζωγράφοι….Εκδ. ΜΕΛΙΣΣΑ
ΤΌΜΟς 3Ος ΣΕΛΊς 50

Έτσι λοιπόν η ιταλική επιρροή στη μουσική ζωή της Επτανήσου είναι προφανής και έντονη. Τα Επτάνησα ήλθαν σε επαφή με την έντεχνη – λόγια μουσική της δύσης και το μουσικό ύφος που αναπτύχθηκε, ακόμα και στην λαϊκή μουσική, υπακούει σε μεγάλο βαθμό στους κανόνες της δυτικής αρμονίας.

Η επτανησιακή καντάδα

Έξοχο δείγμα επτανησιακού λαϊκού αστικού τραγουδιού είναι η καντάδα. Το όνομά της προέρχεται από το λατινικό ρήμα cantare που σημαίνει τραγουδώ. Οι καντάδες χαρακτηρίζονται από τη δυτική πολυφωνία τύπου πρίμο – σεκόντο – μπάσο και η κάθε φωνή εκτελείται συνήθως από πολλά πρόσωπα και όχι «σόλο». Αρκετές δημιουργήθηκαν από συνθέτες που κατά κύριο λόγο ανήκουν στην Επτανησιακή Μουσική Σχολή και στην Νεοελληνική Εθνική Μουσική Σχολή, όπως ο Διονύσιος Λαυράγκας, ενώ στίχους έγραψαν πολλοί ποιητές μεταξύ των οποίων και ο Διονύσιος Σολωμός. Για αρκετές όμως δεν γνωρίζουμε από ποιους δημιουργήθηκαν.
Οι καντάδες συνοδεύονταν συνήθως από κιθάρες και μαντολίνα, ενώ συχνά οι παρέες τις τραγουδούσαν και χωρίς τη συνοδεία οργάνων.

Το Καϊκάκι (Καντάδα Δεκαετία του 20)



Εις τον αφρό, εις τον αφρό της θάλασσας
Η αγάπη μου, η αγάπη μου κοιμάται
Παρακαλώ σας κύματα, μη μου την εξυπνάτε
Παρακαλώ σας κύματα, μη μου την εξυπνάτε

Γιαλό-γιαλό πηγαίναμε
Κι όλο για σένα λέγαμε
Γιαλό να πας, γιαλό να ’ρθεις  | 2x
Τα λόγια μου να θυμηθείς       | 2x

Να χαμηλώ-, να χαμηλώναν τα βουνά
Να ’βλεπα το , να ’βλεπα το Λεβάντε
Να ’βλεπα την Κεφαλλονιά και το ωραίο Τζάντε
Να ’βλεπα την Κεφαλλονιά και το ωραίο Τζάντε

Γιαλό-γιαλό...

Νάταν η θα-, νάταν η θάλασσα κρασί
Και τα βουνά, και τα βουνά μεζέδες
Κι οι βάρκες κρασοπότηρα, να πίνουν οι γλεντζέδες
Κι οι βάρκες κρασοπότηρα, να πίνουν οι γλεντζέδες

Γιαλό-γιαλό...

Κεφαλλονί-, κεφαλλονίτικος παπάς
διαβάζει με, διαβάζει με σοφία
Τα δώδεκα ευαγγέλια τα βγάζει δεκατρία
Τα δώδεκα ευαγγέλια τα βγάζει δεκατρία

Γιαλό γιαλό...


Κεφαλονίτοπουλα μου, Ζακυνθιανή κυρά μου   ] 2x
και συ Αγιομαυρίτισσα, μου πήρες την καρδιά μου

Ας χαμηλώναν τα βουνά, να ‘βλεπα το Λεβάντε   ] 2x
να ‘βλεπα την Κεφαλονιά και το ωραίο Τζάντε

Γύρω, τριγύρω θάλασσα, στη μέσ’ είσαι χτισμένη   ] 2x
ωραία μου Κεφαλονιά, αφροστεφανωμένη

Λαλούν τ' αηδόνια και πλαντά--ζω
ανθούν τα ρόδα και μεθώ
στο φεγγαράκι κουβεντιάζω    | 2x
και μου 'ρχεται να τρελαθώ   | 2x

Μια μαγεμένη ανατριχίλα
με περιμένει καθ' αυγή
θαρρώ πως βγάζω ανθούς και φύλλα
κι απλώνω ρίζες μες στη γη

Μα ποιο μεθύσι και ποια τρέλα
και ποια ανοιξιάτικη χαρά
μοιάζει μ' αυτήν που φέρνεις, έλα
κι όλα τα νιώθω μια φορά

Στίχοι:   Διονύσιος Σολωμός
Μουσική:   Νικόλαος Μάντζαρος





Τα τραγούδια μου τα `λεγες όλα,
τούτο μόνο δε θέλει το πεις,
τούτο μόνο δε θέλει τ’ ακούσεις
αχ! Τη πλάκα του τάφου κρατείς.

Ώ παρθένα! Αν ημπόρειαν οι κλάψες
πεθαμένου να δώσουν ζωή,
τόσες έκαμα κλάψες για σένα,
που ‘θελ’ έχεις τη πρώτη πνοή.

Συμφορά! Σε θυμούμαι καθόσουν
στο πλευρό μου με πρόσωπο αχνό.
"Τι έχεις;" σου `πα κι εσύ μ’ αποκρίθης:
"Θα πεθάνω, φαρμάκι θα πιω".

Με σκληρότατο χέρι το πήρες,
ωραία κόρη κι αυτό το κορμί,
οπού του `πρεπε φόρεμα γάμου,
πικρό σάβανο τώρα φορεί.

Το κορμί σου `κεί μέσα στο τάφο
το στολίζει σεμνή παρθενιά
του κακού σ’ αδικούσεν ο κόσμος
και σου φώναζε λόγια κακά.

Τέτοια λόγια αν ημπόρειες ν’ ακούσεις,
οχ το στόμα σου τι ’θελε βγει;
"Το φαρμάκι που πήρα κι οι πόνοι
δεν εστάθηκαν τόσο σκληροί".

Κόσμε ψεύτη! Τες κόρες τες μαύρες
κατατρέχεις όσο είν’ ζωντανές,
σκληρέ κόσμε και δε τους λυπάσαι
τη τιμήν όταν είναι νεκρές.

Σώπα, σώπα! Θυμήσου πως έχεις
θυγατέρα, γυναίκ', αδελφή
σώπα! Η μαύρη κοιμάται στο μνήμα,
και κοιμάται παρθένα σεμνή.

Θα ξυπνήσει την ύστερη μέρα,
εις το κόσμον εμπρός να κριθεί,
και στο Πλάστη κινώντας με σέβας
τα λευκά της τα χέρια, θα πει:

"Κοίτα μέσα στα σπλάχνα μου, Πλάστη!
Τα φαρμάκωσ’ , αλήθεια, η πικρή,
και μου βγήκε οχ το νου μου, Πατέρα,
που πλασμένα μου τα `χες Εσύ!

Όμως κοίτα στα σπλάχνα μου μέσα,
που το κρίμα τους κλαίνε και πες,
πες του κόσμου που φώναξε τόσα,
εδώ μέσα αν ειν’ άλλες πληγές".

Τέτοια, `μπρός εις το Πλάστη κινώντας
τα λευκά της τα χέρια, θα πει.
Σώπα, κόσμε! Κοιμάται στο μνήμα,
και κοιμάται παρθένα σεμνή.

Η Αθηναϊκή καντάδα

Η επτανησιακή καντάδα φαίνεται να πέρασε στην ηπειρωτική Ελλάδα μετά την ένωση το 1863. Διαδόθηκε ταχύτατα και έγινε ιδιαίτερα αγαπητή στα αστικά κέντρα, γεγονός που σηματοδοτεί την γέννηση της Αθηναϊκής καντάδας που συνδέεται με τους Αθηναίους ρομαντικούς ποιητές του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ου αιώναόπως Γεώργιος Δροσίνης, Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Ιωάννης Πολέμης κλπ
         Η Αθηναϊκή καντάδα δημιουργήθηκε, καλλιεργήθηκε και εξελίχθηκε παράλληλα με το Αθηναϊκό τραγούδι. Αθηναϊκές καντάδες συνέχισαν να γράφονται, ευνοημένες από το ρομαντικό κλίμα της εποχής, μέχρι και την δεκαετία του 1930 .
Είναι η καντάδα που ξυπνά συναισθήματα αγάπης και ελπίδας. Ο νέος της εποχής εκείνης με αγωνία προσμονούσε, να ανταποκριθεί η εκλεκτή της καρδιάς του, στο ερωτικό του κάλεσμα.
Γι΄αυτό ζητάει από τα πουλιά να του μάθουν το κελαηδημά τους, για να τραγουδά τον ερωτικό του πόνο, ελπίζοντας στο σκίρτημα της καρδιάς της αγαπημένης του.
Οι δημιουργοί της καντάδας αυτής χάνονται στο πέρασμα των χρόνων.
Η ενορχήστρωση ανήκει στο Ληξουργιώτη μαέστρο-αρχιμουσικό Νικόλαο Τσιλίφη [1910-1978], ιδρυτή της χορωδίας και μαντολινάτας γνωστή με το όνομα "Αθηναϊκή Καντάδα" που έκανε γνωστό το είδος αυτό σε όλη την Ελλάδα μέσω αβδομαδιαίων ραδιοφωνικών εκπομπών από τις αρχές της δεκαετίας του 1940 μέχρι το 1974.

Σημείωση: Tα παραπάνω ελήφθησαν από το φυλλάδιο που συνοδεύει το CD "Τραγουδώντας την Επτάνησο" [Συναυλία της Επτανησιακής Χορωδίας & Μαντολινάτας των Αφων Καραβιώτη], που δόθηκε στις 22-01-2007 στο θέατρο ΙΛΙΣΙΑ-ΝΤΕΝΙΣΗ



Κελαηδήστε, ωραία μου πουλάκια,
κελαηδήστε, τραγουδήστε,
κελαηδήστε, τραγουδήστε,
τον ωραίο σας σκοπό.

Μάθετέ με, ωραία μου πουλάκια,
μάθετέ με, σαν και σας να τραγουδώ.
και τον πόνο μου να ψάλλω,
εις την νέα π’αγαπώ.

Στίχοι:   Γεώργιος Δροσίνης
Μουσική:   Γεώργιος Κωστής



Ετίναξε την ανθισμένη αμυγδαλιά
με τα χεράκια της
κι εγέμισ’ από άνθη η πλάτη
η αγκαλιά και τα μαλλάκια της.
Κι εγέμισ’ από άνθη...

Αχ, σαν την είδα χιονισμένη την τρελή
γλυκά τη φίλησα
της τίναξα όλα τ’ άνθη από την κεφαλή
κι έτσι της μίλησα:
Της τίναξα όλα τ’ άνθη...

Τρελή, σαν θες να φέρεις στα μαλλιά σου τη χιονιά
τι τόσο βιάζεσαι;
Μονάχη της θε να `ρθει η βαρυχειμωνιά,
δεν το στοχάζεσαι;
Μονάχη της θε να `ρθει...

Του κάκου τότε θα θυμάσαι τα παλιά
τα παιχνιδάκια σου
σκυφτή γριούλα με τα κάτασπρα μαλλιά
και τα γυαλάκια σου.
Σκυφτή γριούλα...
           
Στίχοι: Δροσίνης Γεώργιος
Μουσική: Πλατσαίος Νίκος



Αν παρήλθον οι χρόνοι εκείνοι
των ερώτων φαιδρά εποχή
δεν παρήλθον και όμως οι πόνοι
των βελών σου αγνώμων ψυχή

Σε ηγάπων, σε είχον θεά μου
κι η ψυχή μου επέτα προς σε,
ήσουν συ το γλυκό όνειρο μου
αι στιγμαί της ζωής μου χρυσαί

Πού τοσάκις εμπρός της Σελήνης
με ορκίσθης αγάπη σκληρά
ήσαν ψεύδη και συ με ηπάτας
με τα λόγια σου αυτά τα γλυκά

Ενα από τα αριστουργήματα της Επτανησιακής λογοτεχνίας και ίσως το κορυφαίο χορωδιακό τραγούδι της Επτανησιακής μουσικής Σχολής.
Η ποίηση ανήκει στον Λευκαδίτη ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη [1824-1879]. Στο ποίημα παρουσιάζεται έντονα η ταξική διαφορά, φαινόμενο σύνηθες για την εποχή. Ειδικότερα, η Αγράμπελη συμβολίζει τη νέα που προέρχεται από κατώτερη κοινωνική τάξη σε σχέση με τον άγριο πλάτανο, δηλαδή τον νέο άρχοντα ευγενικής καταγωγής που ποθεί να την κατακτήσει.
Τον τίτλο του συνθέτη διεκδικούν οι ακόλουθοι μουσουργοί:
Σύμφωνα με τη μουσική βιβλιοθήκη του μαέστρου Διονύση Αποστολάτου, υπάρχει έντυπο που φέρει την υπογραφή του συνθέτη Ευάγγελου Μακρή.
Σύμφωνα με τη βιβλιοθήκη του μαέστρου Φώτη Αλέπορου, συνθέτης είναι ο Ληξουργιώτης τροβαδούρος Τζώρτζης Δελλαπόρτας [1867-1919].
Σύμφωνα με το μουσικό αρχείο του Νικολάου Τσιλίφη, συνθέτης του έργου είναι ο ριζοσπάστης μουσουργός Νικόλαος Τζανής-Μεταξας [1825-1907], δάσκαλος του Διονυσίου Λαυράγκα, που έγγραψε πολλά και αξιόλογα συμφωνικά έργα.

Σημείωση: Tα παραπάνω ελήφθησαν από το φυλλάδιο που συνοδεύει το CD "Τραγουδώντας την
Επτάνησο" [Συναυλία της Επτανησιακής Χορωδίας & Μαντολινάτας των Αφων Καραβιώτη], που
δόθηκε στις 22-01-2007 στο θέατρο ΙΛΙΣΙΑ-ΝΤΕΝΙΣΗ

Στίχοι:   Αριστοτέλης Βαλαωρίτης
Μουσική:   Ευάγγελος Μακρής



Λέγ’ η αγράμπελη η μυριανθισμένη,
στον άγριο πλάτανο που τη θωρεί.
και με τον ίσκιο του συχνοδιαβαίνει
πάντοτε πάνω της, βράδυ κι’αυγή:

"Δέντρο περήφανο μες στον αέρα,
τα φύλλα, οι κλώνοι σου, θρασομανούν,
βρίσκεις στενόχωρη, τώρα τη σφαίρα,
τ’άστρα, τα σύγνεφα, δε σε χωρούν.

"Τρέχει απ’τη ρίζα σου νεράκι κρύο,
βυζαίνεις άκοπα την καταχνιά,
κι’εμένα ζήλεψες, συ το θηρίο,
γιατί με πότιζε, λίγη δροσιά.

Refrain: Ξανθή μ’αγράμπελη, τι με φοβάσαι,
θέλεις να σέρνεσαι, παντ’ορφανή,
μονάχη σου έρημη, τη νύχτα νά `σαι.
Νά `χεις για κλίνη σου, λιθάρια γη.

Στυλώσου επάνω μου, στην αγκαλιά μου,
γένου βασίλισσα κι εγώ θρονί. Όλος ο στίχος
Κι’ένωσε τ’άνθη σου, με τα δικά μου,
καθ’άλλο λούλουδο, να σε φθονεί.

Να σε φθονεί, να σε φθονεί.
να σε φθονεί, να σε φθονεί.

Αθηναϊκή Χορωδία. Συμφωνική Μαντολινάτα.
Εναρμόνιση - Διεύθυνση Χορωδίας, Ορχήστρας:
Διονύσης Αποστολάτος.



Μουσική: Κωνσταντινίδης Γρηγόρης 
Στίχοι:Μωραϊτίνης Τίμος


Στης Πλάκας τις ανηφοριές
και στου Ψειρή τα στέκια
που σεργιανούν οι κοπελιές
και παίζουνε τα ντέφια.

Όλα θυμίζουν μαγικά
μες τα στενά σοκάκια
παλιά τραγούδια λαϊκά
παίζουν τα οργανάκια.

Νιώθεις κάτι απ' τα παλιά
το άρωμα του χρόνου
που μύριζαν τα γιασεμιά
βασιλικός και πασχαλιά.


Στης Πλακάς τις ανηφοριές
και στου Ψειρή τα στέκια
πόσο απλά φεύγει το στρες
κι αρχίζουνε τα κέφια.

Στον "Μικρό Ρωμηό" του κ. Ε. Σκιαδά διαβάζουμε:
Η Αθηναϊκή καντάδα διαφέρει από την Επτανησιακή στο ότι η πρώτη διαθέτει λόγιο χαρακτήρα, ενώ η δεύτερη φέρει πιο έντονα το λαϊκό στοιχείο.
            Ήταν μεγάλο το ταξίδι που έκανε η καντάδα για να φτάσει να αποθεώνεται στα στενά δρομάκια της Πλάκας, του Ψυρρή και της Νεάπολης. Ο αρχικός τύπος της λέξης (καντάτα = μουσικός όρος που σημαίνει τεμάχιο φωνητικής μουσικής) χρησιμοποιήθηκε σε σειρά έργων του Αλεξ. Γκράντι (1620-1626) και διατηρήθηκε στα Επτάνησά μας, ιδιαιτέρως δε στην Κεφαλονιά. Αλλά, ως γνωστόν, η Αττική γη έχει την ιδιότητα να ενσωματώνει και να δίνει νέα ταυτότητα, τη δική της, σε έμψυχα και άψυχα. Έτσι και η πολυύμνητη Αθηναϊκή Καντάδα εμφανίστηκε φρεσκαρισμένη, ολοζώντανη, γεμάτη συναισθήματα, λουλούδια, ρομαντισμούς και χαριτωμένες ατάκες. Εξάλλου, όπως έγραψε κάποτε ο Θ. Βελλιανίτης για ν’ ανθίσει η Αθήναική Καντάδα και να αφυπνίσει τις μαυρομμάτες κόρες των Αθηνών χρειαζόταν ανέφελο ουρανό και αστροφεγγιά!



Καντάδα στα Αναφιώτικα.

            Η Καντάδα, όπως έφτασε στην Αθήνα αποτέλεσε στοιχείο χαρακτηριστικό της κοινωνικής της ζωής. Κάποιοι υποστήριξαν ότι μέσω της καντάδας αναπτύχθηκε και το μουσικό αίσθημα της εποχής, αφού ακόμη δεν είχαν σχηματισθεί μουσικοί σύλλογοι, ωδεία, μουσικές εταιρείες ή άλλα σχολεία ωδικής για το ευρύ κοινό.
Πριν από τις καντάδες στους δρόμους των Αθηνών αντηχούσαν οι αμανέδες και στίχοι όπως: «Αναστενάζω βγαίνει αχνός / βγαίνει απ’ το γελέκι στην πρώτη μου αγαπητικιά/ να πέση αστροπελέκι»!
Επτανήσιοι λοιπόν, δίδαξαν το είδος αυτό της μουσικής με την κιθάρα και το μαντολίνο. Από τότε τα στα φοιτητικά δωμάτια μπορεί να μην υπήρχαν τα απαραίτητα επιστημονικά εγχειρίδια, στους τοίχους όμως κρέμονταν οπωσδήποτε κιθάρες και μαντολίνα. Έτσι πολιτογραφήθηκε η Καντάδα στην Αθήνα και το απομακρυσμένο ακόμη προάστειο της Νεαπόλεως έγινε η εστία που έθρεφε τα στίφη των αοιδών, οι οποίοι εννοούσαν να ξυπνούν τους γέροντες γονείς αλλά και τα αισθήματα των θυγατέρων τους.
Εξάλλου, πάντα σύμφωνα με τον Θ. Βελλιανίτη, από τις ομάδες αυτές προήλθαν και οι πρώτοι μαθητές του ωδείου που ίδρυσε ο μουσικός, μαέστρος και παιδαγωγός Ραφαήλ Παριζίνης (1820-1875). Ο αείμνηστος εκείνος φιλέλληνας αφού διέτριψε στην Κέρκυρα επί τριετία, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου δίδασκε μουσική. Σε εκείνον οφείλεται ο σχηματισμός χορωδιών των ιταλικών θιάσων ή του ανακτορικού ναϊσκου της βασίλισσας Όλγας και εκείνος δίδαξε τον τενόρο Αποστόλου που θριάμβευσε στην Ευρώπη. Άρα η καντάδα κατέθεσε τον φόρο της στην καλλιτεχνική ανάπτυξη της χώρας, όπως είχε συμβεί και στην Ιταλία. Οι κανταδόροι αποτέλεσαν έμπνευση για εκείνους που τους μάζεψαν από τους δρόμους προκειμένου να ιδρύσουν τα πρώτα ωδεία.
            Κούρευαν τους κανταδόρους!
Δεν ήταν ανέφελη όμως η διαδρομή της Καντάδας ούτε λίγες οι φορές και οι περιπτώσεις που περιέπεσε σε δυσμένεια και διωγμό. Ο αλήστου μνήμης αστυνόμος Μπαϊρακτάρης μαζί με τους κουτσαβάκηδες του Ψυρρή κυνήγησε ανελέητα και τους κανταδόρους, τους πλάνητες εκείνους τραγουδιστές. Θεωρήθηκαν ως ταραξίες, υπονομευτές του ύπνου όσων την ώρα εκείνη είχαν παραδοθεί στην αγκαλιά του Μορφέα. Το ζήτημα βέβαια είχε ξεκινήσει λίγα χρόνια νωρίτερα, όταν αστυνομικός διευθυντής ήταν ο Δημοσθένης Πάϊκος, ο οποίος όμως αρνείτο να ενδώσει στις παρακλήσεις του ποιητή Παναγιώτη Συνοδινού.
Ο τελευταίος αφού αναγκάσθηκε σε πολλαπλές αγρυπνίες ακούγοντας κάποιον νεαρό να εξομολογείται τραγουδιστά τον έρωτά του, δημοσίευσε ένα σατιρικό ποίημα, με το οποίο καλούσε την Αστυνομία να εμποδίσει τους τρομερούς αυτούς ταραχοποιούς. Ο Μπαϊρακτάρης, ο οποίος διαδέχθηκε τον Στάϊκο, εξαπέλυσε αποσπάσματα ευζώνων, τα οποία αγρίευαν μόλις ακουγόταν ο μελαγχολικός τόνος της κιθάρας ή του μανδολίνου. Έπεφταν επάνω τους και μαζί με τα μουσικά όργανα, έσπαγαν και τα κεφάλια των ταλαίπωρων αοιδών, τους οποίους φρόντιζαν να κουρεύουν στα αστυνομικά τμήματα!
Για τα κορίτσια τα ακούσματα ήταν ευχάριστα και όταν περνούσε η νυχτερινή χορωδία ακουγόταν το τρίξιμο των μισανοιγμένων παντζουριών. Αλλά για τους ηλικιωμένους το πράγμα ήταν διαφορετικό. Ο χρόνος είχε πάρει μαζί του τα τρυφερά πάθη και προτιμούσαν καλύτερα τη νυχτερινή διωδία του ροχαλητού έχοντας στο πλάι τους να αναπαύονται οι σύντροφοι της ζωής τους. Όποτε λοιπόν, κάποιος γέροντας ξεπρόβαλε ωρυόμενος για τη διατάραξη του ύπνου του, οι… ταραξίες έφευγαν και αυτοί διαμαρτυρόμενοι αλλά τραγουδώντας:
«Ούτε ο γέρος ποτέ ξανανιώνει, / Ούτε τ’ αηδόνι το ταίρι του βρίσκει, / Ούτε η καρδιά δυό φορές θ’ αγαπήση, / ούτε θα ζήσει κανείς δυό φορές»!
 Μπορεί σήμερα οι καντάδες να αποτελούν μέρος της ελληνικής ιστορίας και να ακούγονται συνήθως για τουριστικούς και σπανιότερα για συναισθηματικούς λόγους. Αλλά όσο θα γράφουμε σημειώματα πολλά για την ιστορία τους, ίσως εμφανιστεί από κάποια γωνιά ο τροβαδούρος: «Κοιμήσου, αγάπη μου γλυκειά, / κ’ εγώ με την κιθάρα / σε νανουρίζω σιγανά, / με πόνο με λαχτάρα»!



Γεννήθηκε στο Αγρίνιο και πέθανε στην Αθήνα. Καταγόμενος από Σουλιώτικη οικογένεια κατατάχθηκε στο στρατό το 1848 ως στρατιώτης όπου γρήγορα προάχθηκε σε αξιωματικό του πεζικού. Έλαβε ενεργό μέρος στη Κρητική επανάσταση του 1866 και διέπρεψε σε ανδραγαθίες. Το 1893 όταν συστάθηκε η στρατιωτική αστυνομία, (με τον νόμο ΒΡΠΗ΄ στις 20 Μαρτίου 1893) διορίσθηκε με τον βαθμό του ταγματάρχη Αστυνομικός Διευθυντής Αθηνών αφήνοντας αναμνήσεις από πλούσια σε αριθμό περιστατικά κατά τον διωγμό των τότε κουτσαβάκηδων που μάστιζαν το κέντρο της Αθήνας. Ειδικότερα, στην εποχή του ξύριζαν τα μουστάκια των κουτσαβάκηδων και τους ψαλίδιζαν τις αφέλειες των μαλλιών τους, ενώ τους ψαλίδιζε και το αφόρετο μανίκι από το σακάκι τους.
Το 1895 στο Φάληρο αντιμετώπισε τους γυμνιστές (που έκαναν μπάνιο ολόγυμνοι για να μη βρέξουν τα εσώρουχά τους και να μπορούν τα τελευταία να παραμένουν στεγνά) με το να τους κατάσχονται τα ρούχα] Το μέτρο ήταν αποτελεσματικό, καθώς νόμος για το γυμνισμό δεν υπήρχε και οι παραβάτες έπαιρναν πίσω τα ρούχα τους μόνο με ενυπόγραφη δήλωση στο Αστυνομικό Τμήμα, διαβεβαιώνοντας ότι η πράξη τους δεν θα επαναλαμβανόταν.
Το 1897 φέροντας τον βαθμό του συνταγματάρχη ονομάσθηκε ταξίαρχος και με την κήρυξη του Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897 μετέβη στην Άρτα όπου σε ταχύτατο χρόνο συγκρότησε ολόκληρη ταξιαρχία με δυνάμεις πεζικού, μηχανικού, πυροβολικού αλλά και ιππικού καθώς και δύο τάγματα χωροφυλακής και αστυφυλακής (περίπου σύνολο 7.000 αξιωματικοί και οπλίτες). Με την δύναμη αυτή και με τη βοήθεια μιας ακόμη ταξιαρχίας (του Γκολφινόπουλου) συνήψε την τριήμερη μάχη του Γριμπόβου (1897) (από 30 Απριλίου μέχρι και 2 Μαΐου 1897) κατά την οποία και διακρίθηκε για την ανδραγαθία του περιτρέχοντας στη πρώτη γραμμή του πυρός εμψυχώνοντας τους άνδρες του.
Αποστρατεύθηκε στις 10 Μαρτίου του 1900 προαχθείς σε υποστράτηγο. Απεβίωσε 4 χρόνια μετά, σε ηλικία 72 ετών.

Δυστυχώς, δεν υπάρχουν ιστότοποι που να ασχολούνται αποκλειστικά, ούτε καν ικανοποιητικά, με την καντάδα. Οι περισσότεροι είναι τουριστικοί ιστότοποι της Ελλάδας ή του εξωτερικού που αναφερόμενοι στις ομορφιές των νησιών του Ιονίου, αναφέρουν απλά την καντάδα ως ένα ακόμη από τα παλιά / γραφικά έθιμα του τόπου, χωρίς να ασχολούνται με την ιστορία της, τους στίχους, ή τη μορφή της, με τρόπο που θα έδινε μια ολοκληρωμένη εικόνα σε κάποιον που αναζητά πληροφορίες χωρίς να έχει ακροαματική εμπειρία του είδους. Αλλά και σε πιο ειδικούς ιστότοπους, η καντάδα εμφανίζεται μονάχα σε σχέση με άλλα, σύγχρονά της, είδη τραγουδιού.

Κατηγορίες

    Μουσικολογικά
    Από τουριστικούς ιστότοπους
    Χιούμορ

Μουσικολογικά

Στον ιστότοπο αυτόν του μπουζουκτσή Σπύρου Σκορδίλη, υπάρχει μια ιστοσελίδα (Αρχή Τραγουδιών / Song History) για τα ελληνικά τραγούδια, ανάμεσα στα οποία και η καντάδα. Καίτοι το κείμενο είναι μόλις δύο παράγραφοι, έχει τις περισσότερες πληροφορίες από κάθε άλλο ιστότοπο για το είδος.

http://www.greekmusicus.com/

Στην εισαγωγή στον ιστότοπο αυτόν για το ρεμπέτικο, θα βρείτε ιστορικά στοιχεία για τα πρώτα βήματα του αθηναϊκού τραγουδιού και του ελληνικού μελοδράματος, όταν "ξεπηδούν μικρές ή μεγάλες ελληνικές χορωδίες με κιθάρες και μαντολίνα και Έλληνες ποιητές γράφουν στίχους για τραγούδια,... [ενώ] σημαντικό ρόλο έπαιξε ασφαλώς και η επτανησιακή καντάδα...χαρακτηριστικό είδος τραγουδιού που ξεκινάει από την Κεφαλονιά και μάλιστα από το Ληξούρι..."


Από τουριστικούς ιστότοπους

Στην ιστοσελίδα αναφέρεται ότι εκεί άνθισε ένα χαρακτηριστικό είδος λαϊκού τραγουδιού, η περίφημη «καντάδα», με μια χαρακτηριστική μελωδική δομή, έξω από το μουσικό ιδίωμα των δημοτικών τραγουδιών.


Για το μουσικοχορωδιακά συγκροτήματα "Κερκυραϊκή Καντάδα" και "Χορωδία Κέρκυρας" που ιδρύθηκαν το 1954.


Καντάδα και Ζάκυνθος


Χιούμορ

Οι Μουσικές της Ελλάδας μέσα από το Θέατρο Σκιών


Καντάδα που πολύ συχνά κάνει την εμφάνιση του κι ο θρυλικός Σιορ Διονύσιος στο πανί του μπερντέ φέρνοντας μαζί του κι ένα σωρό εικόνες από την αγαπημένη Ζάκυνθο και τη Κεφαλλονιά..


Πρόκειται για το γνωστό τραγούδι του Νιόνιου "Από το χωριό ερχόμην" ερμηνευμένο με την υπέροχη φωνή του δημοφιλή και αγαπημένου καραγκιοζοπαίκτη Άθου Δανέλλη.




Πηγή: musicportal.gr



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου