Αμιγώς δημοτικά είναι τα
παραδοσιακά, δηλαδή τα τραγούδια που ανήκουν στην ανώνυμη δημιουργία, («Ιτιά»,
«Μου παρήγγειλε τ’ αηδόνι» κα.),
ενώ δημοτικοφανή είναι τα τραγούδια επώνυμων τραγουδοποιών και συνθετών,
βασισμένα σε ανάλογους ρυθμούς, (τσάμικα, καλαματιανά κλπ.). Κλασικό παράδειγμα
της δεύτερης περίπτωσης είναι τα τραγούδια που είχε γράψει και συνθέσει ο
κλαριντζής Βασίλης Σούκας.
Από
το καθεστώς της ανωνυμίας δεν βγήκαν μόνο τα αδέσποτα λαϊκά, αλλά και τα
δημοτικά τραγούδια, καθώς και αυτά απέκτησαν τους «συνθέτες» τους, πράγμα
αδιανόητο μεν, φυσικό επακόλουθο δε, αφού αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος της
παραγωγής, τουλάχιστον στην πρώτη περίοδο των εκδόσεων, και τα ποσοστά της
πνευματικής «ιδιοκτησίας» τους δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητα.
Ιδού μερικά παραδείγματα:
«Κόνιαλης».
Συνθέτης και στιχουργός ο Ιωάννης Δραγάτσης (Parlophone Β
21707).
Εσκενάζυ-Κόνιαλης
(Κόνιαλης σημαίνει κάτοικος Ικόνιου Μικράς Ασίας)
1933
Κόνιαλη μου σαν σε δω στην αγορά και με
σκέρτσο να μου κόβεις
παστουρμά και σουτζουκάκι αμάν Κόνιαλη
μου
με το μαχαίρι που κρατάς μου παίρνεις τη
ζωή μου
χωρίς εσένα δεν μπορώ να ζήσω Κόνιαλή
μου.
Κόνιαλη μου θέλω να γλεντήσουμε στις
ταβέρνες με ουζάκι
παστουσμά και μπουζουκάκι να μεθύσουμε
ταίρι μου για να σε κάνω να μιλήσουμε
αμαν αμαν Κόνιαλη μαζί θα ζήσουμε.
«Τζάνεμ' ποταμέ». Συνθέτης ο Ιάκωβος Ηλίας (Odeon GA
7814).
Στιχουργός ο Ματθαίος Φελώνης
Τζάνε μ’ ποταμέ μου: Ματθαίος Φελώνης Ιάκωβος Ηλίας 1977
Ποταμέ Τζάνε μ ποταμέ μου χάι , Χαι
Ποταμέ, ποταμέ όταν γεμίζεις
και βαρύς και κυματίζεις Πάρε με Τζάνε μ
ποταμέ μου χάι ,χάι
πάρε με πάρε με στα κύματά σου στα
στρυφο στα στριφογυρίσματά σου
Να με πας Τζάνε μ ποταμέ μου χάι, χάι να
με πας στην Δύση, δύση
κάτω στην γυαλένια βρύση. Που 'ρχουνται
Τζάνε μ ποταμέ μου χάι, χάι
πουρχουντε , πουρχουντε Ξανθιές και
πλένουν μαυρομά, μαυρομάτες και λευκαίνουν
Πούρχεται Τζάνε μ' ποταμέ μου χάι, χάι
πουρχεται πουρχεται κι ένα κορίτσι
γελαστό, γελαστό για δω στην βρύση
«Καραγκούνα». Συνθέτης ο Κώστας Κοντογιώργος
(Columbia DG 7026).
«Παιδιά μ' γιατί είστ' ανάλαγα», συνθέτις η Γεωργία
Μητάκη (MARGO 8172)
«Πολίτικο χασάπικο»
Παπαΐωάννου-Χασάπικο πολίτικο
Συνθέτης Παπαϊωάννου Έτος ηχογράφησης 1953. Διασκευή του
συνθέτη πάνω σε παραδοσιακό χαβά.
Ο «Μενούσης»
και ο «Ρόβας».
Ούτε το «Λαλούδι της Μονεμβασιάς» δεν γλίτωσε. (Η λέξη
λαλούδι η λελούδι ουδεμία σχέση έχει με το λουλούδι όπως το γνωρίζουμε εμείς.
Λαλούδα στην Πελοπόννησο λένε την πέτρα από το αρχαίο λας (=πέτρα). Οπότε το
"Λαλούδι της Μονομπασιάς" είναι ο γνωστός βράχος της Μονεμβασιάς πάνω
στον οποίο είναι χτισμένη η καστροπολιτεία. Το λελούδι είναι παραφθορά της
λέξης λαλούδι.)
Στην έκδοση της Polydor του 1927 φιγουράρει ως
«συνθέτης» του ο Τάκης Μαρίνος, Ζακυνθινός δεξιοτέχνης του μαντολίνου και
μουσικοσυνθέτης.
= = = = = = = = = = = =
1946
Τραγούδι δημοτικό με προέλευση τη Λέσβο σε μουσική
διασκευή και ενορχήστρωση Ανδρέα Βέμπου, σε πρώτη εκτέλεση το 1946 από τη Σοφία
Βέμπο.
Ο ρυθμός του κομματιού είναι 2/4.
Η Θειά μ' Η Αμιρσούδα
Η Μυτιλήν’ μας είναι ένα τρανό χουριό,
άρχοντ’ τσι φουκαράδες ζούμε μακριά απ’
το Θιο,
τ’ έχει ο Θιος και δε μας θέλ’ κι για
μας πια γεν τον μέλλ’,
τ’ έχει ο Θιος και δε μας θέλ’ κι για
μας πια γεν τον μέλλ’.
Πουρνό πουρνό στ’ δλειά μας με το
ζεμπδέλι στο χερ’,
πάν’ στο γιαλό τα πδέλια τσι στα χωράφια
οι γέρ’,
τσήπος τσι μακρύς γιαλός τσι Μυτιλήν’
μας γη ομφαλός,
τσήπος τσι μακρύς γιαλός τσι Μυτιλήν’
μας γη ομφαλός.
Ιδώ σαν πάρ’ς μια γ’ναίκα θα τ’ ν’ πάρ’ς
με το στεφάν’,
ιξών να βρεις μια χήρα το πόνο σ’ για να
σ’ γειάν’,
σαν δεν π’δηξ’ τον Ησαΐα ‘εν έχ’ νύχτα
μεγαλεία,
σαν δεν π’δηξ’ τον Ησαΐα ‘εν έχ’ νύχτα
μεγαλεία.
Η μπάρμπα Ζιμ Νικόλας έχασε δυο κακνιά,
τύφλες και μούντζες να ‘χει όποιος τα
δώκ’ ξανά,
κι όταν εκείν’ τα γύριβδε τσ’ άλλος τα
μαγείρευδε,
κι όταν εκείν’ τα γύριβδε τσ’ άλλος τα
μαγείρευδε.
Η θεια μ’ η Αμιρσούδα τρία βρατσιά
φορεί,
ώσπου να λύσ’ το ένα τα δυο τα
κατουργεί,
κνίστο κνίστο κομματέλι σαν βαρκούλα σαν
κακβέλ’,
‘γώ το κνιώ τσ’ ετσείνο κλαίει του
διαβόλ’ το μπασταρδέλ’,
τσαβτσιτσίβτσα αψηλομάτ’ έβγα στο
περζάλ’ κομμάτ’.
Μετάφραση:
Η Μυτιλήνη μας είναι ένα τρανό χωριό,
άρχοντες και φουκαράδες ζούμε μακριά απ το Θεό.
Τί έχει ο Θεός και δε μας θέλει,
και για μας πια δεν τον μέλει.
Πουρνό πουρνό στη δουλειά μας με το καλάθι στο χέρι,
παν στο γιαλό τα παιδάκια και στα χωράφια οι γέροι.
Κήπος και Μακρύς Γιαλός,
της Μυτιλήνης μας ο ομφαλός.
Εδώ αν πάρεις μια γυναίκα θα την πάρεις με το στεφάνι,
εκτός αν βρεις μια χήρα τον πόνο σου για να σου γιάνει.
Αν δεν πηδήξεις τον Ησαΐα,
δεν έχει τη νύχτα μεγαλεία.
Ο μπάρμπας μου ο Νικόλας έχασε δυο γαλοπούλες,
τύφλες και μούντζες να 'χει όποιος τις βρει ξανά.
Κουνιόταν και τις γύρευε,
κι άλλος τις μαγείρευε.
Η θεία μου η Αμερσούδα (Μυρσίνη) τρία βρακιά φορεί,
μέχρι να βγάλει το ένα τα δυο τα κατουρεί.
Κούνησε το κούνησε το λιγάκι,
σαν βαρκούλα σαν καϊκάκι,
εγώ το κουνώ και 'κείνο κλαίει,
του διαόλου το μπασταρδάκι.
Η Μυτιλήνη μας είναι ένα τρανό χωριό,
άρχοντες και φουκαράδες ζούμε μακριά απ το Θεό.
Τί έχει ο Θεός και δε μας θέλει,
και για μας πια δεν τον μέλει.
Πουρνό πουρνό στη δουλειά μας με το καλάθι στο χέρι,
παν στο γιαλό τα παιδάκια και στα χωράφια οι γέροι.
Κήπος και Μακρύς Γιαλός,
της Μυτιλήνης μας ο ομφαλός.
Εδώ αν πάρεις μια γυναίκα θα την πάρεις με το στεφάνι,
εκτός αν βρεις μια χήρα τον πόνο σου για να σου γιάνει.
Αν δεν πηδήξεις τον Ησαΐα,
δεν έχει τη νύχτα μεγαλεία.
Ο μπάρμπας μου ο Νικόλας έχασε δυο γαλοπούλες,
τύφλες και μούντζες να 'χει όποιος τις βρει ξανά.
Κουνιόταν και τις γύρευε,
κι άλλος τις μαγείρευε.
Η θεία μου η Αμερσούδα (Μυρσίνη) τρία βρακιά φορεί,
μέχρι να βγάλει το ένα τα δυο τα κατουρεί.
Κούνησε το κούνησε το λιγάκι,
σαν βαρκούλα σαν καϊκάκι,
εγώ το κουνώ και 'κείνο κλαίει,
του διαόλου το μπασταρδάκι.
= = = = = = = = = = = = = = =
Του Γιάννου η φλογέρα
Βουκολικό του 1938 σε μουσική Μιχάλη Σουγιούλ και στίχους
Σ. Μίχα και Κώστα Κοφινιώτη. με το "Αηδόνι της Χιλής" τη Ροζίτα
Σεράνο της σύντροφο της ζωής του Γιάννη Σπάρτακου.
Πρώτη εκτέλεση το 1938 από τη Δανάη.
Ένα άλλο άκουσμα από την Δέσπω Κανέλου, το 1955
Παράτα βλάχα μ’ τις πλαγιές το πεύκο τα
πουρνάρια, τις ανθισμένες λυγαριές τα πράσινα χορτάρια.
Κι έλα στην πόλη αρχόντισσα ρήγισσα να
σε κάνω, να σε καθίσω σε χαλιά και σε μετάξια απάνω.
Στιγμή δε φεύγω απ’ το βουνό τα πλούτη
τα περιφρονώ, έχω τ’ αρνιά μου συντροφιά του λόγγου τον αγέρα,
κι αντίς για λόγια ερωτικά του Γιάννου
την φλογέρα.
= = = = = = = = = = = = = =
Βαγγελίτσα
Τραγούδι από την επιθεώρηση του ανέβηκε στο Περοκέ το
1936, σε μουσική Θόδωρου Παπαδόπουλου και στίχους Κώστα Κιούση και Πέτρου
Σώτου. Το τραγούδι ερμήνευσαν σε πρώτη εκτέλεση ο Βασίλης Αυλωνίτης με την τότε
μνηστή του Ροζίτα Ρόζη, ενώ αργότερα το έχει ηχογραφήσει και το ντουέτο της
Τζέλας Βανάκου – Φίνου και του Κώστα Κοντόπουλου.
Ο ρυθμός του κομματιού είναι 2/4 και χορεύεται ως
«FOXTROT».
Μάγκα μου βρε για σένα είν’ αβέρτα η
πάγκα μου
γόη μου απαρνήθηκα για ‘σε το σόι μου,
μ’ έλειωσες με τα κόλπα σου με ξεθεμέλιωσες
φάτα μου και ποδάρι άμα θέλεις πάτα μου.
γόη μου απαρνήθηκα για ‘σε το σόι μου,
μ’ έλειωσες με τα κόλπα σου με ξεθεμέλιωσες
φάτα μου και ποδάρι άμα θέλεις πάτα μου.
Βαγγελίτσα την ελίτσα σου άσε μια φορά
να τη φιλήσω,
Βαγγελίτσα στην αγκαλίτσα σου άσε με να γύρω και να σβήσω,
Βαγγελίτσα στην αγκαλίτσα σου άσε με να γύρω και να σβήσω.
Βαγγελίτσα στην αγκαλίτσα σου άσε με να γύρω και να σβήσω,
Βαγγελίτσα στην αγκαλίτσα σου άσε με να γύρω και να σβήσω.
Άδικα σου τραγούδαγα τα λεμονάδικα,
μ’ άλλον(ε) τα ‘χεις κι η γριά σου μου τα μπάλωνε,
μπάφιασα και μονάχα όταν μ’ άλλη τα ‘φτιαξα,
ζήλεψες μου ‘κανες σκηνές και με ρεζίλεψες.
μ’ άλλον(ε) τα ‘χεις κι η γριά σου μου τα μπάλωνε,
μπάφιασα και μονάχα όταν μ’ άλλη τα ‘φτιαξα,
ζήλεψες μου ‘κανες σκηνές και με ρεζίλεψες.
Βαγγελίτσα την ελίτσα σου άσε μια φορά
να τη φιλήσω,
Βαγγελίτσα στην αγκαλίτσα σου άσε με να γύρω και να σβήσω,
Βαγγελίτσα στην αγκαλίτσα σου άσε με να γύρω και να σβήσω.
Βαγγελίτσα στην αγκαλίτσα σου άσε με να γύρω και να σβήσω,
Βαγγελίτσα στην αγκαλίτσα σου άσε με να γύρω και να σβήσω.
= = = = = == == = = == = = = = =
ΚΑΝΕΛΛΙΑ
Τραγούδι σε μουσική και στίχους Σπήλιου Μέντη, σε πρώτη
εκτέλεση το 1958 από τη Σοφία Βέμπο στην επιθεώρηση «Άλα Νάσερ».
Ο ρυθμός του κομματιού είναι 7/8 και μπορεί να χορευτεί
ως «ΣΥΡΤΟ ΚΑΛΑΜΑΤΙΑΝΟ».
Κανελλιά μέσ’ το γιόμα στην αντηλιά
κάτω από την γέρικη την ελιά
ρούφαγες φιλιά απ’ το Λια.
κάτω από την γέρικη την ελιά
ρούφαγες φιλιά απ’ το Λια.
Κανελλιά
θα πληρώσεις την αγκαλιά
σ’ είδαν δέντρα πρόβατα και πουλιά
και θα βρεις μεγάλο μπελ(ι)ά
σ’ είδαν δέντρα πρόβατα και πουλιά
και θα βρεις μεγάλο μπελ(ι)ά
Να κι αν
μ’ είδανε κι αν δε μ’ είδανε
εγώ δε νοιάζουμαι κι ούτε σκιάζουμαι
είμαι η Κανελλιά και με δυο φιλιά βρε διαλύω το Λια.
εγώ δε νοιάζουμαι κι ούτε σκιάζουμαι
είμαι η Κανελλιά και με δυο φιλιά βρε διαλύω το Λια.
Για το γούστο μου και το μπούστο μου
ξεκουμπώνω εγώ διόλου δεν αργώ
πάντα μου περνά και το λέω ξανά να κι αν με είδανε να.
ξεκουμπώνω εγώ διόλου δεν αργώ
πάντα μου περνά και το λέω ξανά να κι αν με είδανε να.
Για το Λια
έχουν γίνει κοτσομπολιά
μα εγώ δεν βγάζω διόλου μιλιά
και γραμμή στην ελιά με τον Λια.
μα εγώ δεν βγάζω διόλου μιλιά
και γραμμή στην ελιά με τον Λια.
Να φιλιά μέσ’ του Λια μου την αγκαλιά
κι απ’ την κάψα που ‘χω εγώ απ’ το Λια
κάρβουνο θα γίνει η ελιά.
κι απ’ την κάψα που ‘χω εγώ απ’ το Λια
κάρβουνο θα γίνει η ελιά.
Μα όμως
αγκαλιά σ’ είδαν με το Λια
και θα βρεις μπελ(ι)ά για αυτό Κανελλιά
άσε την ελιά άσε και τον Λια να μη βρεθείς με κοιλιά.
και θα βρεις μπελ(ι)ά για αυτό Κανελλιά
άσε την ελιά άσε και τον Λια να μη βρεθείς με κοιλιά.
Να κι αν μ’ είδανε κι αν δε μ’ είδανε
εγώ δε νοιάζουμαι κι ούτε σκιάζουμαι
είμαι η Κανελλιά κι έχω απ’ τον Λια άλλον ένα Λια τραλαλα.
εγώ δε νοιάζουμαι κι ούτε σκιάζουμαι
είμαι η Κανελλιά κι έχω απ’ τον Λια άλλον ένα Λια τραλαλα.
= = = = = = = = = = = = = = = =
ΜΑΡΩ ΜΑΡΩ
Τραγούδι σε μουσική Θεόφραστού Σακελλαρίδη, στίχους
Αλέκου Σακελλάριου και Δημήτρη Ευαγγελίδη, σε πρώτη εκτέλεση το 1938 από τη
Σούλα Καραγεώργη στην επιθεώρηση «Τρελλή Συμφωνία». Το κομμάτι έχουν επίσης
ερμηνεύσει η Δανάη, ο Νίκος Γούναρης και η Ρίτα Δημητρίου.
Ο ρυθμός του κομματιού είναι 2/4 και μπορεί να χορευτεί
ως «ΑΡΓΟ ΧΑΣΑΠΟΣΕΡΒΙΚΟ».
Την κοιτούσαν με καμάρι στο χωριό τόσα
παιδιά,
είχε πάρει απ’ το θυμάρι η Μαριώ την ευωδιά.
είχε πάρει απ’ το θυμάρι η Μαριώ την ευωδιά.
Κι αν
καρδιές είχαν σκαλίσει στις ιτιές και στην ελιά,
δεν της είχανε μιλήσει για ματιές και για φιλιά.
δεν της είχανε μιλήσει για ματιές και για φιλιά.
Όλοι μπρος της οι λεβέντες νιώθανε
ντροπή,
μόνο ένας δυο κουβέντες τόλμησε να πει:
μόνο ένας δυο κουβέντες τόλμησε να πει:
Μάρω Μάρω
μια φορά είν’ τα νιάτα,
Μάρω Μάρω τις ντροπές παράτα.
Του φιλιού την πρώτη γλύκα μη την(ε) φυλάς για προίκα,
μη με διώχνεις τώρα που σε βρήκα.
Μάρω Μάρω τις ντροπές παράτα.
Του φιλιού την πρώτη γλύκα μη την(ε) φυλάς για προίκα,
μη με διώχνεις τώρα που σε βρήκα.
Επεράσανε τα χρόνια το χωριό κι αυτό
γερνά,
κι ήρθαν στα μαλλιά τα χιόνια κι η Μαριώ σκυφτή περνά.
κι ήρθαν στα μαλλιά τα χιόνια κι η Μαριώ σκυφτή περνά.
Τη θυμούνται μόνο οι γέροι κάτι λέν’
ψιθυριστά,
κι οι ελιές μιλούν στ’ αγέρι κι ίσως κλαίν’ τραγουδιστά.
κι οι ελιές μιλούν στ’ αγέρι κι ίσως κλαίν’ τραγουδιστά.
Κι η Μαριώ
γεροντοκόρη τώρα σκυθρωπή,
σαν ηχώ ακούει τ’ αγόρι που της είχε πει:
σαν ηχώ ακούει τ’ αγόρι που της είχε πει:
= = = = = = = = = = = = = = = =
O ΓΙΑΝΝΟΣ
ΚΑΙ Η ΠΑΓΩΝΑ
Τραγούδι σε μουσική Θεόφραστού Σακελλαρίδη, στίχους
Αλέκου Σακελλάριου, σε πρώτη εκτέλεση το 1938 από τη Σοφία Βέμπο στην
επιθεώρηση «Σιλουέττα» του θεάτρου Σαμαρτζή με τον θίασο Μηλιάδη - Κυριακού.
Από το φιλμ Προσφυγοπούλα την Ελληνική υπερπαραγωγή με
την Σοφία Βέμπο και τον Μάνο Φιλλιπίδη
Κάτω στον Κάμπο κάτω στην Ελασσόνα
ποτίζει ο Γιάννος ποτίζει κι Παγώνα,
στοίχημα βάζουν ο Γιάννος κι η Παγώνα
ποιος θα διψάσει προτού να μπει το γιόμα.
ποτίζει ο Γιάννος ποτίζει κι Παγώνα,
στοίχημα βάζουν ο Γιάννος κι η Παγώνα
ποιος θα διψάσει προτού να μπει το γιόμα.
Διψάει η Παγώνα προτού να μπει το γιόμα,
νερό βρε Γιάννο γιατί θα πεθάνω,
και τέτοιο στοίχημα δεν ματαβάνω.
νερό βρε Γιάννο γιατί θα πεθάνω,
και τέτοιο στοίχημα δεν ματαβάνω.
Διψάει η Παγώνα προτού να μπει το γιόμα,
νερό βρε Γιάννο γιατί θα πεθάνω,
και τέτοιο στοίχημα δεν ματαβάνω.
νερό βρε Γιάννο γιατί θα πεθάνω,
και τέτοιο στοίχημα δεν ματαβάνω.
= = = = = == = = = = = = = = = =
ΓΕΡΑΚΙΝΑ
Τραγούδι σε μουσική ενορχήστρωση Ιωσήφ Ριτσιάρδη, σε
πρώτη εκτέλεση το 1946 από τη Δανάη και τον Τώνη Μαρούδα, ενώ το 1947 το
φωνογράφησαν η Σοφία Βέμπο και ο Νίκος Μοσχονάς.
Το κομμάτι αποδίδεται και στον Βασίλη Τσιτσάνη (μουσική
& στίχους) που το φωνογράφησε το 1948, γεγονός όμως που είναι λανθασμένο
και βεβαιώθηκε μετά από δικαστική διαδικασία που την είχε ασκήσει η Δανάη
Στρατηγοπούλου κατά του Τσιτσάνη. Μελετητές υποστηρίζουν ότι το κομμάτι
προϋπήρχε ως παραδοσιακό από την περιοχή της Νιγρίτας Σερρών.
Ο ρυθμός του κομματιού είναι 7/8 και χορεύεται ως «ΣΥΡΤΟΣ
ΚΑΛΑΜΑΤΙΑΝΟΣ».
Κίνησε η Γερακίνα για νερό κρύο να
φέρει,
ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ
τα βραχιόλια της βροντούν,
ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ
τα βραχιόλια της βροντούν.
ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ
τα βραχιόλια της βροντούν,
ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ
τα βραχιόλια της βροντούν.
Κι έπεσε μες το πηγάδι κι έβγαλε φωνή
μεγάλη,
ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ
τα βραχιόλια της βροντούν,
ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ
τα βραχιόλια της βροντούν.
ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ
τα βραχιόλια της βροντούν,
ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ
τα βραχιόλια της βροντούν.
Κι έτρεξε ο κόσμος όλος κι έτρεξα κι εγώ
ο καημένος,
ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ
τα βραχιόλια της βροντούν,
ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ
τα βραχιόλια της βροντούν.
ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ
τα βραχιόλια της βροντούν,
ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ
τα βραχιόλια της βροντούν.
Κι έριξα χρυσό κορδόνι και την έπιασα
απ’ την ζώνη,
ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ
τα βραχιόλια της βροντούν,
ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ
τα βραχιόλια της βροντούν.
ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ
τα βραχιόλια της βροντούν,
ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ
τα βραχιόλια της βροντούν.
Γερακίνα θα σε βγάλω και γυναίκα θα σε
πάρω,
ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ
τα βραχιόλια της βροντούν,
ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ
τα βραχιόλια της βροντούν.
ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ
τα βραχιόλια της βροντούν,
ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ-ντρουμ
τα βραχιόλια της βροντούν.
= = = = = = = = = = = = = = = = = = = =
ΠΕΡΑ ΣΤΟΥΣ ΠΕΡΑ ΚΑΜΠΟΥΣ
Τραγούδι παραδοσιακό από τη Ρόδο της Δωδεκανήσου. Το
τραγούδι είναι δηλωμένο σε μουσική και στίχους Σταμάτη Χατζηδάκη και στο
έντεχνο ρεπερτόριο έχει ενταχθεί μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο σε εκτέλεση από το
Νίκο Γούναρη και την Εύα Στυλ. Μία επίσης γνωστή εκτέλεση είναι του Νίκου
Γούναρη με τον Ευάγγελο Γκρέγκο στα τέλη της δεκαετίας του ’40.
Ο ρυθμός του κομματιού είναι 2/4.
Ακούστε το από τις Άννα και Αιμιλία Χατζηδάκη. Έτος
ηχογράφησης 1948.
Πέρα στους πέρα κάμπους πέρα στους πέρα
κάμπους
πέρα στους πέρα κάμπους όπου ‘ναι οι ελιές,
είν’ ‘να μοναστηράκι είν’ ‘να μοναστηράκι
είν’ ‘να μοναστηράκι που πάν’ οι κοπελιές.
Πάω κι εγώ ο καημένος πάω κι εγώ ο καημένος
πάω κι εγώ ο καημένος για να λειτουργηθώ,
να κάνω τον σταυρό μου να κάνω τον σταυρό μου
να κάνω τον σταυρό μου σαν κάθε χριστιανός.
Στην εκκλησιά που μπαίνω στην εκκλησιά που μπαίνω
στην εκκλησιά που μπαίνω βλέπω μια κοπελιά,
έκανε το σταυρό της έκανε το σταυρό της
έκανε το σταυρό της και λάμπει η εκκλησιά.
Ρωτώ ξαναρωτώ τη ρωτώ ξαναρωτώ τη
ρωτώ ξαναρωτώ τη απ’ που ‘σαι κοπελιά,
από εδώ κοντά ‘μαι από εδώ κοντά ‘μαι
από εδώ κοντά ‘μαι κι από το μαχαλά.
Μα έχω γέρον άντρα μα έχω γέρον άντρα
μα έχω γέρον άντρα και δυο μικρά παιδιά,
ολημερίς με δέρνει ολημερίς με δέρνει
ολημερίς με δέρνει έχει σκληρή καρδιά..
πέρα στους πέρα κάμπους όπου ‘ναι οι ελιές,
είν’ ‘να μοναστηράκι είν’ ‘να μοναστηράκι
είν’ ‘να μοναστηράκι που πάν’ οι κοπελιές.
Πάω κι εγώ ο καημένος πάω κι εγώ ο καημένος
πάω κι εγώ ο καημένος για να λειτουργηθώ,
να κάνω τον σταυρό μου να κάνω τον σταυρό μου
να κάνω τον σταυρό μου σαν κάθε χριστιανός.
Στην εκκλησιά που μπαίνω στην εκκλησιά που μπαίνω
στην εκκλησιά που μπαίνω βλέπω μια κοπελιά,
έκανε το σταυρό της έκανε το σταυρό της
έκανε το σταυρό της και λάμπει η εκκλησιά.
Ρωτώ ξαναρωτώ τη ρωτώ ξαναρωτώ τη
ρωτώ ξαναρωτώ τη απ’ που ‘σαι κοπελιά,
από εδώ κοντά ‘μαι από εδώ κοντά ‘μαι
από εδώ κοντά ‘μαι κι από το μαχαλά.
Μα έχω γέρον άντρα μα έχω γέρον άντρα
μα έχω γέρον άντρα και δυο μικρά παιδιά,
ολημερίς με δέρνει ολημερίς με δέρνει
ολημερίς με δέρνει έχει σκληρή καρδιά..
Βαρύ σταμνί μου δίνει βαρύ σταμνί μου
δίνει
βαρύ σταμνί μου δίνει και κοντό σκοινί,
να αργήσω να γεμίσω να αργήσω να γεμίσω
να αργήσω να γεμίσω για να βρει αφορμή.
βαρύ σταμνί μου δίνει και κοντό σκοινί,
να αργήσω να γεμίσω να αργήσω να γεμίσω
να αργήσω να γεμίσω για να βρει αφορμή.
= = = = = = = = = = = = = = =
= = =
ΔΙΧΩΣ ΓΙΑΝΝΟ ΔΕ ΘΑ ΓΕΙΑΝΩ
Τραγούδι σε μουσική Ιωσήφ
Ριτσιάρδη, στίχους Γιώργου Ασημακόπουλου, Βασίλη Σπυρόπουλου και Παύλου
Παπαδούκα, σε πρώτη εκτέλεση το 1946 από τη Σοφία Βέμπο.
Ο ρυθμός του κομματιού είναι
2/4 και μπορεί να χορευτεί ως «ΧΑΣΑΠΟΣΕΡΒΙΚΟ».
Η πεντάμορφη Μαριώ άρρωστη είναι στο
χωριό,
δέκα μέρες στο κρεβάτι δεν μπορεί να κλείσει μάτι.
Λιώνει η δόλια σαν κερί κίτρινη σαν το φλουρί,
κι ο γιατρός που όλο τρέχει δεν μπορεί να βρει τι έχει.
Κι ένα βράδυ σε καλό της στη μανούλα της γυρνά,
που ‘ναι στο προσκέφαλό της και της λέει σιγανά.
δέκα μέρες στο κρεβάτι δεν μπορεί να κλείσει μάτι.
Λιώνει η δόλια σαν κερί κίτρινη σαν το φλουρί,
κι ο γιατρός που όλο τρέχει δεν μπορεί να βρει τι έχει.
Κι ένα βράδυ σε καλό της στη μανούλα της γυρνά,
που ‘ναι στο προσκέφαλό της και της λέει σιγανά.
Μάνα μου αν θες να γειάνω πάντρεψέ με με
το Γιάννο,
που με φίλησε στην βρύση κι η καρδιά μου έχει ραγίσει.
Μας κρυφόειδε το φεγγάρι που απ’ το βουνό είχε βγει,
κι αν δε γίνουμε ζευγάρι μάνα μ’ θα με φάει η γη.
Αχ! Μανούλα γιάτρεψέ με με το Γιάννο πάντρεψέ με,
μάννα φέρε μου το Γιάννο δίχως Γιάννο δε θα γειάνω.
που με φίλησε στην βρύση κι η καρδιά μου έχει ραγίσει.
Μας κρυφόειδε το φεγγάρι που απ’ το βουνό είχε βγει,
κι αν δε γίνουμε ζευγάρι μάνα μ’ θα με φάει η γη.
Αχ! Μανούλα γιάτρεψέ με με το Γιάννο πάντρεψέ με,
μάννα φέρε μου το Γιάννο δίχως Γιάννο δε θα γειάνω.
Στης καρδιάς μας τις πληγές τι να κάνουν
συνταγές,
στης αγάπης το καμίνι τι να κάνει η ασπιρίνη.
Κι έτσι η μάννα τι καλά τον γιατρό τον (ε)σχολά,
και τα πόδια η δόλια παίρνει και το Γιάννο πάει και φέρνει.
Η Μαριώ τον βλέπει μπρος της και τ’ αχείλι της γελά,
και της πέφτει ο πυρετός της και στη μάννα της μιλά.
στης αγάπης το καμίνι τι να κάνει η ασπιρίνη.
Κι έτσι η μάννα τι καλά τον γιατρό τον (ε)σχολά,
και τα πόδια η δόλια παίρνει και το Γιάννο πάει και φέρνει.
Η Μαριώ τον βλέπει μπρος της και τ’ αχείλι της γελά,
και της πέφτει ο πυρετός της και στη μάννα της μιλά.
Μάνα μου αν θες να γειάνω πάντρεψέ με το
Γιάννο,
που με φίλησε στη βρύση κι η καρδιά μου έχει ραγίσει.
Μας κρυφόειδε το φεγγάρι που απ’ το βουνό είχε βγει,
κι αν δε γίνουμε ζευγάρι μάνα μ’ θα με φάει η γη.
Αχ! Μανούλα γιάτρεψέ με με το Γιάννο πάντρεψέ με,
μάννα φέρε μου το Γιάννο δίχως Γιάννο δε θα γειάνω.
που με φίλησε στη βρύση κι η καρδιά μου έχει ραγίσει.
Μας κρυφόειδε το φεγγάρι που απ’ το βουνό είχε βγει,
κι αν δε γίνουμε ζευγάρι μάνα μ’ θα με φάει η γη.
Αχ! Μανούλα γιάτρεψέ με με το Γιάννο πάντρεψέ με,
μάννα φέρε μου το Γιάννο δίχως Γιάννο δε θα γειάνω.
…με το υπέροχο σκρατς του
δίσκου…
=== = = = = = = = = = = = =
ΕΝΝΟΙΑ ΣΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ
Sε πρώτη εκτέλεση το 1955 από το Νίκο
Γούναρη.
Ο ρυθμός του κομματιού είναι
2/4.
Σύνθεση: Σαββίδης Αιμίλιος Ή
Δέλτας Ν. 1940
Στίχοι: Διαμαντίδης Αντώνης Ή Νταλγκάς Ή Χατζηδιαμαντίδης
His Master's Voice HMV AO 2518
Στίχοι: Διαμαντίδης Αντώνης Ή Νταλγκάς Ή Χατζηδιαμαντίδης
His Master's Voice HMV AO 2518
Πέρα στη Χασιά η Αναστασιά,
παίρνει ένα λεβέντη κι άναψε το γλέντι.
παίρνει ένα λεβέντη κι άναψε το γλέντι.
Ενώ ο Νότης απ’ τα Σπάτα που αγαπά τη
μαυρομάτα,
ντροπιασμένος τώρα κλαίει και με τη φλογέρα λέει.
ντροπιασμένος τώρα κλαίει και με τη φλογέρα λέει.
Έννοια σου Αναστασιά θα ‘ρθω πέρα στη
Χασιά,
θα ‘ρθω γιατί το ‘χω άχτι κι όλα θα τα κάνω στάχτη.
Με τη σούστα που θα ζέψω κι ένα βράδυ θα σε κλέψω,
έννοια σου Αναστασιά θα ‘ρθω πέρα στη Χασιά.
θα ‘ρθω γιατί το ‘χω άχτι κι όλα θα τα κάνω στάχτη.
Με τη σούστα που θα ζέψω κι ένα βράδυ θα σε κλέψω,
έννοια σου Αναστασιά θα ‘ρθω πέρα στη Χασιά.
Στήνουνται τα αρνιά μέσ’ τη γειτονιά,
κι άνοιξαν βαρέλι που ‘χε κοκκινέλι.
κι άνοιξαν βαρέλι που ‘χε κοκκινέλι.
Κι άντρες στου χωριού τη βρύση το χορό
έχουνε στήσει,
πάλι ακούγεται από πέρα μια φωνή μέσ’ τον αέρα.
πάλι ακούγεται από πέρα μια φωνή μέσ’ τον αέρα.
Έννοια σου Αναστασιά θα ‘ρθω πέρα στη
Χασιά,
θα ‘ρθω γιατί το ‘χω άχτι κι όλα θα τα κάνω στάχτη.
Με τη σούστα που θα ζέψω κι ένα βράδυ θα σε κλέψω,
έννοια σου Αναστασιά θα ‘ρθω πέρα στη Χασιά.
θα ‘ρθω γιατί το ‘χω άχτι κι όλα θα τα κάνω στάχτη.
Με τη σούστα που θα ζέψω κι ένα βράδυ θα σε κλέψω,
έννοια σου Αναστασιά θα ‘ρθω πέρα στη Χασιά.
Τὸ τραγούδι «Ποταμὲ, τζάνεμ ποταμέ μου» τὸ κατέγραψε ὁ Γάλλος Bourgault Ducoudray πρὶν τὸ 1876 (Νο 23) !
ΑπάντησηΔιαγραφή