Τα δημοτικοφανή πατριωτικά
τραγούδια που ερμήνευσε η Σοφία Βέμπο το 1940: «Βάζει ο Ντούτσε τη Στολή
του» (επίκαιροι στίχοι πάνω στο σκοπό του τραγουδιού του "Πλέκει η Βάσω το
προικιό της")
Βουκολικό τραγούδι ( Βλάχικο )
σε μουσική και στίχους Θεόφραστου Σακελλαρίδη, από τη μουσική κωμωδία του Θ.
Συναδινού "Κομμωτής Κυριών".
«Το τραγούδι του Μωριά»
("Γεια και χαρά σας Μωραΐτες αδελφοί") και η «Χωριάτα» ("Στο
χωριό παλιά γενιά μου..."), όπως και το «Ντούτσε-Ντούτσε» που ερμήνευσε ο Νίκος Γούναρης (στίχοι επίκαιροι γραμμένοι πάνω στο
σκοπό του τραγουδιού του «Μάρω, Μάρω μια φορά είν' τα νιάτα») είναι δικές του
Θεόφραστου Σακελλαρίδη.
Αφήνω τη μουσική να μιλήσει….
ΕΦΥΤΕΨΑ ΜΙΑ ΛΕΜΟΝΙΑ
Τραγούδι σε μουσική και
στίχους του Τάκη Παναγόπουλου και σε πρώτη εκτέλεση το 1959 από το Trio
Belcando.
Εφύτεψα μια λεμονιά με λίγα πράσινα
κλωνιά,
εφύτεψα μια λεμονιά μέσα στη βαρυχειμωνιά,
αχ και πότε θα μεγαλώσει
τον ανθό της να μου δώσει.
εφύτεψα μια λεμονιά μέσα στη βαρυχειμωνιά,
αχ και πότε θα μεγαλώσει
τον ανθό της να μου δώσει.
Είν’ το κορμάκι της λιγνό αναστενάζω και
πονώ,
είν’ το κορμάκι της λιγνό κι αν μαραθεί τι θα γινώ,
την σκαλίζω την ποτίζω
και με δάκρυα τη ραντίζω.
είν’ το κορμάκι της λιγνό κι αν μαραθεί τι θα γινώ,
την σκαλίζω την ποτίζω
και με δάκρυα τη ραντίζω.
Αχ Παναγιά μου πως αργεί να ‘ρθει μια
μέρα μιαν αυγή,
αχ Παναγιά μου πως αργεί το πρώτο ανθάκι της να βγει,
για να φτιάξουμε γλυκιά μου
το στεφάνι μας του γάμου.
αχ Παναγιά μου πως αργεί το πρώτο ανθάκι της να βγει,
για να φτιάξουμε γλυκιά μου
το στεφάνι μας του γάμου.
= = = = = = = = = = = = = = =
Η ΒΑΓΓΕΛΙΩ ΠΑΝΤΡΕΥΕΤΑΙ
Τραγούδι σε μουσική Νίκου Γούναρη, στίχους Χαράλαμπου
Βασιλειάδη, σε πρώτη εκτέλεση το 1955 από το Νίκο Γούναρη.
Ο ρυθμός του κομματιού είναι 2/4 και μπορεί να χορευτεί
ως «ΑΡΓΟ ΧΑΣΑΠΟΣΕΡΒΙΚΟ».
Άναψαν φωτιές στήσαν’ ψησταριές,
μπότσες το κρασί θα τρέξει και η σούβλα
θα δουλέψει.
Στην Τροπολιτσά χορεύουν και τη Βαγγελιώ
παντρεύουν,
όλο το χωριό γλεντάει κι γαμπρός τους
μολογάει.
Γεια χαρά σου Βαγγελιώ που ‘σουν ντέρτι
μου παλιό,
ήρθε η ώρα να σε πάρω με παπά και με
κουμπάρο.
Μοιάζεις σαν την περδικούλα σαν σε βλέπω
στη ραχούλα,
γεια σου ντέρτι μου παλιό γεια χαρά σου
Βαγγελιώ.
= = = = = = = = = = = = = = =
Η ΘΥΜΙΟΥΛΑ
Τραγούδι σε μουσική Ιωσήφ Ριτσιάρδη, στίχους Μίμη
Τραϊφόρου και Σοφίας Βέμπο, σε πρώτη εκτέλεση το 1947 από τη Σοφία Βέμπο, ενώ
το 1948 το φωνογράφησε και η Κούλα Νικολαΐδου.
Και με την Κούλα Νικολαΐδου:
Η Θυμιούλα η μαυρομάτα που ‘χει μάνα την
Σταμάτα,
εβαρέθηκε την στάνη το χωριό και το μποστάνι,
τα βουνά και τα περβόλια το Θανάση και τον Κόλια,
μ’ άλλα λόγια είχε μπουχτίσει τις κατσίκες και τα γίδια,
κι είχε βαρεθεί να βλέπει βρε τα ίδια και τα ίδια.
Ααααχ… και μια ασπροντυμένη κόρη (ε)κατέβηκε στην πόλη.
εβαρέθηκε την στάνη το χωριό και το μποστάνι,
τα βουνά και τα περβόλια το Θανάση και τον Κόλια,
μ’ άλλα λόγια είχε μπουχτίσει τις κατσίκες και τα γίδια,
κι είχε βαρεθεί να βλέπει βρε τα ίδια και τα ίδια.
Ααααχ… και μια ασπροντυμένη κόρη (ε)κατέβηκε στην πόλη.
Κι η
Θυμιούλα η μαυρομάτα που ‘χει μάνα την Σταμάτα,
που τραγούδαγε στα αλώνια και σωπαίνανε τα αηδόνια,
και έλεγες για αυτό το φρούτο Παναγιά μου τι ‘ναι τούτο,
η Θυμιούλα η μαυρομάτα που ‘χε βαρεθεί την στάνη,
το Θανάση και τον Κόλια το χωριό και το μποστάνι.
Ααααχ… όταν ήρθε μες την πόλη της αρέσαν’ όλες κι όλοι.
που τραγούδαγε στα αλώνια και σωπαίνανε τα αηδόνια,
και έλεγες για αυτό το φρούτο Παναγιά μου τι ‘ναι τούτο,
η Θυμιούλα η μαυρομάτα που ‘χε βαρεθεί την στάνη,
το Θανάση και τον Κόλια το χωριό και το μποστάνι.
Ααααχ… όταν ήρθε μες την πόλη της αρέσαν’ όλες κι όλοι.
Κι η Θυμιούλα η μαυρομάτα που ‘χει μάνα
την Σταμάτα,
που όταν ήρθε μες την πόλη της αρέσαν’ όλες κι όλοι,
σε ένα από τα μεσονύχτια μπλέχτηκε σε ενός τα δίχτυα,
που της φύλαγε τα χείλη που της χάιδευε το χέρι,
που της έμαθε εντέλει πως το τρίβουν το πιπέρι.
Ααααχ… και την άφησε την μαύρη κι άλλη εκείνος πήγε να βρει.
που όταν ήρθε μες την πόλη της αρέσαν’ όλες κι όλοι,
σε ένα από τα μεσονύχτια μπλέχτηκε σε ενός τα δίχτυα,
που της φύλαγε τα χείλη που της χάιδευε το χέρι,
που της έμαθε εντέλει πως το τρίβουν το πιπέρι.
Ααααχ… και την άφησε την μαύρη κι άλλη εκείνος πήγε να βρει.
Κι η
Θυμιούλα η μαυρομάτα που ‘χει μάνα την Σταμάτα,
ξαναγύρισε στην στάνη στο χωριό και στο μποστάνι,
στα βουνά και στα περβόλια στο Θανάση και στον Κόλια,
ξαναγύρισε μ’ αγάπη στις κατσίκες και στα γίδια,
και ξανάρχισε η Θυμιούλα βρε τα ίδια και τα ίδια.
Ααααχ… κι από τότε καμιάς κόρη δεν κατέβηκε στην πόλη.
ξαναγύρισε στην στάνη στο χωριό και στο μποστάνι,
στα βουνά και στα περβόλια στο Θανάση και στον Κόλια,
ξαναγύρισε μ’ αγάπη στις κατσίκες και στα γίδια,
και ξανάρχισε η Θυμιούλα βρε τα ίδια και τα ίδια.
Ααααχ… κι από τότε καμιάς κόρη δεν κατέβηκε στην πόλη.
= = = = = = = = = = = = = = =
Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ ΜΕ ΔΕΡΝΕΙ
Τραγούδι σε μουσική Βασίλη Τσιτσάνη, στίχους Νίκου Ρούτσου,
σε πρώτη εκτέλεση το 1958 από τη Μαριάννα Χατζοπούλου».
Ο ρυθμός του κομματιού είναι 7/8 και μπορεί να χορευτεί
ως «ΣΥΡΤΟ ΚΑΛΑΜΑΤΙΑΝΟ».
Η μάνα μου με δέρνει καλέ μου και πονώ,
με δέρνει με σκοτώνει τα βράδια που γυρνώ.
Και το παράπονό μου σε σένα θα το πω,
η μάνα μου με δέρνει βρε γιατί σε αγαπώ.
με δέρνει με σκοτώνει τα βράδια που γυρνώ.
Και το παράπονό μου σε σένα θα το πω,
η μάνα μου με δέρνει βρε γιατί σε αγαπώ.
Βρε μάνα μη με δέρνεις και τράβα στο
καλό,
αδίκως κοπιάζεις δε βάζω εγώ μυαλό.
Γιατί στην αγκαλιά του μια ώρα σαν περνώ,
το ξύλο που ‘χω φάει αμέσως το ξεχνώ.
αδίκως κοπιάζεις δε βάζω εγώ μυαλό.
Γιατί στην αγκαλιά του μια ώρα σαν περνώ,
το ξύλο που ‘χω φάει αμέσως το ξεχνώ.
Και γνώμη δεν αλλάζω τον όρκο δεν πατώ,
τον άντρα π’ αγαπάω δεν τον (ε)παρατώ.
Βρε μάνα σκότωσέ με δεν βγάζω εγώ μιλιά,
εσύ μου δίνεις ξύλο κι αυτός γλυκά φιλιά.
τον άντρα π’ αγαπάω δεν τον (ε)παρατώ.
Βρε μάνα σκότωσέ με δεν βγάζω εγώ μιλιά,
εσύ μου δίνεις ξύλο κι αυτός γλυκά φιλιά.
= = = = = = = = = = = = = = = =
ΚΑΤΙΝΙΩ
Τραγούδι που χαρακτηρίζεται ως «χωριάτικο παραμύθι» σε
μουσική και στίχους του Αττίκ, σε πρώτη εκτέλεση το 1934 από την νεαρή Καλή
Καλό. Το τραγούδι έχει ηχογραφήσει και η Νινή Ζαχά.
‘Κεί κάτω στα καλάμια κάθε σούρουπο η
Κατινιώ,
απάνταγε μια λάμια στο ποτάμι κοντά στο Πηνειό.
Προβατάκια κατσικάκια με μια κλάρα η ορφανή,
αψηφώντας τα ρυάκια οδηγούσε στο παχνί.
Και είπε κάποιο βράδυ της λάμιας η φωνή.
Κατινιώ Κατινιώ σου το γράφει το ριζικό σου,
Κατινιώ Κατινιώ να μην πάρεις ούτε γέρο ούτε νιο.
Ω…ω… ω…ω… έκαμεν η Κατινιώ ω…ω… ω…ω… έκαμεν και η ηχώ.
απάνταγε μια λάμια στο ποτάμι κοντά στο Πηνειό.
Προβατάκια κατσικάκια με μια κλάρα η ορφανή,
αψηφώντας τα ρυάκια οδηγούσε στο παχνί.
Και είπε κάποιο βράδυ της λάμιας η φωνή.
Κατινιώ Κατινιώ σου το γράφει το ριζικό σου,
Κατινιώ Κατινιώ να μην πάρεις ούτε γέρο ούτε νιο.
Ω…ω… ω…ω… έκαμεν η Κατινιώ ω…ω… ω…ω… έκαμεν και η ηχώ.
Μεγάλωσε στη στάνη ψυχοπαίδι ξανθή
Κατινιώ,
του μπάρμπα της του Γιάννη όταν έμεινε δίχως γονιό.
Στο χορό στο πανηγύρι που την πήγαν μια Λαμπρή,
μόλις τέλειωσαν οι γύροι τη ζητήσαν’ δυο γαμπροί.
Μ’ ακούστηκε το δείλι της λάμιας η φωνή.
Κατινιώ Κατινιώ σου το γράφει το ριζικό σου,
Κατινιώ Κατινιώ να μην πάρεις ούτε γέρο ούτε νιο.
Ω…ω… ω…ω… έκαμεν η Κατινιώ ω…ω… ω…ω… έκαμεν και η ηχώ.
του μπάρμπα της του Γιάννη όταν έμεινε δίχως γονιό.
Στο χορό στο πανηγύρι που την πήγαν μια Λαμπρή,
μόλις τέλειωσαν οι γύροι τη ζητήσαν’ δυο γαμπροί.
Μ’ ακούστηκε το δείλι της λάμιας η φωνή.
Κατινιώ Κατινιώ σου το γράφει το ριζικό σου,
Κατινιώ Κατινιώ να μην πάρεις ούτε γέρο ούτε νιο.
Ω…ω… ω…ω… έκαμεν η Κατινιώ ω…ω… ω…ω… έκαμεν και η ηχώ.
Αγάπαγε να πάρει τον πιο νέο ξανθή
Κατινιώ,
πανώριο παλικάρι μα χαλάστηκε το προξενιό.
Γιατί η θειά της η Κρουστάλω το ‘μαθε όλο το χωριό,
επροτίμησε τον άλλον που ήταν τσέλιγκας με βιος.
Κι ακούστηκε και πάλι της λάμιας η φωνή.
Κατινιώ Κατινιώ σου το γράφει το ριζικό σου,
Κατινιώ Κατινιώ να μην πάρεις ούτε γέρο ούτε νιο.
Ω…ω… ω…ω… έκαμεν η Κατινιώ ω…ω… ω…ω… έκαμεν και η ηχώ.
πανώριο παλικάρι μα χαλάστηκε το προξενιό.
Γιατί η θειά της η Κρουστάλω το ‘μαθε όλο το χωριό,
επροτίμησε τον άλλον που ήταν τσέλιγκας με βιος.
Κι ακούστηκε και πάλι της λάμιας η φωνή.
Κατινιώ Κατινιώ σου το γράφει το ριζικό σου,
Κατινιώ Κατινιώ να μην πάρεις ούτε γέρο ούτε νιο.
Ω…ω… ω…ω… έκαμεν η Κατινιώ ω…ω… ω…ω… έκαμεν και η ηχώ.
Αρχίσαν’ τα νταούλια θα ‘ρθει νύφη ξανθή
Κατινιώ,
με βιόλες και με γιούλια θα τη ράνουνε με το στανιό.
Κι ένας τσέλιγκας προσμένει για την άδικη χαρά,
η νυφούλα στολισμένη ξεψυχά μες τα νερά.
Κι η λάμια μοιρολόγια της ψάλει τρυφερά.
Κατινιώ Κατινιώ στο ‘χε γράψει το ριζικό σου,
Κατινιώ Κατινιώ να μην πάρεις ούτε γέρο ούτε νιο.
Ω…ω… ω…ω… δύστυχη Κατινιώ ω…ω… ω…ω… δεν θα πει πια κι η ηχώ.
με βιόλες και με γιούλια θα τη ράνουνε με το στανιό.
Κι ένας τσέλιγκας προσμένει για την άδικη χαρά,
η νυφούλα στολισμένη ξεψυχά μες τα νερά.
Κι η λάμια μοιρολόγια της ψάλει τρυφερά.
Κατινιώ Κατινιώ στο ‘χε γράψει το ριζικό σου,
Κατινιώ Κατινιώ να μην πάρεις ούτε γέρο ούτε νιο.
Ω…ω… ω…ω… δύστυχη Κατινιώ ω…ω… ω…ω… δεν θα πει πια κι η ηχώ.
= = = = = = = = = = = = = = = = = = =
ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΝΕΡΟ ΤΗΣ ΛΙΜΝΗΣ
Τραγούδι σε μουσική Λυκούργου Μαρκέα, στίχους Θάνου
Σοφού, σε πρώτη εκτέλεση το 1958 από τη Μαριάννα Χατζοπούλου.
Ο ρυθμός του κομματιού είναι 8/8 (3-3-2) και μπορεί να
χορευτεί ως «ΣΥΡΤΟΣ» ή ως«ΜΠΑΛΛΟΣ».
Παρουσιάζει ο Χρήστος Ευθυμίου. Την ορχήστρα του Ε.Ι.Ρ.
διευθύνει ο Άκης Σμυρναίος.
Μέσα στο νερό της λίμνης μέσα στο νερό,
το μαντήλι σου ‘χει πέσει αχ να σε χαρώ.
Το μαντήλι σου ‘χει πέσει αχ να σε χαρώ,
ποιος θα το βρει να στο δέσει γύρω στο λαιμό.
το μαντήλι σου ‘χει πέσει αχ να σε χαρώ.
Το μαντήλι σου ‘χει πέσει αχ να σε χαρώ,
ποιος θα το βρει να στο δέσει γύρω στο λαιμό.
Έτρεξα κι εγώ στη λίμνη αχ να σε χαρώ,
για να βγάλω το μαντήλι μέσα απ’ το νερό.
Για να βγάλω το μαντήλι μέσα απ’ το νερό,
και σε φίλησα σ
για να βγάλω το μαντήλι μέσα απ’ το νερό.
Για να βγάλω το μαντήλι μέσα απ’ το νερό,
και σε φίλησα σ
Βρε κι από τότε κάθε βράδυ αχ να σε
χαρώ,
μέσ’ της λίμνης τον καθρέπτη μέσα στο νερό.
Μέσ’ της λίμνης τον καθρέπτη μέσα στο νερό,
το μαντήλι σου όλο πέφτει και το βγάζω εγώ.
μέσ’ της λίμνης τον καθρέπτη μέσα στο νερό.
Μέσ’ της λίμνης τον καθρέπτη μέσα στο νερό,
το μαντήλι σου όλο πέφτει και το βγάζω εγώ.
= = = = = = = = = = = = = = =
ΜΙΚΡΗ ΧΩΡΙΑΤΟΠΟΥΛΑ
Τo τραγούδι είναι βασισμένο στο ιταλικό Reginella
Campagnola (η χωριατοπούλα Ρετζινέλα) σε μουσική του Eldo di Lazzaro και σε
στίχους του C. Bruno, σε πρώτη εκτέλεση το 1938 από τον Carlo Buti.
Το κομμάτι το διασκεύασε στα ελληνικά βάζοντας στίχους
στην ιταλική μουσική ο Πωλ Μενεστρέλ (Γιάννης Χυδίρογλου) και η πρώτη ελληνική
του εκτέλεση είναι το 1940 από τη Ρένα Βλαχοπούλου και το Φώτη Πολυμέρη.
Ο ρυθμός του κομματιού είναι 2/4 και χορευόταν ως
«FOXTROT».
Σαν πάει με το γαϊδουράκι τα φρούτα μες
την αγορά,
στο πέρασμά της με μεράκι της λέν’ οι
νέοι τρυφερά.
Μικρή χωριατοπούλα γλυκιά μελαχρινούλα,
δυο μάτια βελουδένια δυο χειλάκια κερασένια,
να τι έχεις για προικιά!
Του κάμπου εσύ τραγούδι ωραίο απλό
λουλούδι,
που όποιον αγαπήσεις τη χαρά θα του
χαρίσεις,
κοπελίτσα μου γλυκιά.
= = = = = = = = = = = = = = = = = = = = =
ΜΠΙΡΜΠΙΛΩ
Τραγούδι σε μουσική Μιχάλη Σουγιούλ, στίχους Αιμίλου
Σαββίδη, σε πρώτη εκτέλεση το 1947 από τον Τώνη Μαρούδα.
Ο ρυθμός του κομματιού είναι 7/8 και χορεύεται ως «ΣΥΡΤΟΣ
ΚΑΛΑΜΑΤΙΑΝΟΣ».
Κάποια νύχτα του Φλεβάρη που δεν είχε
βγει φεγγάρι
η θεότρελη Μπιρμπίλω λάκισε από το μύλο,
άφησε παιδιά και άντρα και πηδώντας απ’ τη μάντρα
δίχως να το λογαριάσει άλλον πήγε ν’ αγκαλιάσει.
η θεότρελη Μπιρμπίλω λάκισε από το μύλο,
άφησε παιδιά και άντρα και πηδώντας απ’ τη μάντρα
δίχως να το λογαριάσει άλλον πήγε ν’ αγκαλιάσει.
Και ο μυλωνάς στο μύλο τραγουδάει για τη
Μπιρμπίλω.
Άι δεν καθόσουνα στ’ αυγά σου βρε
Μπιρμπίλω μου
στάχτη έκανες κι εμένα και το μύλο μου,
ωχ ντιπ μυαλό δεν είχες δράμι και σε πήρε το ποτάμι
δεν καθόσουνα στ’ αυγά σου βρε Μπιρμπίλω μου.
στάχτη έκανες κι εμένα και το μύλο μου,
ωχ ντιπ μυαλό δεν είχες δράμι και σε πήρε το ποτάμι
δεν καθόσουνα στ’ αυγά σου βρε Μπιρμπίλω μου.
Πέρασαν δυο τρία χρόνια κι ένα βράδυ με
τα χιόνια
ντροπιασμένη η Μπιρμπίλω γύρισε ξανά στο μύλο,
κάθισε κοντά στο τζάκι για να ζεσταθεί λιγάκι
και τον άντρα της κοιτούσε και συγχώρια του ζητούσε.
ντροπιασμένη η Μπιρμπίλω γύρισε ξανά στο μύλο,
κάθισε κοντά στο τζάκι για να ζεσταθεί λιγάκι
και τον άντρα της κοιτούσε και συγχώρια του ζητούσε.
Μα ο μυλωνάς και πάλι με καημό της
ξαναψάλει.
Άι δεν καθόσουνα στ’ αυγά σου βρε
Μπιρμπίλω μου
στάχτη έκανες κι εμένα και το μύλο μου,
ωχ ντιπ μυαλό δεν είχες δράμι και σε πήρε το ποτάμι
δεν καθόσουνα στ’ αυγά σου βρε Μπιρμπίλω μου.
στάχτη έκανες κι εμένα και το μύλο μου,
ωχ ντιπ μυαλό δεν είχες δράμι και σε πήρε το ποτάμι
δεν καθόσουνα στ’ αυγά σου βρε Μπιρμπίλω μου.
= = = = = = = = = = = = = = = = =
ΟΠΟΙΟΣ ΑΓΑΠΑ
Τραγούδι σε μουσική Άκη Σμυρναίου, στίχους Κώστα
Κοφινιώτη, σε πρώτη εκτέλεση το 1957 από τη Μαριάννα Χατζοπούλου, Αλεξάνδρα
Τσεκούρα και Ε. Τσόγκα.
Το κομμάτι έχει ρυθμό 7/8 και μπορεί να χορευτεί ως
«ΣΥΡΤΟΣ ΚΑΛΑΜΑΤΙΑΝΟΣ».
Τη ζωή για να την ζήσεις δεν χρειάζονται
πολλά,
φτάνει μόνο ν’ αγαπήσεις κι η ζωή θα σου γελά.
φτάνει μόνο ν’ αγαπήσεις κι η ζωή θα σου γελά.
Όποιος αγαπά το χάρο δε φοβάται
νοιώθει τη χαρά και ξένοιαστα κοιμάται.
νοιώθει τη χαρά και ξένοιαστα κοιμάται.
Όλα τα φαρμάκια σβήνουν στης αγάπης τα
φιλιά,
η καλύβα σου φωτίζει σαν παλάτι βασιλιά.
η καλύβα σου φωτίζει σαν παλάτι βασιλιά.
Όποιος αγαπά το χάρο δε φοβάται
νοιώθει τη χαρά και ξένοιαστα κοιμάται.
νοιώθει τη χαρά και ξένοιαστα κοιμάται.
Τη ζωή για να τη ζήσεις δεν χρειάζονται
λεφτά
δυο ματάκια ν’ αγαπήσεις κι όλα θα τα βρεις σ’ αυτά.
δυο ματάκια ν’ αγαπήσεις κι όλα θα τα βρεις σ’ αυτά.
Όποιος αγαπά το χάρο δε φοβάται
νοιώθει τη χαρά και ξένοιαστα κοιμάται.
νοιώθει τη χαρά και ξένοιαστα κοιμάται.
= = = = = = = = = = = = = = = = = = = = = = =
ΠΑΠΟΥΤΣΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΟΠΟ ΣΟΥ
Τραγούδι σε μουσική Ιωάννη Βέλλα, στίχους Κώστα
Κοφινιώτη, σε πρώτη εκτέλεση το 1947 στο κέντρο διασκέδασης «Όασις» από τη
Σμαρούλα Γιούλη. Το ίδιο έτος το φωνογράφησε και η Σοφία Βέμπο.
Έφυγε ένα μεσημέρι για να πάει σ’ άλλα
μέρη
στην Αμερική στην Λόνδρα στο Παρίσι
λίρες και δολάρια να κερδίσει.
στην Αμερική στην Λόνδρα στο Παρίσι
λίρες και δολάρια να κερδίσει.
Μα ο νους του κάθε ώρα γύρναγε σ’ αυτή
τη χώρα
στα ψηλά της τα βουνά τα μονοπάτια
κι όλο έλεγε με δακρυσμένα μάτια.
στα ψηλά της τα βουνά τα μονοπάτια
κι όλο έλεγε με δακρυσμένα μάτια.
Θα γυρίσω πίσω στο χωριό για να κάνω
ταίρι τη Μαριώ,
τη Μαριώ τη βοσκοπούλα που είν’ αφίλητη
παιδούλα.
Δεν έχει
πλούτη ούτε βιος μα κάθε λεβεντορωμιός,
ελληνοπούλα
προτιμά κι όχι λουλούδι ξένο,
παπούτσι
από τον τόπο σου κι ας είν’ και μπαλωμένο
παπούτσι
από τον τόπο σου κι ας είν’ και μπαλωμένο.
= = = = = = = = = = = = = = =
= = = = =
ΣΕ ΕΙΔΑ ΝΑ ΚΛΑΔΕΥΕΙΣ
Τραγούδι σε μουσική Νίκου
Γούναρη, στίχους Θάνου Σοφού, μουσική ενορχήστρωση Κώστα Γιαννίδη και σε πρώτη
εκτέλεση το 1954 από τον Νίκο Γούναρη.
Ο ρυθμός του κομματιού είναι
7/8 (3-2-2) και χορεύεται ως «ΣΥΡΤΟΣ ΚΑΛΑΜΑΤΙΑΝΟΣ».
Σε είδα να κλαδεύεις σε είδα να
κλαδεύεις,
σε είδα να κλαδεύεις μια τριανταφυλλιά μια τριανταφυλλιά.
σε είδα να κλαδεύεις μια τριανταφυλλιά μια τριανταφυλλιά.
Και πήδηξα το φράχτη και πήδηξα το
φράχτη,
και πήδηξα το φράχτη να πάρω δυο φιλιά να πάρω δυο φιλιά
και πήδηξα το φράχτη να πάρω δυο φιλιά να πάρω δυο φιλιά
Κι από τότε κοπελιά μου
τικ τικ τακ τακ τακ τακ κάνει η καρδιά μου,
τικι τακ κάνει η καρδιά μου κι από τότε κοπελιά μου.
τικ τικ τακ τακ τακ τακ κάνει η καρδιά μου,
τικι τακ κάνει η καρδιά μου κι από τότε κοπελιά μου.
Σε είδα να κλαδεύεις σε είδα να
κλαδεύεις,
σε είδα να κλαδεύεις τα δέντρα χαμηλά τα δέντρα χαμηλά.
σε είδα να κλαδεύεις τα δέντρα χαμηλά τα δέντρα χαμηλά.
Και σου ‘πιασα την σκάλα και σου ‘πιασα
την σκάλα,
και σου ‘πιασα την σκάλα ν’ ανέβεις πιο ψηλά ν’ ανέβεις πιο ψηλά.
και σου ‘πιασα την σκάλα ν’ ανέβεις πιο ψηλά ν’ ανέβεις πιο ψηλά.
Κι από τότε κοπελιά μου
τικ τικ τακ τακ τακ τακ κάνει η καρδιά μου,
τικι τακ κάνει η καρδιά μου κι από τότε κοπελιά μου.
τικ τικ τακ τακ τακ τακ κάνει η καρδιά μου,
τικι τακ κάνει η καρδιά μου κι από τότε κοπελιά μου.
Σε είδα να κλαδεύεις σε είδα να
κλαδεύεις,
σε είδα να κλαδεύεις το πιο ψηλό κλαδί το πιο ψηλό κλαδί.
σε είδα να κλαδεύεις το πιο ψηλό κλαδί το πιο ψηλό κλαδί.
Κι αυτό που είδα φως μου κι αυτό που
είδα φως μου,
κι αυτό που είδα φως μου δεν το ‘χα ματαδεί δεν το ‘χα ματαδεί.
κι αυτό που είδα φως μου δεν το ‘χα ματαδεί δεν το ‘χα ματαδεί.
= = = = = = = = = = = = = = = = = =
ΣΤΗ ΛΑΡ'ΣΑ ΒΓΑΙΝΕΙ Ο ΑΥΓΕΡΙΝΟΣ
Τραγούδι σε μουσική Απόστολου Μοσχούτη, στίχους Σοφίας
Βέμπο, σε πρώτη εκτέλεση το 1940 από τη Σοφία Βέμπο.
Στη Λάρ’σα βγαίνει ο αυγερινός στ’ν
Ανακασ(ι)ά η πούλια,
έβγα Σμαραϊγδή μι του φουστάν’ του κουρουπλί,
γιατί δι βγαίνεις να σι ειδώ πω πω πω πω μαρή θα σαλωθώ.
έβγα Σμαραϊγδή μι του φουστάν’ του κουρουπλί,
γιατί δι βγαίνεις να σι ειδώ πω πω πω πω μαρή θα σαλωθώ.
Κι εκεί σα’ πάν’ σα’ πάν’ στ’ν
Ανακασ(ι)ά πάν’ τα κουρίτσια ούλα,
έβγα να σι ειδώ γιατί γιατί θα σαλωθώ,
γιατί δι βγαίνεις να σι ειδώ πω πω πω πω μαρή θα σαλωθώ.
έβγα να σι ειδώ γιατί γιατί θα σαλωθώ,
γιατί δι βγαίνεις να σι ειδώ πω πω πω πω μαρή θα σαλωθώ.
Καίει ου φούρνους καίει καίει μανάρα μ’
καίει,
για να ψήσει την ψουμάρα να τ’ν (ε)φάει η νύφ’,
άρι… να τ’ν (ε)φάει η νύφ’.
για να ψήσει την ψουμάρα να τ’ν (ε)φάει η νύφ’,
άρι… να τ’ν (ε)φάει η νύφ’.
Στη Λάρ’σα δεν μωρ’ δεν παντρεύουμαι,
γιατί μι περγιαλούνε Μαριώ μου σαν μι ιδούνε.
γιατί μι περγιαλούνε Μαριώ μου σαν μι ιδούνε.
Θα παντρευτώ στ’ν Ανακασ(ι)ά,
που μι περικαλούνε τα κουρίτσα σαν με ιδούνε.
που μι περικαλούνε τα κουρίτσα σαν με ιδούνε.
Πού ‘σι μωρ’ Βασίλου ‘δω (εί)μαι
Νικουλή,
κατέβα παρακάτου να μη σι φάει του σκ’λί
άρι… να μη σι φάει του σκ’λί.
κατέβα παρακάτου να μη σι φάει του σκ’λί
άρι… να μη σι φάει του σκ’λί.
= = = = = = = = = = = = = = = = = = = = = =
ΤΑΚΟΥ ΤΑΚΟΥ Ο ΑΡΓΑΛΕΙΟΣ ΜΟΥ
Τραγούδι σε μουσική Θεόδωρου Παπαδόπουλου, στίχους Αργύρη
Εφταλιώτη (ποιητική συλλογή: Παλιοί Σκοποί, 1909), σε πρώτη εκτέλεση το 1949
από τη Σοφία Βέμπο. Το τραγούδι έχει ερμηνεύσει και η Εύη Στυλ.
Ο ρυθμός του κομματιού είναι 3/4 και μπορεί να χορευτεί
ως «ΤΣΑΜΙΚΟΣ».
Πέτα σαΐτα μου γοργή με το ψηλό μετάξι,
να ‘ρθει ο καλός μου τη Λαμπρή να βρει χρυσά ν’ αλλάξει.
να ‘ρθει ο καλός μου τη Λαμπρή να βρει χρυσά ν’ αλλάξει.
Τάκου τάκου ο αργαλειός μου, τάκου κι
έρχεται ο καλός μου.
Μαντήλι από το δάκρυσμα δεν του ‘μεινε
στα ξένα,
αρχοντοπούλες τον ζητούν κι αυτός πονεί για μένα.
αρχοντοπούλες τον ζητούν κι αυτός πονεί για μένα.
Τάκου τάκου στην αυλή μου, ώσπου να
‘ρθει το πουλί μου.
Εγώ το ‘φάδι θα γενώ κι εκείνος το
στημόνι,
που να μπλεχτεί μες το πανί και πια να μην γλυτώνει.
που να μπλεχτεί μες το πανί και πια να μην γλυτώνει.
Τάκου και σε λίγο φτάνει, για φιλί και
για στεφάνι.
Πέτα σαΐτα μου γοργή χτύπα χρυσό μου
χτένι,
η ατέλειωτη Σαρακοστή μερόνυχτο να γένει.
η ατέλειωτη Σαρακοστή μερόνυχτο να γένει.
= = = = = = = = = = = = = = = = = = =
ΤΟ ΝΥΦΙΚΟ ΣΟΥ ΦΟΡΕΜΑ
Τραγούδι σε μουσική Γιώργου Μωράκη, στίχους Χρήστου
Γιαννακόπουλου, σε πρώτη εκτέλεση στα τέλη της δεκαετίας του ‘50 από τη
Μαριάννα Χατζοπούλου.
Το νυφικό σου φόρεμα θα το κεντήσω μ’
άστρα,
να σε θρονιάσω ρήγισσα στων ουρανών τα κάστρα.
να σε θρονιάσω ρήγισσα στων ουρανών τα κάστρα.
Οι πόθοι κι οι λαχτάρες μας θα ξεχυθούν
πλημμύρα,
σαν τ’ Απριλιού τα λούλουδα σαν του Μαγιού τα μύρα.
σαν τ’ Απριλιού τα λούλουδα σαν του Μαγιού τα μύρα.
Ταίρι μου γλυκό μου ταίρι φως μου
γαλανό,
με πας με την αγάπη σου ψηλά στον ουρανό.
ταίρι μου γλυκό μου ταίρι φως μου γαλανό,
με πας με την αγάπη σου ψηλά στον ουρανό.
με πας με την αγάπη σου ψηλά στον ουρανό.
ταίρι μου γλυκό μου ταίρι φως μου γαλανό,
με πας με την αγάπη σου ψηλά στον ουρανό.
Το νυφικό σου φόρεμα στολίδια θα ‘χει
χίλια,
δαντέλες από σύννεφα και πέπλο από κοχύλια.
δαντέλες από σύννεφα και πέπλο από κοχύλια.
Θα σ’ έχω σαν βασίλισσα, σ’ ανάκτορα
γαλάζια,
να σου φιλούν τα πόδια σουτης θάλασσας τ’ ατλάζια.
να σου φιλούν τα πόδια σουτης θάλασσας τ’ ατλάζια.
= = = = = = = = = = = = = = = = = = == = = =
ΤΟ ΦΙΛΗΜΑ [ΜΙΑ ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ ΑΓΑΠΗΣΑ]
Τραγούδι βασισμένο σε μελωδία ιταλικής καντάδας του 19ου
αιώνα. Η ελληνική παραλλαγή του τραγουδιού είναι βασισμένη στο ποίημα του
Γεωργίου Ζαλοκώστα «Το Φίλημα» που το εξέδωσε το 1851. Το τραγούδι
χρησιμοποιήθηκε στο δραματικό ειδύλλιο του Δημητρίου Κορομηλά «Ο Αγαπητικός της
Βοσκοπούλας» το έτος 1891, με πιθανότητα να έχει ενορχηστρώσει μουσικά το
κομμάτι ο Γεώργιος Λαμπίρης.
Περιγράφει τον έρωτα ενός 10χρονου αγοριού προς μια
μεγαλύτερη του.
Την αρχική μουσική ενορχήστρωση του κομματιού ενδέχεται
να την έχει κάνει και ο Παύλος Καρρέρ, διότι βάσει των πηγών, τον Απρίλιο του
1875 υπέβαλε οκτώ (8) τραγούδια στον "Ολυμπιακό Μουσικό Αγώνα" του
Ζαππείου Κληροδοτήματος, μέσα στα οποία περιλαμβάνεται και «Το φίλημα» του
Ζαλοκώστα.
Το τραγούδι έγινε ευρύτατα γνωστό και αγαπητό λόγω της
μεγάλης αποδοχής που είχε από το θεατρόφιλο κοινό. Το έτος 1903 τραγουδήθηκε
για πρώτη φορά στη Σεφαραδίτικη διάλεκτο από το ανέβασμα του δραματικού
ειδυλλίου του Κορομηλά στη Σμύρνη από εβραϊκό θίασο. Το έτος 1932 ανέβηκε η
κινηματογραφική εκδοχή του έργου, το κομμάτι ενορχήστρωσε ο Διονύσιος Λαυράγκας
και το τραγούδησε ο Δημήτριος Ζάχος
Ο Γεώργιος Ζαλοκώστας εννήθηκε το 1805 στο
Συρράκο Ιωαννίνων. Ωστόσο η τυραννία του Αλή πασά και η καταδίωξη του πατέρα
του, Χριστόφορου, από τους Τούρκους ανάγκασαν την οικογένεια του να καταφύγει
στο Λιβόρνο της Ιταλίας. Εκεί σπούδασε ελληνική και ιταλική φιλολογία και αργότερα
νομική, την οποία όμως δεν ολοκλήρωσε καθώς με την κήρυξη της Ελληνικής
Επανάστασης του 1821 εγκατέλειψε την Ιταλία και επέστρεψε στην Ελλάδα. Έλαβε
μέρος σε αρκετές μάχες εναντίον των Τούρκων, ενώ πήρε επίσης μέρος στην Έξοδο
του Μεσολογγίου.
Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στον Πύργο
Ηλείας, όπου είχαν καταφύγει η μητέρα και η αδερφή του. Μετά το θάνατο των
γονιών του, τους οποίους έχασε μέσα σε μία ημέρα, κατέφυγε στην Αθήνα.
Υπηρέτησε ως αξιωματικός του οικονομικού σώματος του στρατού. Ωστόσο έλαβε μέρος
σα μία συνωμοσία εναντίον τον Βαυαρών με σκοπό την παραχώρηση συντάγματος με
αποτέλεσμα ο Όθωνας να αποτρέψει κάθε πιθανότητα προαγωγής του.
Από το γάμο του το 1840 απέκτησε εννιά
παιδιά, από τα οποία επέζησαν μόλις τα δύο, γεγονός που τον συνέτριψε ψυχικά.
Πέθανε στις 3 Σεπτεμβρίου 1858. Το 1962 τοποθετήθηκε στα Ιωάννινα προτομή του.
Ο Γεώργιος Ζαλοκώστας χαρακτηρίστηκε
θερμός πατριώτης, περήφανος και αξιοπρεπής. Από πολλούς θεωρείται ο καλύτερος
ποιητής της εποχής του. Κοινή παραδοχή είναι επίσης ότι η ποίηση του
σημαδεύτηκε ανεξίτηλα από την οικογενειακή του τραγωδία. Ενδεικτικό είναι το
σχόλιο του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου, που τον χαρακτηρίζει «ποιητή του πατρικού
πόνου».
Η λογοτεχνική συνεισφορά του Γεώργιου
Ζαλοκώστα είναι ποικιλόμορφη. Δεχόμενος επιρροές τόσο από την Αθηναϊκή όσο και
από την Κερκυραϊκή Σχολή, συνέγραψε ποιήματα τόσο στην καθαρεύουσα όσο και τη
δημοτική. Πολλά από τα ποιήματά του είναι πατριωτικά, σε αυτά χρησιμοποίησε
κυρίως την καθαρεύουσα και άλλα πάλι λυρικά. Πολλά από τα μικρά λυρικά του
ποιήματα μελοποιήθηκαν. Ενδεικτικά αναφέρεται «Το φίλημα» (Μια βοσκοπούλα αγάπησα).
Άντλησε επίσης τη θεματολογία του από την τραγική οικογενειακή του κατάσταση.
Το 1851 πήρε το πρώτο βραβείο στο
Ράλλειο ποιητικό διαγωνισμό για το ποίημα του «Το Μεσολλόγιον». Αργότερα
βραβεύτηκε και για τις ποιητικές συλλογές του: «Αρματωλοί και κλέφται» και
«Ώραι Σχολής».
Αξιοποίησε επίσης την καλή γνώση της
ιταλικής γλώσσας μεταφράζοντας ποιήματα Ιταλών λογοτεχνών, όπως ο Ούγος
Φώσκολος και ο Τορκουάτο Τάσσο. Ασχολήθηκε ακόμη με τη ζωγραφική.Τα Άπαντά του
εκδόθηκαν ένα χρόνο μετά το θάνατό του.
Μια βοσκοπούλα αγάπησα μια ζηλεμένη
κόρη,
και την αγάπησα πολύ ήμουν αλάλητο πουλί,
ήμουν αλάλητο πουλί δέκα χρονών αγόρι.
και την αγάπησα πολύ ήμουν αλάλητο πουλί,
ήμουν αλάλητο πουλί δέκα χρονών αγόρι.
Μια μέρα που καθόμαστε στα χόρτα τ’
ανθισμένα,
Μάρω ένα λόγο θα σου πω Μάρω της είπα σ’ αγαπώ,
Μάρω της είπα σ’ αγαπώ τρελαίνομαι για σένα.
Μάρω ένα λόγο θα σου πω Μάρω της είπα σ’ αγαπώ,
Μάρω της είπα σ’ αγαπώ τρελαίνομαι για σένα.
Από τη μέση μ’ άρπαξε με φίλησε στο
στόμα,
και μου ‘πε για αναστεναγμούς για της αγάπης τους καημούς,
για της αγάπης τους καημούς είσαι μικρός ακόμα.
και μου ‘πε για αναστεναγμούς για της αγάπης τους καημούς,
για της αγάπης τους καημούς είσαι μικρός ακόμα.
Μεγάλωσα και τη ζητώ μ’ άλλον ζητάει η
καρδιά της,
και με ξεχνάει τ’ ορφανό εγώ όμως δεν το λησμονώ,
εγώ όμως δεν το λησμονώ ποτέ το φίλημά της.
και με ξεχνάει τ’ ορφανό εγώ όμως δεν το λησμονώ,
εγώ όμως δεν το λησμονώ ποτέ το φίλημά της.
= = = = =
= = = = =
= =
Κώστας Κρυστάλλης
Γεννήθηκε το 1868
στο Συρράκο της Ηπείρου. Ο πατέρας
του, πλούσιος αρχοντάνθρωπος με πατριωτικό
ενθουσιασμό, υπήρξε ευεργέτης της περιοχής.
Έτσι έζησε τα πρώτα παιδικά του
χρόνια σε άνετο περιβάλλον και έλαβε
όλα τα απαραίτητα εφόδια για να προετοιμάσει
τις δικές του φιλοδοξίες. Το 1880, μετά
την αποφοίτησή του από το Δημοτικό,
έχασε τη μητέρα του και έτσι
αναγκάστηκε να μετακομίσει στα Γιάννενα
κοντά στον πατέρα του. Η πρώτη μαθητική
περίοδος του Κρυστάλλη στα Γιάννενα τοποθετείται
στη περίοδο 1880-83 οπότε τελείωσε το
Ελληνικό Σχολείο στη Ζωσιμαία. Η μετατόπισή
του στο κέντρο της λογιωτάτης αγωγής της
πόλης δεν τον έκανε να ξεκόψει από
την πηγή της λαϊκής παράδοσης. Μέσα
του εξακολουθεί να υπάρχει το Βλαχικό
στοιχείο της καταγωγής του. Είναι Βλάχος
και το καμαρώνει, αλλά και Έλληνας
και το διακηρύττει.
Το 1882 ξαναπαντρεύεται ο πατέρας του και
τότε γράφει το πρώτο του ποίημα « Αι
Οδύναι μου». Το 1885 κυκλοφορεί η συλλογή
του « Αι σκιαί του Άδου», που στρεφόταν
εναντίον της Τουρκικής κυριαρχίας και έγινε
η αφορμή να τον διώξουν από την
Ήπειρο. Έτσι εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Στην
Αθήνα έζησε μέσα σε ένα κλίμα δυσπραγίας
και άγνοιας, αφού εν τω μεταξύ υπήρξε
και μεγάλη οικονομική κάμψη της οικογένειας
Κρυστάλλη και οι Εθνικοί τίτλοι και η
δράση του Πατέρα του, χάθηκαν μέσα
στη γενική αδιαφορία. Απεγνωσμένα ζήτησε βοήθεια,
τόσο από το Υπουργείο όσο και από
πλούσιους συμπατριώτες του, για ενίσχυση των
σπουδών του, αλλά όλες του οι
προσπάθειες απέβησαν άκαρπες. Για να ζήσει
έκανε διάφορες δουλειές για να απολυθεί
τελικά το 1893. Μετά την απόλυσή του,
προσβλήθηκε από φυματίωση και πέθανε το
1894 σε ηλικία μόλις 26 ετών.
Ζώντας μέσα στις
κακουχίες σμηλεύει τον «Σταυραητό», ένα σπουδαίο
ποιητικό έργο, μέσα στον οποίο
καθρεφτίζεται ολάκερος ο εαυτός του.
Η κυρίως ποιητική
παραγωγή του συγκεντρώνεται στις δύο
ποιητικές του συλλογές, στα « Αγροτικά» που
επαινέθηκαν στον 2ο Φιλαδέλφειο διαγωνισμό
του 1890 και « Ο Τραγουδιστής του
χωριού και της στάνης» που και αυτό
επαινέθηκε το 1892. Και οι δύο συλλογές
του είναι βαθιά επηρεασμένες από το
δημοτικό τραγούδι. Ο Κρυστάλλης στιχούργησε και
τραγούδησε ακέραιο τον Αγροτικό πολιτισμό
στη γλώσσα των δημοτικών τραγουδιών.
Έγραψε και πολλά άλλα ποιήματα («
Ο Καλόγηρος της κλεισούρας του Μεσολογγίου», «Η
ποθοπλανταγμένη», « Ο Τρύγος», «Το φάντασμα», «Το τραγούδι του αργαλειού», « Ο
Σκάρος», «Το κέντημα του μαντιλιού», «Τραγούδι κλέφτικο», «Τραγούδι της
Ξενιτιάς», «Ο ετοιμοθάνατος βοσκός», «Η παραγγελία», «Η πρώτη αγάπη», «Εις ένα
αστέρι», «Το όνειρον», «Αι αναμνήσεις», «Πώς να σε λησμονήσω» κ.ά.)
όπως και πεζογραφήματα. Το πεζογραφικό έργο
του Κρυστάλλη αποτελείται από ένα ικανό
αριθμό εκλεκτών διηγημάτων, τα οποία
μπορούμε να τα ονομάσουμε και πεζά
τραγούδια όπως η « Βλαχούλα», η « Δασκάλα», η « Ψωμοπάτη» (το μοναδικό
Θεατρικό του), η « Περδικομάτα» κ.ά. Ο Κρυστάλλης είναι ο
λυγερόφωνος τραγουδιστής που ξεκίνησε από
το Συρράκο της Ηπείρου, αρματωμένος με
τη μικρή σιδερένια φλογέρα του για να
τραγουδήσει την ξενιτιά, τον έρωτα, την Πατρίδα,
το βουνό, τη ρεματιά, το θάνατο, τη ζωή.
Στον Κόσμο αυτόν
έδωκε, με τους μετρημένους του στίχους,
ρυθμική πρωτόφαντη χάρη, που φθάνει ως
την επική μεγαλοπρέπεια.
Φίλιππος Αθ. Οικονόμου
Δημοτικοφανή Τραγούδια
από το ποιητικό έργο του Κώστα Κρυστάλλη
Ο Γέρος Καρβανάρος, Η Ποθοπλαντασμένη, Στο Σταυραετό, Το
Φάντασμα, Το τραγούδι του Αργαλειού, Τραγούδι Κλέφτικο, Ο ετοιμοθάνατος Βοσκός
και Η Παραγγελία.
Χαρείτε ένα απόσπασμα από το καλύτερό του ποίημα, τον
«Σταυραετό»
"Θέλω τ᾿ ἀψήλου ν᾿ ἀνεβῶ ν᾿ ἀράξω θέλω, ἀητέ
μου,
μέσ᾿ στὴν παλιά μου κατοικιά, στὴν πρώτη τὴ φωλιά μου,
Θέλω ν᾿ ἀράξω στὰ βουνά, θέλω νὰ ζάω μ᾿ ἐσένα.
Θέλω τ᾿ ἀνήμερο καπρί, τ᾿ ἀρκούδι, τὸ πλατόνι,
καθημερνή μου κι ἀκριβὴ νὰ τἄχω συντροφιά μου.
Κάθε βραδούλα, κάθε αὐγή, θέλω τὸ κρύο τ᾿ ἀγέρι
νἄρχεται ἀπὸ τὴν λαγκαδιά, σὰν μάνα, σὰν ἀδέρφι
νὰ μοῦ χαϊδεύει τὰ μαλλιὰ καὶ τ᾿ ἀνοιχτά μου στήθη.
Θέλω ἡ βρυσούλα, ἡ ρεματιά, παλιὲς γλυκές μου ἀγάπες
νὰ μοῦ προσφέρνουν γιατρικὸ τ᾿ ἀθάνατα νερά τους.
Θέλω τοῦ λόγγου τὰ πουλιὰ μὲ τὸν κελαϊδισμό τους
νὰ μὲ κοιμίζουν τὸ βραδύ, νὰ μὲ ξυπνοῦν τὸ τάχυ.
Καὶ θέλω νἄχω στρῶμα μου, νἄχω καὶ σκέπασμά μου
τὸ καλοκαίρι τὰ κλαδιὰ καὶ τὸν χειμώ᾿ τὰ χιόνια.
Κλωνάρια ἀπ᾿ ἀγριοπρίναρα, φουρκάλες ἀπὸ ἐλάτια
θέλω νὰ στρώνω στοιβανιὲς κι ἀπάνου νὰ πλαγιάζω,
ν᾿ ἀκούω τὸν ἦχο τῆς βροχῆς καὶ νὰ γλυκοκοιμιέμαι.
Ἀπὸ ἡμερόδεντρον ἀητέ, θέλω νὰ τρώω βαλάνια,
θέλω νὰ τρώω τυρὶ ἀλαφιοῦ καὶ γάλα ἀπ᾿ ἄγριο γίδι.
Θέλω ν᾿ ἀκούω τριγύρω μου πεῦκα κι ὀξιὲς νὰ σκούζουν,
θέλω νὰ περπατῶ γκρεμούς, ῥαϊδιά, ψηλὰ στεφάνια,
θέλω κρεμάμενα νερὰ δεξιὰ ζερβιὰ νὰ βλέπω.
Θέλω ν᾿ ἀκούω τὰ νύχια σου νὰ τὰ τροχᾶς στὰ βράχια,
ν᾿ ἀκούω τὴν ἄγρια σου κραυγή, τὸν ἴσκιο σου νὰ βλέπω.
Θέλω, μὰ δὲν ἔχω φτερά, δὲν ἔχω κλαπατάρια,
καὶ τυραννιέμαι, καὶ πονῶ, καὶ σβυιέμαι νύχτα μέρα.
Παρακαλῶ σε, σταυραητέ, γιὰ χαμηλώσου ὀλίγο
καὶ δῶσ᾿ μου τὲς φτεροῦγες σου καὶ πάρε με μαζί σου,
πάρε με ἀπάνου στὰ βουνά, τὶ θὰ μὲ φάῃ ὁ κάμπος!"
μέσ᾿ στὴν παλιά μου κατοικιά, στὴν πρώτη τὴ φωλιά μου,
Θέλω ν᾿ ἀράξω στὰ βουνά, θέλω νὰ ζάω μ᾿ ἐσένα.
Θέλω τ᾿ ἀνήμερο καπρί, τ᾿ ἀρκούδι, τὸ πλατόνι,
καθημερνή μου κι ἀκριβὴ νὰ τἄχω συντροφιά μου.
Κάθε βραδούλα, κάθε αὐγή, θέλω τὸ κρύο τ᾿ ἀγέρι
νἄρχεται ἀπὸ τὴν λαγκαδιά, σὰν μάνα, σὰν ἀδέρφι
νὰ μοῦ χαϊδεύει τὰ μαλλιὰ καὶ τ᾿ ἀνοιχτά μου στήθη.
Θέλω ἡ βρυσούλα, ἡ ρεματιά, παλιὲς γλυκές μου ἀγάπες
νὰ μοῦ προσφέρνουν γιατρικὸ τ᾿ ἀθάνατα νερά τους.
Θέλω τοῦ λόγγου τὰ πουλιὰ μὲ τὸν κελαϊδισμό τους
νὰ μὲ κοιμίζουν τὸ βραδύ, νὰ μὲ ξυπνοῦν τὸ τάχυ.
Καὶ θέλω νἄχω στρῶμα μου, νἄχω καὶ σκέπασμά μου
τὸ καλοκαίρι τὰ κλαδιὰ καὶ τὸν χειμώ᾿ τὰ χιόνια.
Κλωνάρια ἀπ᾿ ἀγριοπρίναρα, φουρκάλες ἀπὸ ἐλάτια
θέλω νὰ στρώνω στοιβανιὲς κι ἀπάνου νὰ πλαγιάζω,
ν᾿ ἀκούω τὸν ἦχο τῆς βροχῆς καὶ νὰ γλυκοκοιμιέμαι.
Ἀπὸ ἡμερόδεντρον ἀητέ, θέλω νὰ τρώω βαλάνια,
θέλω νὰ τρώω τυρὶ ἀλαφιοῦ καὶ γάλα ἀπ᾿ ἄγριο γίδι.
Θέλω ν᾿ ἀκούω τριγύρω μου πεῦκα κι ὀξιὲς νὰ σκούζουν,
θέλω νὰ περπατῶ γκρεμούς, ῥαϊδιά, ψηλὰ στεφάνια,
θέλω κρεμάμενα νερὰ δεξιὰ ζερβιὰ νὰ βλέπω.
Θέλω ν᾿ ἀκούω τὰ νύχια σου νὰ τὰ τροχᾶς στὰ βράχια,
ν᾿ ἀκούω τὴν ἄγρια σου κραυγή, τὸν ἴσκιο σου νὰ βλέπω.
Θέλω, μὰ δὲν ἔχω φτερά, δὲν ἔχω κλαπατάρια,
καὶ τυραννιέμαι, καὶ πονῶ, καὶ σβυιέμαι νύχτα μέρα.
Παρακαλῶ σε, σταυραητέ, γιὰ χαμηλώσου ὀλίγο
καὶ δῶσ᾿ μου τὲς φτεροῦγες σου καὶ πάρε με μαζί σου,
πάρε με ἀπάνου στὰ βουνά, τὶ θὰ μὲ φάῃ ὁ κάμπος!"