«Πιστοποιητικό ζωής»

Σπαράγματα από το πρώτο μου μυθιστόρημα: «Πιστοποιητικό ζωής»

Δεν μπορείς να πηδήξεις έξω από τον ίσκιο σου

Αθήνα…
Μάνα και κόρη – πάντα μαζί – σ’ ένα άνετο και περιποιημένο διαμέρισμα μιας πολυκατοικίας στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Το όνειρο που είχε από παιδί η Μαρούσκα έγινε πραγματικότητα. Τώρα παρακολουθεί τη Σχολή Θεάτρου. Η υγεία της μητέρας της έχει κλονιστεί και χρειάζεται ιατρική παρακολούθηση, καθότι… ου γαρ έρχεται μόνον… Οι δύο γυναίκες κάθονται στην τραπεζαρία και παίρνουν τον καφέ τους, που με τόση φροντίδα ετοίμασε το Φουλιώ. Το «All kinds of everything» έχει κερδίσει το 1ο Βραβείο σε Φεστιβάλ Τραγουδιού και ακούγεται για πολλοστή φορά από το στερεοφωνικό. Το ραδιόφωνο το Philips είχε αφεθεί στο Βόλο, εκεί ψηλά στη θέση του, είχαν καεί και κάτι λάμπες – όπως είπε ο τεχνικός , που είχαν καλέσει για να το επιδιορθώσει - και έτσι απόμεινε βουβό, "μια εικαστική παρέμβαση" στο χώρο. Δεν ήταν κι άσχημο, έδενε με το όλο περιβάλλον.

Η Μαρούσκα ανάβει ένα τσιγάρο και το καπνίζει νωχελικά, απολαμβάνοντάς το. Η κυρία Χρυσή δεν συμφωνεί μ’ αυτό και μόνο για λόγους υγείας. Εκτίμησε αρκούντως την ειλικρίνεια της κόρης της να την ενημερώσει, ότι άρχισε να καπνίζει και όχι να το μάθαινε από τρίτους καλοθελητές. Παρατηρεί το σπλάχνο της με καμάρι, ενώ το «Bridge over troubled water» συνοδεύει τις τρυφερές της σκέψεις. Δεσποινίς πια, άνετα ντυμένη σύμφωνα με τις επιταγές της μόδας των νέων, επηρεασμένη από την Ινδία, με μια επιμελημένη· ατημελησία. Πολύ μακριά καστανά ίσια μαλλιά και μαύρα μάτια, λεπτά δάχτυλα που έχουν ένα μοναδικό τρόπο να κρατούν το τσιγάρο ή να συνοδεύουν τα λόγια. «Εκλεπτυσμένο πλάσμα· πράγματι», σκέφτηκε.

− Πώς πάει το θέατρο; ρωτάει την κόρη της.
− Θαύμα! Τα μαθήματα είναι πολύ ενδιαφέροντα και οι καθηγητές συναρπαστικοί με τον τρόπο, που διδάσκουν. Νοιώθω να μαθαίνω την ίδια τη ζωή. Τελικά, μαμά, ξέρεις τι καταλαβαίνω; Για να μπεις στο πετσί του κάθε ρόλου, πρέπει να μπορείς να καταλαβαίνεις τον ψυχισμό του ήρωα. Να γίνεσαι γιατρός, καθηγητής, παπλωματάς, αμαξάς, πόρνη, φόνισσα…
− Κι όλα αυτά τα πέτυχες με το αδιάκοπο διάβασμα, ειδικά της Λογοτεχνίας, αλλά και με την παρατήρηση.
− Μμ… ναι… είναι όπως στη μουσική. Δεν μ’ ενδιαφέρει τόσο το όλο έργο αλλά τα μαγικά ηχάκια, που κάνουν το κομμάτι να χει αυτό το κάτι, που το κάνει ανεπανάληπτο. Αυτές οι περίεργες συγχορδίες…
− Όπως και η τελευταία πινελιά του ζωγράφου, συνεχίζει η κυρία Χρυσή. Το τελικό σμίλευμα στο γλυπτό και η αντικατάσταση μιας λέξης από την καινούργια κατάλληλη στο γραπτό. Δε θα καταλάβεις τίποτε από τη ζωή, αν δεν τη παρατηρείς κάθε στιγμή, κάθε λεπτό. Στις συζητήσεις των ανθρώπων να προσέχεις τις κουβέντες τους · γιατί λένε αυτό - έτσι όπως το λένε - κι’ όχι το άλλο , ή πώς το λένε… Τις εκφράσεις τους και κυρίως τις κινήσεις των χεριών.
− Ναι… ναι… Μας έλεγε τις προάλλες ο καθηγητής, ότι , όταν βλέπετε ανθρώπους με ρυτίδες, αυτό σημαίνει ότι έζησαν. Γέλασαν από καρδιάς (να φοβάστε τον άνθρωπο εκείνον, που, όταν γελάει, κινείται μόνο το στομάχι του), μόρφασαν από πόνο ή δυσαρέσκεια· έκρυψαν τα πάθη τους - κι’ αυτό κάνει ρυτίδες - θύμωσαν.
Και το Φουλιώ άκουγε απορημένο, χωρίς να καταλαβαίνει, αλλά της άρεζε.

Παύση για μια γουλιά καφέ και μια ρουφηξιά τσιγάρο.
− Μαρούσκα μου, να θυμάσαι πάντα αυτό που θα σου πω. Ο ανταγωνισμός είναι για τα άλογα στον ιππόδρομο, όχι για τους καλλιτέχνες.
− Καλά όλα αυτά, μαμά, αλλά πρέπει να φύγω. Θ’ αργήσω στη Σχολή. Άκου, μη με περιμένεις για το μεσημέρι. Θα τσιμπήσω κάτι πρόχειρα έξω. Έχω ραντεβού και με τον Αλέξανδρο. Έλα, γεια σου, σε φιλώ.

...

Ο Αλέξανδρος Τοξόπουλος είναι γεωπόνος. Κατάγεται από ένα χωριό της Καρδίτσας. Μερικά χρόνια μεγαλύτερός της, με ωραίο παράστημα, γαλανά μάτια και ερευνητικό βλέμμα. Είναι ένας άντρας με βαθιά μόρφωση, πηγαίο χιούμορ, σύνεση και μέτρο. Η χροιά της φωνής του ζεστή και βελούδινη καθώς και το καταλυτικό του χιούμορ είναι τα στοιχεία που τρελαίνουν τη Μαρούσκα. Τη λατρεύει και κάθε φορά που συναντιούνται της ψιθυρίζει: «Δεν είμαι   ε γ ώ   χωρίς εσένα». Το παρελθόν του γεμάτο καταιγίδες και μπόρες που όμως αφήσανε πίσω τους μια καρδιά γλυκιά σαν ουράνιο τόξο.

Πριν λίγα χρόνια, χειμωνιάτικο βράδυ στο πατρικό σπίτι του Αλέξανδρου. Ημίφως στο γεμάτο βιβλία και δίσκους βινυλίου δωμάτιο. Είναι καθισμένοι οκλαδόν στην κατακόκκινη φλοκάτη και πίνουν μυρωδάτο κρασί, ενώ το Τρίτο Πρόγραμμα μεταδίδει αφιέρωμα στον George Gershwinn με το «Porgy and Bess». Τα δαχτυλίδια του καπνού παίρνουν μαζί τους και τις σκέψεις. Ο Αλέξανδρος λατρεύει την ποίηση· την θεωρεί ως την ιερή ενσάρκωση του χαμόγελου. Της απαγγέλλει ποιήματα και εκείνη το εισπράττει ως προπομπό για τη σχέση, που… έρχεται. «…και τι φρικτή η μέρα που ενδίδεις (η μέρα που αφέθηκες κι ενδίδεις)… Και συ τα δέχεσαι με απελπισία αυτά τα πράγματα που δεν τα θέλεις. Άλλα ζητεί η ψυχή σου, γι’ άλλα κλαίει…», απαγγέλλει τη «Σατραπεία» του Καβάφη και η φωνή του χρωματίζεται έντονα στον τελευταίο στίχο. Ή λίγο αργότερα με τον τρόπο του, της στέλνει τρυφερά μηνύματα με τον Οκτάβιο Παζ και τα «Δυο κορμιά».

Δυο κορμιά αντικριστά
είναι κάποτε δυο κύματα
κι είναι η νύχτα ωκεανός
Δυο κορμιά αντικριστά
είναι κάποτε δυο πέτρες
κι είναι η νύχτα έρημος
Δυο κορμιά αντικριστά
είναι ρίζες κάποτε
μες τη νύχτα βυθισμένες
Δυο κορμιά αντικριστά
είναι κάποτε μαχαίρια
κι είναι η νύχτα αστραπή
Δυο κορμιά αντικριστά
είναι δύο πεφταστέρια
σ’ έναν άδειο ουρανό.

Εκείνη είναι παγιδευμένη στις σκέψεις. Θέλει να γελάσει για να νοιώσει ελεύθερη, να πάρει θάρρος να του μιλήσει, να του πει, να του πει, να του πει… Ακούει την υγρή φωνή του σαν ηχώ. Κλείνει τα μάτια, παίρνει δύναμη, τινάζει το κεφάλι προς τα πίσω, ανοίγει τα μάτια , σβήνει το τσιγάρο, εκείνος παύει. Απλώνεται μια φλύαρη σιωπή. Του πιάνει το χέρι και παίρνει δύναμη.

...

«Για να ανακαλύψεις νέες στεριές, χρειάζεσαι πρώτα το κουράγιο να χάσεις το λιμάνι από τα μάτια σου.»

Ο Αλέξανδρος και η Μαρούσκα αποφάσισαν να ενώσουν τις ζωές τους ενώπιον Θεού και ανθρώπων. Πήγαν οι δυο τους σε κάποιο εξοχικό κέντρο στην Καρδίτσα και πέρασαν τα δαχτυλίδια. Θέλησαν να κάνουν αυτή τη μέρα μόνο για εκείνους και να τη θυμούνται με γλυκιά νοσταλγία. Η Μαρούσκα δεν ήθελε να φορέσει νυφικό στο γάμο της. Προτίμησε ένα απλό ολομέταξο ταγιέρ σε κοκκαλί χρώμα με παπούτσια παρεμφερούς χρώματος και καπέλο με κυματιστό γείσο. Έτσι αποφάσισε να το ράψει από νωρίς και να μην το αφήσει για την τελευταία στιγμή. Όταν το πήγε σπίτι και το φόρεσε, η κυρία Χρυσή άνοιξε διάπλατα τα μάτια από θαυμασμό και είπε: «Θα γίνεις καταπληκτική νύφη. Και τι πρωτοτυπία! Όλοι θα μείνουν με ανοιχτό το στόμα, επειδή είναι συνηθισμένοι στις παραδοσιακές νύφες. Να ζήσεις ευτυχισμένη, παιδάκι μου, και να τιμήσεις τον άντρα σου και τ’ όνομά μας . Η ζωή σας να είναι φωτεινή σαν το Χριστό και ήρεμη σαν την ειρήνη».

Το Φουλιώ δίπλα, όπως πάντα στην κυρία Χρυσή, έδειξε με χαρούλες το πόσο της άρεσε το νυφικό ταγιέρ…

...

Γυρίζοντας από ένα ταξίδι τους στο Βόλο, βρήκαν την κυρία Χρυσή πολύ καταβεβλημένη. Χρειάστηκε να την μεταφέρουν στο νοσοκομείο. Ξετρελαμένη από πόνο η Μαρούσκα ρωτούσε με αγωνία τον Αλέξανδρο: «Θα τη χάσω;» και κείνος την κοίταζε εύγλωττα χωρίς να της αποκρίνεται. Προσπαθούσε να την κάνει να αντιληφθεί από μόνη της, ότι πλησίαζε το τέλος της κυρίας Χρυσής. Γνώριζε το δέσιμο των δύο γυναικών και τρόμαζε στη σκέψη του χωρισμού τους. Ανησυχούσε για τη Μαρούσκα, αλλά πίστευε, πως ήταν η ώρα να αντιμετωπίσει κι’ άλλη σκληρή όψη της ζωής. Ότι οι φτερούγες προστασίας της μαμάς είχαν κλείσει και ότι την αφήνει μόνη στον κόσμο. Το αλαφροΐσκιωτο Φουλιώ διαισθάνθηκε το κακό που ερχόταν και βλέποντας την αγωνία της Μαρούσκας της είπε, χαϊδεύοντάς της την πλάτη:
– Μη στεναχωριέσαι, μου βρήκαν και μένα, ότι έχω ουροξύ…
Αλλά διόλου δεν την έπεισε αυτή της η προσπάθεια. Εξάλλου η ψυχή της ήταν περίλυπη και ένοιωθε, πως δεν θα μπορούσε να συνεχίσει τη ζωή της χωρίς την κυρία Χρυσή.

Δεν άντεξε η κόρη της να της κλείσει τα μάτια· αυτό το έκανε η εξαδέλφη της και πολυαγαπημένη ανηψιά της μητέρας της, η αρχαιολόγος Ειρήνη Ιωάννου. Βλέποντας την κυρία Χρυσή νεκρή στο κρεβάτι, ήθελε να πιστέψει , ότι κοιμάται. Αντικρίζοντάς την όμως στο φέρετρο συνειδητοποίησε, ότι είναι πεθαμένη. Σαν ένα τεράστιο κομμάτι ακατέργαστου μάρμαρου έπεσε η σιωπή στο χώρο, στην ψυχή, στη ζωή της. Άραγε, πόσες φορές μπορείς να χάσεις την ευτυχία σου; Η πρώτη φορά ήταν που η Μαρούσκα την έχασε με τη γέννησή της. Η επόμενη φορά ήταν τώρα. «Όλα φαίνονται ερημωμένα· κι’ όμως ένας άνθρωπος είναι που λείπει. Υπήρξε πιο μεγάλη κι’ από τη ζωή. Δεν υπάρχει πιο ψηλό σημείο για ν’ ανέβει», σκέφτεται. Η ψυχή της έλειωνε από πόνο. Το κενό ήταν τεράστιο και πλήρες. Έφυγε για να συναντήσει τον αγαπημένο της Φίλιππο - και το πίστευε ακράδαντα αυτό. Ήταν η χαρά, που περίμενε από τον θάνατό της. Έφυγε σεβαστή, αγαπημένη, λατρεμένη, ακριβή και αναντικατάστατη.

Τα απογεύματα, σχεδόν καθημερινά, η Μαρούσκα με συντροφιά το Φουλιώ, πήγαινε στο νεκροταφείο για να έχει συντροφιά το αναμμένο κεράκι. Θυμόταν τα λόγια του καθηγητή της στη Σχολή Θεάτρου, όταν ανέλυσαν τον «Ματωμένο Γάμο» του Λόρκα ή τους «Μυστικούς αρραβώνες» του Ξενόπουλου: «Πολιτισμός σημαίνει συναναστροφή με τους νεκρούς». Καθισμένη στο διπλανό μνήμα χάιδευε με το βλέμμα το σταυρό, το κάτασπρο χαλίκι επάνω στον τάφο, τη φροντίδα της Φουλιώς για τα λουλούδια στο ανθοδοχείο και της αφιέρωνε μουρμουρίζοντας , το γεμάτο λυρισμό και ευαισθησία ποίημα του μπαμπά της: «Μελαγχολία δειλινού»

Πόσο σφοδρά ποθεί η ψυχή μου
την ώρα αυτή του δειλινού
να φτερουγίσει, ν’ αγκαλιάσει
τους μενεξέδες τ’ ουρανού

και αιώνιο ταίρι τους να γίνει
κι’ από τη γης να ξεγραφτεί
και θύμηση ούτε μια να μείνει
στ’ απόβαθά της… απ’ αυτή…

Σκεφτόταν τα μάτια τα κλειστά που νοιώθουν, τα μάτια που συγχωρούν. Και το Φουλιώ έκλαιγε απαρηγόρητο… Έκλαιγε για όλους όσους είχε χάσει: μάνα, πατέρα, αρραβωνιαστικό, την Χρυσή και για τη ζωή της ολάκερη…

...

Ο γάμος έγινε Ιούλιο μήνα. Εκείνη ήθελε να πάει με τον Αλέξανδρο στην εκκλησία μιας και δεν υπήρχαν πατέρας ή αδερφός να την συνοδεύσουν. Όμως εκείνος ξεκίνησε από το πατρικό του στο χωριό και η Μαρούσκα βρέθηκε μισή ώρα πριν το γάμο της να είναι μόνη στο σπίτι, να ετοιμάζεται, ενώ ακούγεται το εξαίσιο: «Somewhere over the rainbow». Μέσα στην απελπισία της σταυροκοπιέται. «Δεν είμαι τίποτα εγώ; Τόση εγκατάλειψη…» Και δεν προλαβαίνει να αποσώσει τη σκέψη της· ο Αχιλλέας Νοταράς, συμβολαιογράφος, ο αδελφός του πατέρα της, ανεβαίνει γρήγορα τα σκαλοπάτια του πρώτου ορόφου του σπιτιού. Υπήρξε άτυχος στη ζωή του, αφού είχε χάσει τη γυναίκα του, πριν ακόμη προλάβει να του χαρίσει ένα παιδί. «Μιας και δεν έχει παιδί να το συνοδέψει κάποτε στην εκκλησία, ας γίνει με το παιδί του αδελφού του» σκέφτηκε η Μαρούσκα. Στην απροσδόκητη πρόταση, εκείνος δέχτηκε με χαρά και με αμηχανία.

Όλοι οι συγγενείς ήλθαν να την τιμήσουν αλλά και για να μη νοιώσει μόνη στην ωραιότερη μέρα της ζωής της. Η αρχαιολόγος δεν έφυγε στιγμή από το πλάι της Μαρούσκας· της συμπαραστάθηκε όσο κανείς άλλος. Και εκείνη ένοιωθε, πως ήταν δίπλα της η κυρία Χρυσή. Πόσο έντονη απουσία! Τελειώνοντας το μυστήριο και αφού πέρασαν πεθερικά, κουνιάδια, συγγενείς και φίλοι να τη συγχαρούν και να της ευχηθούν, γυρίζοντας πλάτη προς την Ωραία Πύλη, στην πορεία προς την έξοδο, για πρώτη φορά στη ζωή της ένοιωσε απόλυτη εγκατάλειψη. «Δεν υπάρχει κανείς από το αίμα μου» σκέφτηκε. Όμως νοιώθοντας την παρουσία του Αλέξανδρου δίπλα της, γαλήνεψε. «Ο μοναδικός δικός μου άνθρωπος, οι αναμνήσεις και η ελπίδα για τα μελλούμενα υπάρχουν» συλλογίστηκε. Και κρατώντας τον σφιχτά από το μπράτσο ξεκίνησε για μια καινούργια ζωή.

Γλυκιά εποχή

Σεπτέμβρης του 196… Απογευματάκι. Τυπικός επαρχιακός δρόμος, κεντρικός στo Βόλο. Ένα διώροφο αρχοντικό σπίτι δεσπόζει των τριγύρω χαμόσπιτων. Καμωμένο από πέτρα, σε καταπληκτική αρχιτεκτονική, με κήπο φυτεμένο με χρυσάνθεμα, πυράκανθους, τριανταφυλλιές, κρίνους, μια λεμονιά και άκρη-άκρη δίπλα στη μικρή βρύση ορθώνει το παράστημά της η ροδακινιά. Στο βάθος του κήπου και σχεδόν απέναντι από τη μαύρη σιδερένια πόρτα του μιαν αυλή στρόγγυλη και στην άκρη της ξεχασμένη πια η τουλούμπα. Η εξωτερική σκάλα οδηγεί στη βεράντα του επάνω ορόφου. Σε κάθε σκαλοπάτι - αριστερά και δεξιά - υπάρχουν κατακόκκινες περιποιημένες γλάστρες, όπου έχουν φυτέψει λογής-λογής λουλούδια. Ανεβαίνοντας τη σκάλα της αυλής και κατά μήκος της βεράντας τρεις μεγάλες μπαλκονόπορτες μαρτυρούν ότι τα δωμάτια είναι ψηλοτάβανα. Η μία πόρτα είναι της κουζίνας, η άλλη της τραπεζαρίας και η τρίτη της κρεβατοκάμαρας, απ’ όπου η μικρούλα της ιστορίας μας έβλεπε τις εποχές να περνούν παρακολουθώντας τον κύκλο της ζωής της ροδακινιάς. Πόσο γλυκιά η εποχή που άνθιζε και τα λευκορόδινα ανθάκια της την καλημέριζαν, όταν ξυπνούσε, της χάριζαν συντροφιά την ημέρα και την καληνύχτιζαν σαν έσβηνε το φως το βράδυ. Έβλεπε τις τέσσερις εποχές να περνούν. Τα φύλλα να πέφτουν το φθινόπωρο και τα λουλούδια ν’ ανθίζουν την άνοιξη. Υπήρχαν κήποι, δέντρα και γλάστρες στις αυλές των σπιτιών· της άρεζε τόσο η μυρωδιά του ποτισμένου χώματος.

Υπάρχει και η "καλή" εξώπορτα του σπιτιού, ξύλινη, βαριά, έχοντας καρφωμένη πάνω της μια ταμπέλα που γράφει : «Φίλιππος Νοταράς – Εισαγγελεύς». Έχει πεθάνει πια, μα η χήρα του, δασκάλα στο επάγγελμα, τώρα συνταξιούχος, την αφήνει έτσι και θα την κρατήσει μέχρι το τέλος της ζωής της χωρίς να τη βγάλει. Αυτή της την επιθυμία θα σεβαστεί και η κόρη τους, Μαρούσκα.

Η μικρή τελειώνει το Δημοτικό Σχολείο, μαθαίνει Αγγλικά, Γαλλικά και Μουσική αλλά η μεγαλύτερη αδυναμία της είναι το Θέατρο. Είναι πολύ καλός χαρακτήρας· πειθαρχημένο παιδί, "ζωντανό". Έχει πολύ μακριά καστανά μαλλιά και έξυπνο μουτράκι. Κυριολεκτικά λατρεύει τη μητέρα της, η οποία, με τη σειρά της, είναι μια αρχοντογυναίκα· πάντα περιποιημένη, παρόλο βουτηγμένη στα μαύρα, με τα γκριζόμαυρα μαλλιά της κοντοκομμένα και καλοχτενισμένα. Ένα κραγιόν σε χρώμα σάπιου μήλου δίνει κάποιο τόνο στο κουρασμένο της πρόσωπο και ένα διαφανές βερνίκι στα νύχια τονίζει τα καλοφτιαγμένα της δάχτυλα. «Οι γυναίκες πρέπει να είναι περιποιημένες και οι άνδρες περιποιητικοί», υποστήριζε. Υπήρξε εξαιρετική παιδαγωγός, διαβασμένος άνθρωπος. «θηλυκός Παπαδιαμάντης» όπως την αποκαλούν. Αν και όπως λέει η ίδια: «εγώ ανήλθα μέσω του ανδρός μου».

Η Μαρούσκα βρίσκεται στην τραπεζαρία καθισμένη στο μεγάλο γραφείο του πατέρα της. Διαβάζει τα μαθήματα της επόμενης μέρας. Βιβλία ξενόγλωσσα, παρτιτούρες και σχολικά αραδιασμένα παντού. Κάπου ανάμεσα βλέπουμε τη φωτογραφία του και το επιτραπέζιο ημερολόγιό του ανοιχτό πάντα, σε κάποιο μήνα, κάποιας μέρας του 1950… Και μικρότερη που ήταν η Μαρούσκα δεν πείραζε καθόλου τη φωτογραφία και το ημερολόγιο από τη θέση τους, ούτε ακόμα κι’ αυτή τη σελίδα, ανοιχτή σε κάποιο μήνα, κάποιας μέρας του 1950…

Η πήλινη τσεχοσλοβάκικη σόμπα με τα κανελί ανάγλυφα πλακάκια της κοσμεί τον χώρο στο διπλανό τοίχο κι’ ένα μεγάλο μπαουλοντίβανο πιάνει όλη τη θέση απέναντι από το γραφείο. Ψηλά πάνω σ’ ένα ράφι βρίσκεται το ραδιόφωνο το Philips με τα βραχέα και τα μεσαία κύματά του.
Αυτό το ραδιόφωνο υπήρξε η επαφή της με τον κόσμο. Ακούει για τους Beatles, για τα γυρίσματα της ταινίας «Αλέξης Ζορμπάς» και για το ότι ένας Γάλλος, ο Ζαν–Πωλ Σαρτρ αρνείται το βραβείο Νόμπελ. Πληροφορείται για την απώλεια ανθρώπων της Τέχνης, όπως του Πήτερ Λόρε, του Κόουλ Πότερ, του Ιαν Φλέμιγκ και του δικού μας Θεατρικού συγγραφέα Δημήτρη Μπόγρη, στα έργα του οποίου, πολύ αργότερα θα εμβαθύνει η μικρή. Μαθαίνει για την ύπαρξη του αναψυκτικού Ταμ – Ταμ, της γκοφρέτας Μέλο και ότι το απορρυπαντικό ROL μοιράζει βιβλία. Ακούει το «Ποιός» του Τάκη Μωράκη να τραγουδιέται από τη Νάντια Κωνσταντοπούλου, έχοντας κερδίσει το 1ο Βραβείο στο Φεστιβάλ ελαφρού τραγουδιού Θεσσαλονίκης και το «Άξιον Εστί» του Θεοδωράκη να παρουσιάζεται στο REX από τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. «Οι 15 Εσπερινοί» όμως του Χατζιδάκι ήταν οι λατρεμένοι της. Η Βρετανική «εισβολή» γίνεται με το συγκρότημα των Kings και, πριν ακόμα δει την ταινία, την σημαδεύει η μουσική από την ταινία «Μαίρη Πόππινς». Αυτό το μικρό Philips είναι η πρώτη επαφή της Μαρούσκας με την ξένη αλφαβήτα και με το Ράδιο–Βατικανό. Κάθε Κυριακή όρθια επάνω στο μπαουλοντίβανο άκουγε τις μουσικές εκπομπές και,το βράδυ, μετά το «Θέατρο στο μικρόφωνο» κατά τις εννέα, χανόταν στους λαβύρινθους του ανατριχιαστικού για εκείνη τότε «Ave Maria, gratia plena, Dominus tecum, benedicta tu in mulieribus, et benedictus fructus ventris tui Iesu…». Το mulieribus,ειπωμένο από μία μονωδία μερικών καλογραιών με άλτο φωνή, της διέτρεχε την σπονδυλική στήλη σαν φίδι, της ανακάτευε τα σωθικά και τη γέμιζε τρόμο μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο, που για μοναδικό φως είχε εκείνο, που φώτιζε το καντράν του ραδιοφώνου.

''Ο κόσμος είχε σηκωθεί και χειροκροτούσε για ώρα τους ηθοποιούς και τους άλλους συντελεστές της παράστασης. Ομολογουμένως ήταν ένα εκπληκτικό θέαμα και ακρόαμα. Η Μαρούσκα πιασμένη από το χέρι με τους άλλους πρωταγωνιστές υποκλινόταν στο κοινό, ενώ της ήταν αδύνατο να συγκρατήσει τα δάκρυά της, που όλοι απέδωσαν στη συγκίνηση από την επιτυχία. όμως μόνο εκείνη γνώριζε τον πραγματικό λόγο. Ήταν αυτό που της κατέτρωγε το είναι της. Ήταν η λατρεία για τη μάνα, που χειροκροτούσε υπερήφανη μαζί με όλους τους άλλους. Ήταν η θολή εικόνα... Ήταν το πέπλο, που τύλιγε το παρελθόν σα σάβανο...''

...

Έμαθε να ζει μέσα στη σιωπή της, χωρίς να χάσει - παραδόξως - τη ζωντάνια της, την ευθυμία της, τη χαρά της. ''Το παιδί ορφανεύει από μάνα, κι όχι τόσο από πατέρα'' της είχε πει η μητέρα της μετά το τρίχρονο μνημόσυνο. Εκείνη την Κυριακή στην εκκλησία έκλαψε, όσο δεν είχε κλάψει ποτέ στη ζωή της η Μαρούσκα. Έκλαψε γιατί ήταν ελεύθερη να δείξει τη θλίψη της, γιατί δεν θα ήταν μάρτυρας πια των μισόλογων και των νοημάτων... Ένοιωσε, πως εκείνη η ημέρα της ανήκε. Ήταν γι αυτή και το μπαμπά της. Πόσα και πόσα δεν του είπε μέσα στα αναφιλητά της! Ότι τον αγαπούσε μέχρι τρέλλας, ότι της έλειπε, ότι θα ήταν καλό κορίτσι και μαθήτρια για να τη βλέπει από εκεί πάνω και να χαίρεται... Του υποσχέθηκε ότι δεν θα στεναχωρήσει ποτέ τη μαμά και ότι θα τους έκανε υπερήφανους''.

...

''Μετά τον θάνατο του Φίλιππου Νοταρά η μητέρα πήγαινε καθημερινά στο νεκροταφείο. ''Νεκρόπολη'' το ονομάτιζε γιατί, όταν έφευγε από εκεί αργά το βραδάκι, κάνοντας το σταυρό της και γυρνώντας το κεφάλι σαν σε χαιρετισμό, αντίκρυζε τ' αναμμένα καντηλάκια εμπρός από τους τάφους - κι ήταν πολλά και έφεγγαν στα κλειστά μάτια...''

...

''Αλλάζει σταθμό και σιγοτραγουδάει με το Τρίο Κιτάρα τον "Πρώτο έρωτα''. Αυτό το στυλ εκπομπής όπου η πληροφόρηση διανθιζόταν από υπέροχα τραγούδια την ξετρέλαινε... Πληροφορείται για κάποιον Μπόρις Πάστερνακ και το βιβλίο του ''Δόκτωρ Ζιβάγκο'' πως γυρίστηκε ταινία και μαγεύεται από τη μουσική του φιλμ, σύνθεση του Μωρίς Ζαρ. Σημειώνει τον τίτλο του βιβλίου πρόχειρα, με σκοπό, όταν θα γίνει το παζάρι, να το αγοράσει. Έφερναν ωραία βιβλία τότε στα παζάρια, που γινόταν μια φορά το χρόνο. Σημαντικοί Έλληνες και ξένοι συγγραφείς φιγουράριζαν στους πάγκους των μικροπωλητών σε τιμές προσιτές ακόμα και για ισχνά βαλάντια. ''Ο κόσμος διάβαζε βιβλία, ήταν τροφή. Αργότερα έγιναν επιδόρπιο. Εδώ που φτάσαμε όμως τώρα πια, είναι φάρμακο'' ξεσπαθώνει καμμιά φορά η κυρία Χρυσή''.

...

Το χωριό της μαμάς είναι πολύ όμορφο, χτισμένο αμφιθεατρικά σε μια πλαγιά του Πηλίου και η διαδρομή ως εκεί μαγευτική. Το λεωφορείο τις αφήνει στη στάση επάνω στον αμαξιτό δρόμο. Είναι πολύ πρωί, σχεδόν χαράματα. Έχει κρυαδάκι. Ένα κατηφορικό καλντερίμι οδηγεί στην πλατεία του χωριού με τον πελώριο πλάτανο στο κέντρο της. Φτάνουν στο πατρικό σπίτι της μαμάς. Ένα αρχοντόσπιτο ακριβώς πάνω από την πλατεία. Ανοίγουν με το μεγάλο κλειδί την ξύλινη εξώπορτα και βρίσκονται στην πλακοστρωμένη αυλή. Αριστερά και δεξιά είναι φυτεμένες ροδιές. Είναι καμωμένο με πέτρα, με πελώρια πορτοπαράθυρα έχοντας στη συνέχειά του και το παράσπιτο, που βλέπει στο ποταμάκι με τα πυκνοφυτεμένα πλατάνια, - τις μούσγιες – όπως τα ονομάτιζαν οι ντόπιοι. Η εξωτερική σκάλα σε σχήμα γάμμα οδηγεί στην κυρία είσοδο του σπιτιού. Μπαίνοντας απλώνεται ένας μακρύς διάδρομος, ο οποίος οδηγεί στο κελάρι, όπου κάποτε υπήρχε η θηκιαστή με τα προικιά της κυρίας Χρυσής. Δεξιά από τον διάδρομο υπάρχουν η κουζίνα, δύο υπνοδωμάτια και το σαλόνι με τον τεράστιο καθρέφτη, που με τη σκαλιστή κορνίζα του πιάνει σχεδόν όλο τον τοίχο. Σε μια γωνιά βρίσκεται το γραμμόφωνο, σ’ ένα εκπληκτικό σκαλιστό έπιπλο, με σκόρπιες τις βελόνες στο επάνω μέρος και τους δίσκους των 78 στροφών τακτοποιημένους στο κάτω ντουλαπάκι. Από εκεί έμαθε να τραγουδάει το «Κελαηδήστε, ωραία μου πουλάκια, κελαηδήστε» ή το «Σαν παρήλθαν οι χρόνοι εκείνοι, των ερώτων φαιδρά εποχή»… Βγαίνοντας από το σαλόνι, απέναντι, είναι το χειμωνιάτικο δωμάτιο με το τζάκι, το τόσο απλό αλλά και τόσο όμορφο και παραδίπλα βρίσκονται άλλες κρεβατοκάμαρες και βοηθητικοί χώροι. Μια ξύλινη στριφτή σκάλα οδηγεί στο κάτω πάτωμα, όπου στα παλιά χρόνια ήταν το καθημερινό του σπιτιού, με τα μαγειριά, τους τεράστιους κάδους και τα σιδερένια καζάνια· τα έβγαζαν στην πίσω αυλή, που ήταν σκεπαστή και εκεί έφτιαχναν το σαπούνι. Φανταζόταν η Μαρούσκα αυτό το σπίτι πώς θα ήταν στις δόξες του… Ο παππούς, ο Νικόλας Σταματίου, σε μακρινά ταξίδια και η γιαγιά Λένκω να διαφεντεύει την περιουσία με τα τρία της παιδιά: τον Γιώργο, την Χρυσηΐδα και τον μικρότερο τον Επαμεινώνδα και τη βοήθεια της πολύτιμης Μαλαμώς. Σ’ αυτή τη σκεπαστή αυλή θυμήθηκε η Μαρούσκα να πίνει κριθαροκαφέ , όσο οι άλλοι έπιναν κανονικό καφέ, διότι, όπως έλεγε η γιαγιά «να μην κοιτάζει κι αυτό παραπονεμένο… σαν το φτωχό το Λάζαρο».

Η θείτσα Μαλαμώ αποτελούσε ένα ξεχωριστό άτομο στην οικογένεια του Νικόλα Σταματίου. Ο παππούς ο Νικόλας, λοιπόν, είχε πολλά ελαιοπερίβολα σ’ εκείνη την περιοχή του Πηλίου. Αρχοντάνθρωπος – όχι μόνο στο παρουσιαστικό αλλά και την καταγωγή - νοικοκύρης, άξιος άνθρωπος, δουλευταράς, με πολύ ανοιχτό μυαλό για τα χρόνια εκείνα. Στο επίνειο του χωριού του είχε αραγμένη τη γολέτα, με την οποία εμπορευόταν ελιές και λάδια στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας. Από εκεί έφερνε στο χωριό του κόσμου τα καλά. Εξαιρετικά υφάσματα και δαντέλες στη Λένκω, τη γυναίκα του, αλλά τα πιο πολλά στην κόρη του τη Χρυσηΐδα. Εκπληκτικά σχέδια για κέντημα σε μετρητό με υπέροχους χρωματικούς παστέλ συνδυασμούς.

Σ’ ένα απ’ τα ταξίδια του έφερε μαζί του και τη Μαλαματένια, που οι γονείς της του την έδωσαν παρακαλετά, για να ζήσει κοντά του ως ψυχοκόρη, μιας και είχαν καμιά δεκαριά παιδιά, που αδυνατούσαν να τα θρέψουν. Ο πατέρας της ήταν αχθοφόρος στο λιμάνι και γνώριζε τον Νικόλα. Ο παππούς υποσχέθηκε στην αποβάθρα σαλπάροντας, πως θα την έχει σαν κόρη του και πως θα φροντίσει να την αποκαταστήσει, σαν θα ερχόταν η ώρα της.

Και η δεκάχρονη Μαλαματένια έγινε Μαλαμώ στο Πήλιο κι ένα από τα μέλη της οικογένειας. Ο Νικόλας ήταν αυστηρός αλλά δίκαιος άνθρωπος. Όσο η Μαλαματένια τακτοποιούσε τα λιγοστά πράγματά της στην κάμαρη, εκείνος φώναξε τη Λένκω και τα τρία παιδιά τους:
– Ακούστε με πολύ καλά όλοι σας. Από τώρα και στο εξής το κορίτσι θα ανήκει στην οικογένεια. Εσύ, και γύρισε προς τη γυναίκα του, θα την απασχολείς, όσο θα λείπω, σε πολύ ελαφριές δουλειές · να ξεσκονίζει, να καθαρίζει φασολάκια, μπάμιες… κατάλαβες; Για τις υπόλοιπες δουλειές έχουμε τη Χρυσηΐδα. Εσείς, αγόρια, θα την σεβαστείτε, όπως σέβεστε την αδερφή σας. Η Μαλαματένια είναι στη δική μου δούλεψη και θα υπακούει μόνο σ’ εμένα. Έγινα σαφής, ε;
Και η ζωή κυλούσε τόσο όμορφα στο πατρικό της Χρυσηΐδας. Όταν τελείωναν τις δουλειές, έπαιζαν και τα τέσσερα μαζί χαρούμενα κι αγαπημένα. Η Μαλαμώ δεν άργησε να γίνει αρχηγός στα παιχνίδια, όχι επειδή ήταν μεγαλύτερή τους, αλλά γιατί ήταν μυαλωμένο κορίτσι. Θυμάται η Μαρούσκα τη μητέρα της να αναφέρει για «το δημοκρατικό» πνεύμα του πατέρα της, περιγράφοντας τη σκηνή στο μεσημεριανό φαγητό.
– Τ’ αγόρια ήξεραν καλά ότι, όπου και να βρισκόντουσαν, στη μία ακριβώς έπρεπε να επιστρέψουν στο σπίτι, για να γευματίσουν όλοι μαζί. Έβγαζαν τα πηλίκια, έπλεναν τα χέρια και καθόντουσαν στο τραπέζι. Στην κορυφή ο πατέρας μου και απέναντι ακριβώς η μάνα μας. Στη μία πλευρά ο Γιώργος και ο Επαμεινώνδας και στην άλλη η Μαλαμώ. Εμένα με έβαζε στη γωνία, δίπλα του.
– Γιατί, Νικόλα μου, έλεγε η γιαγιά σου, βάζεις το κορίτσι στη γωνία του τραπεζιού; Άστο κι αυτό να φάει με την ησυχία του!
– Σιωπή, γυναίκα! αποκρινόταν ο παππούς σου, η Μαλαμώ δούλεψε όλο το πρωινό και πρέπει να φάει με την ησυχία της. Ό,τι χρειαστούμε από την κουζίνα, θα πεταχτεί η Χρυσηΐδα.

Ο Νικόλας Σταματίου διαφέντευε σοφά την οικογένειά του και το βιός του. Πάντρεψε τη Μαλαμώ μ’ ένα καλό παιδί απ’ το χωριό, που είχε στη δούλεψή του και που είχε καταλάβει ότι τη γλυκοκοίταζε, της έδωσε και προίκα δύο κτήματα, υπό τον όρο να μείνουν στο σπίτι του. Δέχτηκαν με χαρά γιατί κι εκείνοι τον αγαπούσαν και τον σεβόντουσαν. Σύντομα η οικογένεια μεγάλωσε μ’ έναν γιό και τρία κορίτσια. Τον Αποστόλη, την Κορνηλία, την Ευφροσύνη και την Ευθαλία – το Φουλιώ – όπως το φώναζαν.

Τα χρόνια πέρασαν. Στα χέρια της κόρης του πέθανε ο Νικόλας. Η στωική γιαγιά Λένκω μέσα στη θλίψη της μονολογούσε: «Πώς δε μου πήρε κάποιο από τα παιδιά μου!...» και παρηγορούνταν. Χήρεψε και η Μαλαμώ και η άλλοτε λιγνή κορμοστασιά της κακοφόρμισε. Άρχισε να κυρτώνει και με τον καιρό αρρώστησε. Φώναξε τα τρία αδέρφια, όταν κατάλαβε πως θα πέθαινε και τους είπε:
– Παιδιά μου, σας αγάπησα πολύ και δυνατά. (Βλέπετε, σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον η μικρή Μαλαματένια έμαθε να σκέπτεται, να πράττει και να μιλάει, κατά πώς έβλεπε το «μπάρμπα-Νικόλα» και τη «θεία Λένκω».) Λίγα τα ψωμιά μου. Έζησα μια υπέροχη ζωή κοντά στους γονείς σας και σε σας. Σας παρακαλώ, σας εξορκίζω, μην αφήσετε έρημα και απροστάτευτα τα παιδιά μου. Ιδίως εκείνο το Φουλιώ μου, το μικρούλι μου. τ’ αλαφροΐσκιωτο. Και έσφιγγε με όση δύναμη της απόμεινε το χέρι του μεγάλου, του Γιώργου, που μετά το θάνατο του πατέρα τους έγινε ο αρχηγός της οικογένειας και ανέλαβε τα ηνία.
– Να μην ανησυχείς για τίποτα. Και τα κορίτσια θα τα καλοπαντρέψουμε και τον Αποστόλη. Όσο για το Φουλιώ μας, τον καλύτερο θα βρούμε.
– Την ευχή μου να έχετε. Όλα τα καλά στη ζωή σας, ψέλλισε και …τους άφησε.

Όσο για την τύχη των παιδιών της Μαλαμώς φρόντισαν πολύ ο Γιώργος και ο Επαμεινώνδας. Στον Αποστόλη χάρισαν δύο μεγάλα ελαιοπερίβολα και τον πάντρεψαν με μια καλή κοπέλα από ένα χωριό της Λάρισας. Η Ευφροσύνη αγάπησε το Μήτσο από το χωριό · την πάντρεψαν μ’ όλες τις τιμές και την προίκισαν αναλόγως. Κάτι ανάλογο έγινε και με την Κορνηλία. Εκείνη αγάπησε το Χρήστο της, έναν τίμιο οικοδόμο και πήγαν να ζήσουν στο Βόλο.

Το Φουλιώ, το μικρότερο, το αλαφροΐσκιωτο, το καλόψυχο, το πήρε η κυρία Χρυσή στο σπίτι της μετά το γάμο της με τον Φίλιππο Νοταρά. Μέχρι τότε ζούσε με την Ευφροσύνη στο χωριό. Ήταν πολύ μικροκαμωμένο και αδύνατο· τα καστανά μαλάκια του σε δύο πλεξούδες με τις μαρουδίτσες στις άκρες τους για πιάσιμο. Μεγάλα μαύρα μάτια γεμάτα αφέλεια και αθωότητα. Έγινε πολύ καλό και άξιο κορίτσι. Η κυρία Χρυσή και ο εισαγγελέας εύρισκαν χρόνο να του μαθαίνουν να γράφει και να διαβάζει. Τα κατάφερε, όχι όμως όσο προσδοκούσε το ζευγάρι. Πάντα το Φουλιώ, μη μπορώντας να κατανοήσει κάποιες λέξεις ή εκφράσεις, τις έλεγε με τέτοιο τρόπο, που μόνο γέλιο προκαλούσαν.

Και τι να πρωτοθυμηθούμε από τις χαριτωμενιές της! Όταν τη ρωτούσαν τι θα ντυθεί για τις Απόκριες, εκείνη απαντούσε όλο καμάρι:
– Καουμπόϊας… ή μετά την Ανάσταση, όταν της ευχόντουσαν:
– Χριστός Ανέστη, αντεύχονταν:
– Επίσης, επίσης… και γελούσε με τα γέλια των άλλων, δεν κρατούσε κακία για κανέναν.

«Χρειάζεται λιγότερος χρόνος για ν’ αγαπήσεις, παρά για να δηλητηριάσεις»

Κυριακή απόγευμα στην Καρδίτσα. Η εγκυμοσύνη της Μαρούσκας ήταν αρκετά προχωρημένη. Καθόταν αναπαυτικά σε μια άνετη πολυθρόνα και κεντούσε τα μωρουδιακά. Ο νους της γύρισε πάλι στα περασμένα· σ’ αυτό βοηθούσαν και τα τραγούδια που τη συντρόφευαν, σαν το «Volare» ή το «When a man loves a woman»…

...

Από άγνωστη αιτία η μικρή ταλαιπωρείτο από πόνους στο αυτί και υψηλούς πυρετούς λόγω της ευπάθειας των αμυγδαλών της. Ο μπαμπάς, ενόσω βρισκόταν στην Αθήνα για τις χημειοθεραπείες του, συμβουλεύτηκε επιφανείς γιατρούς για το θέμα της κόρης του και αποφασίστηκε η μικρή να εγχειριστεί το καλοκαίρι· και για να έχει χρόνο να αποθεραπευθεί και να επιστρέψει χωρίς πρόβλημα στο σχολείο το φθινόπωρο. Έτσι κι έγινε. Οι γονείς της δεν έφυγαν διόλου από πλάι της και μέχρι να οριστεί η ημέρα της επέμβασης, η Μαρούσκα «αλώνιζε» στους θαλάμους της Α! θέσης. Είχε γίνει η μασκώτ της κλινικής. Στο δε γιατρό που θα την εγχείριζε, όταν εκείνος θέλησε να έχει μια επαφή μαζί της, εισέπραξε μια ερώτηση γεμάτη αφέλεια και χάρη: «Γιατρέ μου, θα μπορώ μετά να τρώω παγωτό; Τραχανά;»

Το φθινόπωρο ήρθε και η οικογένεια Νοταρά επέστρεψε στο Βόλο. Η σχολική περίοδος είχε αρχίσει και η μικρή μας εντελώς καλά και ανανεωμένη έτρεξε στην παρέα των φιλενάδων της στο προαύλιο του δημοτικού σχολείου. Γεμάτη χαρά και ενέργεια έπαιζε κυνηγητό με τ’ άλλα παιδιά, μέχρι που ξαφνικά, από λάθος υπολογισμό, συγκρούστηκε μ’ ένα αγοράκι μικρότερης τάξης. Άρχισαν τα αίματα και τα κλάματα, έτρεξαν και τα άλλα παιδιά τριγύρω και βοήθησαν τη Μαρούσκα. Το άλλο παιδάκι έτρεξε στο σπίτι του. Έφτασε και η δασκάλα, η οποία και την επέπληξε για την απροσεξία της . Το κουδούνι σήμανε το τέλος του διαλείμματος. Ήταν η τελευταία ώρα για εκείνη την ημέρα.

Το σχολείο της ήταν μεν Δημόσιο, αλλά πρότυπο και ως εκ τούτου παρείχε μερικές «ανέσεις» στους μαθητές του. Μια απ’ αυτές ήταν το μεγάφωνο σε κάθε τάξη, συνδεδεμένο με το γραφείο του κυρίου Παπαζήση, του Διευθυντή.
Το μάθημα εκείνης της ώρας ήταν η Ωδική. Πόσο λαχταρούσε να έρθει αυτή η ώρα! Λάτρευε και το τραγούδι εκτός από τα θεατρικά σκετς, που ανεβάζανε στις επετείους. Στα μισά του μαθήματος τους ανακοινώθηκε, πως θα άκουγαν τον μαθητή Νίκο Χατζή, να τραγουδάει επιτυχίες του Χοσελίτο, παιδιού-θαύμα με εξαιρετικό ταλέντο, φαινόμενο στο τραγούδι εκείνη την εποχή. Η ωραία μελωδία και το ηχόχρωμα της φωνής του συμμαθητή της την είχαν φανερά ενθουσιάσει. Δεν ήθελε να τελειώσει η ώρα.

Όμως όλα τα ωραία τελειώνουν και για κάποιους έρχονται τα άσχημα. Η Μαρούσκα τακτοποίησε τα τετράδια, τα βιβλία και την κασετίνα στην τσάντα της. Κοίταξε κάτω από το θρανίο μήπως είχε ξεχάσει κάτι, έπλεξε πρόχειρα τα μαλλιά της σε κοτσίδα και ξεκίνησε για το σπίτι της.

Υπήρχαν αρκετά παιδιά ακόμη στο προαύλιο· ορισμένα είχαν πετάξει τις τσάντες τους στο παρτέρι και έπαιζαν ποδόσφαιρο. Πριν προλάβει να φτάσει στη σιδερένια αυλόπορτα και μη προλαβαίνοντας ν’ αντιδράσει, βλέπει να έρχεται κατά πάνω της μια γυναίκα, να την γρονθοκοπάει στο πρόσωπο και να τη σέρνει από τ’ αυτιά. «Να! Για να μάθεις να τρέχεις και να χτυπιέσαι με τα ξένα τα παιδιά». Έτσι όπως είχε σηκώσει το χέρι για να την ξαναχτυπήσει στο δάχτυλό της γυάλισε μια δαχτυλήθρα. Αμέσως άρχισε να αιμορραγεί από τη μύτη, όπου είχε εγχειριστεί μόλις πριν από ένα μήνα. Μόνον όταν είδε τη Μαρούσκα να πλέει στο αίμα, την εγκατέλειψε λέγοντάς της: «Άμα σε ξαναβρώ, θα σου βγάλω τα μάτια με το βελόνι». Τα άλλα παιδιά είχαν παγώσει από το φόβο τους και στέκονταν ακίνητα, μη μπορώντας να βοηθήσουν το αιμόφυρτο κορίτσι.

Η μικρή μαζεύοντας όσες δυνάμεις της είχαν απομείνει, έφθασε στο σπίτι σε κακά χάλια. Αφού η κυρία Χρυσή της περιποιήθηκε τη μύτη και το αίμα σταμάτησε, παίρνοντας έναν κουβά με νερό και το σφουγγαρόπανο, ξεκίνησε να ξεπλύνει τα αίματα από την αυλή, τις σκάλες, αλλά και το πεζοδρόμιο μέχρι το σχολείο, για να μην τα προσέξει ο Νοταράς επιστρέφοντας από τα Δικαστήρια, ταραχτεί και αυτό επιδεινώσει την κατάστασή του, αφού κι εκείνος είχε υποβληθεί σε σοβαρότατη εγχείρηση πριν από έναν χρόνο. Πόση αγάπη του είχε η κυρία Χρυσηίδα!...Λατρεία!...

Η Μαρούσκα έπαθε σοβαρό κλονισμό και φοβόταν το σκοτάδι. Ματαίως οι γονείς της την πήγαιναν στον κινηματογράφο για να ξεχαστεί. Μόνο στο διάλειμμα ησύχαζε. Όταν τα φώτα έσβηναν, παρέλυε από τον φόβο. «Η κακιά γυναίκα θα έρθει, η κακιά γυναίκα…» έλεγε και προσπαθούσε να κρυφτεί στην αγκαλιά της μαμάς της. Ο πατέρας της αποφάσισε να μηνύσει εκείνη τη γυναίκα. Έμαθε, βεβαίως, από άλλους, ότι, το είχε συνήθειο να δέρνει όσα παιδιά, επάνω στο παιχνίδι χτυπιόντουσαν, άθελά τους, με το γιο της.

Ο πρόεδρος του Δικαστηρίου δέχτηκε την πρόταση του Νοταρά, ν’ απουσιάζει η μικρή κατά τη διάρκεια της δίκης. Ήρθε λοιπόν η στιγμή να ερωτηθεί η κυρία Χρυσή και να εκθέσει τα γεγονότα. Το μεγαλείο της ψυχής της φανερώθηκε, όταν, στο καίριο για τη λήψη της απόφασης ερώτημα, αν η παθούσα παρουσίασε φοβίες και περίεργες συμπεριφορές, η κυρία Χρυσή, κοιτάζοντας την κατηγορούμενη, απάντησε: «Οπωσδήποτε θορυβήθηκε και αναστατώθηκε…μως, κύριε Πρόεδρε, δεν παραβλέπω, πως και η κυρία είναι μητέρα και ανησύχησε για το χτυπημένο παιδί της, όπως και γω για το δικό μου. Βεβαίως δεν επικροτώ την πράξη της, όπως καταλαβαίνετε…» Έτσι η εναγόμενη τιμωρήθηκε με επίπληξη και συστάσεις, παρά την αυστηρή μηνυτήρια αναφορά, που συνέταξε ο Φίλιππος Νοταράς: «…και αφθονώτατον έρρευσεν αίμα και μόνον όταν είδεν πλέουσαν εις το αίμα και εν αφασία εγκατέλειπεν…. Μέγας τρόμος και φόβος κατέλαβε την κόρην μου. Η μηνυομένη Ελένη Κ. ερωτηθείσα εν τω μεταξύ διατί προέβει εις τοιαύτην ενέργειαν, απήντησεν, ότι δεν της ήρκει η επίπληξις υπό της διδασκάλισσας και ότι το αίμα με αίμα πληρώνεται…»

Το προηγούμενο βράδυ η Μαρούσκα καθόταν δίπλα στο μπαμπά της και παρακολουθούσε τη σύνταξη της μήνυσης. Φυσικά και δεν καταλάβαινε το περιεχόμενό της. Πολλά χρόνια αργότερα, όταν βρήκε τον κιτρινισμένο από τον χρόνο φάκελο, διάβασε στη μέση της αριστερής πλευράς της πρώτης σελίδας : «Μήνυσις Φιλίππου Νοταρά… ως ενασκούντος την πατρικήν εξουσίαν επί της Μαρίας...»

...

Έβγαλε έναν αναστεναγμό και το παιδί σκίρτησε μέσα της. «Εσύ, μωράκι μου, δεν θα ζήσεις τέτοιες καταστάσεις κι ούτε θ’ αφήσω κανέναν να σε πληγώσει».

Σηκώθηκε, κατευθύνθηκε προς την κουζίνα, έστυψε μερικά πορτοκάλια και γύρισε πίσω στην αναπαυτική πολυθρόνα. Ξαναπήρε το ύφασμα στα χέρια, πάνα του μωρού της, και συνέχισε να κεντάει τον κωπηλάτη, ενώ σιγά-σιγά έπαιρνε πάλι το δρόμο, που οδηγούσε στην εποχή που έζησε τόσα και τόσα και που πίστεψε, όταν μεγάλωσε, πως κανένα παιδί δεν ήταν δυνατόν να βιώσει καταστάσεις σαν τις δικές της, παρά μόνο στα παραμύθια.

«Ποιος να ξέρει πού να βρίσκεται τώρα εκείνο το τέρας ο δάσκαλος!» κι ένα πικρό χαμόγελο φάνηκε στο πρόσωπό της. «Μμμ!! Δάσκαλος!!... Μακάρι να μην είχε κακοποιήσει κι άλλα παιδάκια της τάξης της…»
Ο νους της ξεστράτισε αρκετά χρόνια μετά, όταν πήγαινε στην Πρώτη τάξη του Γυμνασίου· από το Δημοτικό κιόλας μάθαινε Γαλλικά, Αγγλικά και Μουσική. Η μαμά της ανησυχούσε, που η κόρη της έπρεπε να απομακρύνεται αρκετά από το σπίτι για να πάει στα απογευματινά της μαθήματα, τώρα που έχει μεγαλώσει λιγάκι και φαίνεται κοπελίτσα. Συνεννοήθηκε με τον αδερφό της τον Επαμεινώνδα, τον δικηγόρο, να περνάει η μικρή από το γραφείο του πηγαίνοντας στα σχολεία το απόγευμα και έτσι να δίνει το παρόν. Σε αντίθετη περίπτωση να την ειδοποιούσε, μιας και ήταν πολύ κοντά.
Όπερ και εγένετο! Πέρασε σχεδόν ολόκληρη η σχολική χρονιά με τις καθημερινές επισκέψεις της μικρής από του θείου Επαμεινώνδα, ο οποίος κάθε φορά κάτι θα την φίλευε· μα μια σοκολάτα, μα ένα αναψυκτικό, πάντως δεν την άφηνε να φύγει έτσι από το γραφείο του. Την αγαπούσε πολύ και αστειευόταν συχνά μαζί της. Όταν λόγου χάριν έκοψε πολύ κοντά τα μαλλιά της, επειδή δεν έστρωναν και ορθωνόντουσαν σαν καρφάκια, εκείνος της έλεγε:
– Βρε, καλώς τον Βιετκόγκ…

Έτσι και εκείνο το απόγευμα η Μαρούσκα πηγαίνοντας στα Αγγλικά, πέρασε από το γραφείο. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε. Το γραφείο ήταν μακρόστενο και χωριζόταν στη μέση με μια ξύλινη κατασκευή, όχι πολύ ψηλή, που κατέληγε σε μικρές αψίδες , όπου είχαν περάσει αδιαφανές κρύσταλλο με διάφορα ανάγλυφα σχέδια. Ο θείος απουσίαζε. Ήταν όμως ο υπάλληλός του, ο Μπάμπης, ένας τριανταπεντάρης άντρας, πολύ ψηλός, με χοντρά μυωπικά γυαλιά, πάντα με κοστούμι και γραβάτα και υπερβολικά ευγενικός με την κυρία Χρυσή ή με την σύζυγο του δικηγόρου, την κυρία Αύρα.
– Είναι κάποιος εδώ; φώναξε η Μαρούσκα, κρατώντας μισάνοιχτη την πόρτα.
– Ναι, ποιος είναι; ακούστηκε η φωνή πίσω από το διαχωριστικό.
– Εγώ, απάντησε η μικρή πιστεύοντας πως ο Μπάμπης θα την καταλάβει από τη φωνή της.
–Δεν είναι εδώ ο θείος σου, αποκρίθηκε εκείνος και κρατώντας ένα νομικό βιβλίο φάνηκε από την πόρτα του διαχωριστικού. Δεν θ’ αργήσει όμως. Αν δεν βιάζεσαι, μπορείς να τον περιμένεις. Είπε και κάθισε στην πολυθρόνα, που βρισκόταν στο μπροστινό μέρος του γραφείου. Υπήρχε επίσης και ένα μικρό τραπεζάκι, όπου επάνω ήταν σκεπασμένη με τη δερμάτινη θήκη της η Remington, η γραφομηχανή. Μια ακόμη καρέκλα πίσω από το τραπεζάκι και η μικρή βιβλιοθήκη στη γωνία. Η Μαρούσκα βλέποντας τη γραφομηχανή και έχοντας μερική ώρα στη διάθεσή της, κατευθύνθηκε προς το τραπεζάκι, τράβηξε την καρέκλα, κάθισε και ξεσκέπασε τη μηχανή. Δεν του ζήτησε την άδεια, επειδή πίστευε, ότι δεν θα τολμούσε να της αρνηθεί. Τον παρακάλεσε να της περάσει μια λευκή κόλλα χαρτιού και άρχισε να "γράφει". Χάζευε τα πλήκτρα, με τα μικρά και τα κεφαλαία γράμματα, τους τόνους και τα πνεύματα, αλλά εκείνο που της άρεζε πιο πολύ, ήταν η κίνηση του να πάει το κινούμενο στέλεχος από την αρχή, προς την αριστερή πλευρά. Η Μαρούσκα ήταν συνεπαρμένη από το… γράψιμο, που δεν πρόσεξε το Μπάμπη. Είχε βάλει το βιβλίο του στη βιβλιοθήκη, είχε σηκωθεί από την πολυθρόνα και ήρθε και στάθηκε ακριβώς πίσω από την καρέκλα, όπου καθόταν η μικρή. «Γράφεις ωραία» της είπε και την έπιασε από τους ώμους. Άρχισε να τη χαϊδεύει στα μπράτσα, ενώ συγχρόνως έκανε περίεργες κινήσεις κολλητά στην πλάτη της καρέκλας, που η Μαρούσκα τις ένοιωσε κάποια στιγμή στην πλάτη της.

Ξανάζησε την αίσθηση όπως τότε με τον δάσκαλο. Ήταν γεμάτη από σιχασιά... Ήθελε να σκίσει τα ρούχα της, να ουρλιάξει και να το φωνάξει σ’ όλο τον κόσμο. Η καρδιά της πήδηξε στο στήθος της και με μια απότομη κίνηση του ξέφυγε. Χωρίς να βγάλει άχνα, άρπαξε σαν τρελή τη τσάντα της, άνοιξε την πόρτα και ξεχύθηκε στο δρόμο προς το φροντιστήριο. Οι φλέβες στο λαιμό της χτυπούσαν δυνατά. Πάλι η ίδια αηδία, ξανά ο μεγάλος θυμός, ξανά η εκλογίκευση και παρακολούθησε το μάθημα εκείνο το απόγευμα, όπως και κάθε άλλη φορά.
Οι σκέψεις αυτές την έφεραν στην πραγματικότητα τόσο βίαια, που σχεδόν πόνεσε.
«Ανάθεμα και πάλι ανάθεμα» φώναξε δυνατά μέσα στο άδειο σπίτι. Κι ύστερα από αρκετή ώρα: «Ας είναι· τα ψεγάδια είναι που κάνουν τη ζωή πολύτιμη».
Μυρωδιές και εικόνες ερχόντουσαν χωρίς σειρά… σαν τότε που περίσσεψαν χρήματα κι η μαμά της αγόρασε «Τα ψηλά βουνά» από το παζάρι. Τις τσίχλες που είχαν σχήμα τσιγάρου ή ταλλήρου - εκείνου του μεγάλου – με το οποίο πάταγαν τα καρούμπαλα στο κεφάλι, για να μη φουσκώσουν. Ή το γλειφιτζούρι σε σχήμα κόκορα. Αχ! Εκείνες οι μυρωδιές των μαύρων μολυβιών – Faber Νο2 – και μόνο αυτών, της πλαστελίνης, της γομολάστιχας και των χρωματιστών μολυβιών για τη ζωγραφική. Τηλέφωνο είχε μόνο ο φούρνος απέναντι· έβγαινε ο Θοδωρής και φώναζε την κάθε ενδιαφερόμενη, καθώς όλη η γειτονιά εξυπηρετείτο απ’ αυτό το ένα και μοναδικό τηλέφωνο. Τα λεωφορεία που πήγαιναν στον Άναυρο, τις Αλυκές ή στα Λεχώνια με τη μηχανή μέσα σκεπασμένη με μπλε δερμάτινα καπιτονέ καλύμματα και, που βογκούσαν με την αλλαγή ταχύτητας. Το γάλα σε διαφανές γυάλινο μπουκάλι με σκέπασμα από μαλακό αλουμίνιο, που το άφηνε ο γαλατάς έξω από την πόρτα του κάθε σπιτιού στο πεζοδρόμιο.
Ούτε συζήτηση για ηλεκτρικό ψυγείο. Με τα χίλια ζόρια και με αιματηρές οικονομίες αγοράστηκε η παγωνιέρα με δόσεις. Κάθε πρωί ακουγόταν η φωνή του Τζώρτζη στην πίσω αυλή να φωνάζει: «Ο πάγοοος…» και να ελευθερώνει από το περίεργο εργαλείο , που την κρατούσε, την κολόνα του πάγου και να την αφήνει στα πρώτα σκαλιά. Μέχρι να κατέβει η κυρία Χρυσή, ο πάγος είχε αρχίσει κιόλας ν’ αργολυώνει.
Θυμάται τον Καραμούζα, έναν χαρακτηριστικό τύπο του Βόλου, έναν μποέμ αλήτη, που κάθε φορά, όταν τη συναντούσε στο δρόμο, της χάιδευε τα μαλλιά με απέραντη καλοσύνη Απόστολος Παρασκευάς ήταν το πραγματικό του όνομα. Ήρεμος άνθρωπος χωρίς οικογένεια και μόνιμη κατοικία. Φορούσε πάντα μπαλωμένα ή σχισμένα ρούχα και κοιμόταν όπου έβρισκε. Τριγυρνούσε σ’ όλον το Βόλο και φώναζε με στεντόρεια φωνή: «Λούκια για καθάρισμα, λεκάνες για ξεβούλωμα…» Τα χρήματα που κέρδιζε από τη δουλειά του, τα μοίραζε σε άλλους ανθρώπους, που θεωρούσε, πως ήταν πιο φτωχοί από εκείνον. Ό,τι χρήματα του περίσσευαν τα έδινε για κρασί ή τσίπουρο. Έπινε, έπινε πολύ και τότε γινόταν σερέτης, όχι όμως και επικίνδυνος. Άφησε αυτόν τον κόσμο μόνος, εγκαταλειμμένος, ταλαιπωρημένος από τον αλκοολισμό και τη σκληρή ζωή του πεζοδρομίου. Υπήρξε ένας φιλάνθρωπος αλήτης.

Οι σκέψεις σαν κλήματα την οδηγούν στα ατελείωτα απομεσήμερα του καλοκαιριού. Μετά το γεύμα η κυρία Χρυσή αποτραβιόταν για τη μεσημεριανή σιέστα, αφού προηγουμένως φλιτάριζε με «Οξάλ» για μύγες και κουνούπια και έκλεινε τα πατζούρια όλου του σπιτιού. Ένα γλυκό ανοιχτό βεραμάν φως πλημμύριζε τα δωμάτια, αφού τα πορτοπαράθυρα ήταν βαμμένα σ’ αυτό το χρώμα. Εκείνη έπαιρνε τον καμβά, τις κλωστές τις D.M.C., το ψαλιδάκι και τη δαχτυλήθρα και πήγαινε στην τραπεζαρία. Ανέβαινε στο μπαουλοντίβανο και αφού άναβε το ραδιόφωνο, άρχιζε το κέντημα. «Εδώ Ραδιοφωνικός Σταθμός Βόλου. Θα περάσει μισή ώρα με τον Σώτο Παναγόπουλο» ακουγόταν η βελούδινη φωνή του Τάσου Μητρογώγου, εκφωνητή και μουσικού παραγωγού. Ή άλλη φορά: «Ακούτε Ιταλικές καντσονέτες» και το κακόμοιρο το Φουλιώ, που καθόταν κι εκείνο πλάι της, τη ρωτούσε: «Τι είναι αυτές οι …καλτσοδέτες;» Γινόταν και οι απαραίτητες συνδέσεις με το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας. Ύστερα κατέβαιναν στον κήπο. Μπορούσε ν’ ακούσει τα τραγούδια, που γέμιζαν την κάμαρη καθώς πότιζε τα βασιλικά και τις τριανταφυλλιές. Μέχρι και τα «Χρονικά της Ημέρας» στις οκτώ το βραδάκι άκουγε η Μαρούσκα· τί γινόταν στην Ελλάδα και τον κόσμο ολόκληρο, το ποδόσφαιρο, τα δρομολόγια των πλοίων και στο τέλος τον καιρό. Το Φουλιώ βοηθούσε στην κουζίνα κι εκείνη άφηνε το κέντημα και ξάπλωνε να ξεκουραστεί. Με το φως και τα μάτια κλειστά σκηνοθετούσε μόνη της το μικρό θεατρικό: «Ιστορίες από το παραπέτασμα». Ακόμα ακούει τον εκφωνητή να παρουσιάζει τους ρόλους και τους ηθοποιούς… Συνταγματάρχης: Λιάκος Χριστογιαννόπουλος. Στο ρόλο της μητέρας η Ελένη Ζαφειρίου. Ακόμα ακούει τις φωνές που τη συντρόφεψαν στις απέραντες ώρες της μοναξιάς της. Έκλαψε μαζί τους, χάθηκε σε σκέψεις ακουμπώντας στους αγκώνες ξαπλώνοντας μπρούμυτα. Όλοι φίλοι της: μουσικοί, λογοτέχνες, τραγουδιστές, ποιητές, παρουσιαστές, ηθοποιοί, όλοι τους…

Πόσες και πόσες φορές καθισμένη στο μεσαίο από τα τρία σκαλοπάτια , που οδηγούσαν από το χωλ στο μπαλκόνι, δεν άρχιζε να τραγουδάει έχοντας κλειστά τα μάτια, με την πλάτη στον τοίχο, για να φεύγουν τα βάσανά της φοβισμένα. Ακόμα κι ένας ακροατής ήταν αρκετό. Το τραγούδι την οδηγούσε στην ελευθερία, όπως άλλωστε και κάθε μορφή τέχνης. «Το χρήμα στη δουλεία» σκεφτόταν. «Ταλέντο και ουρανός δεν έχουν σύνορα». Όπως η μουσική έτσι και το θέατρο αποτελούσε πάγια ανάγκη της.

Όταν ερχόταν η Δήμητρα, η μοδίστρα τους, για να ράψει ρούχα τής μαμάς, της Φουλιώς και τα δικά της τότε το ραδιόφωνο έπαιρνε φωτιά από το πρωί. «Ο Πέτρος που πάει παντού», «Πικρή, μικρή μου, αγάπη», «Το σπίτι των ανέμων» και «Η πρώτη σας γνωριμία». Σταματούσε το κελάϊδισμα της ραπτομηχανής για ν’ ακούσει τον ρομαντικό διάλογο των εραστών της σειράς.

«Δεν λυπάμαι γι αυτά που χάθηκαν, αλλά για την ασχήμια του σήμερα, που αφεθήκαμε χωρίς αντίσταση, κάναμε το ιδανικό ευκολία… Τον ανήθικο τον βάφτισαν απελευθερωμένο, αλλά πού θα πάει αυτό;» σχολίαζε η κυρία Χρυσή, βοηθώντας τη Δήμητρα, βγάζοντας το τρύπωμα από γαζωμένα κομμάτια υφάσματος και μαθαίνοντας τη δουλειά στο Φουλιώ, που κοιτούσε αμίλητο, πολλές φορές γεμάτο απορία.

Άκουγε τα πάντα η Μαρούσκα και αναρωτιόταν τι να ήταν η κουλτούρα και πού βρισκόταν το αισχρό και το ανήθικο στη ζωή της. Μια ζωή ήρεμη και με περιεχόμενο, που της πρόσφερε ασφάλεια κάτι που είχε απόλυτη ανάγκη για να ισορροπήσει. Πολύ αργότερα θα διαπίστωνε, πως τ’ αμαρτήματα στον καιρό της μαμάς της, θα γίνουν ο νεότερος τρόπος ζωής!...

Κι ήρθε η μέρα που έχασαν το Φουλιώ για ψίχα ώρα. Δεν άντεξε η κακομοίρα το χαμό της κυρίας Χρυσής. Έσβησε σαν τ’ απροστάτευτο πουλάκι στο ξεροβόρι κι η αθώα της ψυχούλα πέταξε χαρούμενη κοντά στη μαμά Μαλαμώ. Τη θάψανε πλάι στη «θειά Χρυσή» όπως την αποκαλούσε. Υπήρξε ένα αξιολάτρευτο πλάσμα, που αγάπησε και τίμησε τόσο την οικογένεια Νοταρά όσο και την οικογένεια Τοξόπουλου.
Έτσι πέρασε ο καιρός…

...


1 σχόλιο: