''Παίρνω την ζωή όπως έρχεται.''

Το είχε γράψει με αφορμή το Θέατρο η Γαλλίδα σκηνοθέτις Αριάν Μνουσκίν.

Έβαλα τη λέξη Θεός στη θέση της λέξης Θέατρο και το πρόσθεσα στην προσευχή μου.
Εσείς, φίλοι μου, προσθέστε αυτό που αγαπάτε….

''Βοήθεια! Θεέ, βοήθησέ με!
Κοιμάμαι. Ξύπνησέ με.
Είμαι χαμένη μέσα στο σκοτάδι, οδήγησέ με, τουλάχιστον κοντά σ’ ένα κερί. 
Είμαι οκνηρή, κάνε με να ντρέπομαι.
Είμαι κουρασμένη, ανέβασέ με.
Είμαι αδιάφορη, τσαλάκωσέ μου την εικόνα.
Φοβάμαι, δώσε μου κουράγιο.
Είμαι αδαής, εκπαίδευσέ με.
Είμαι απάνθρωπη, εξανθρώπισέ με…
Είμαι δεσποτική και σκληρή, πολέμησέ με.
Είμαι σχολαστική, γελοιοποίησέ με.
Είμαι χυδαία, εξύψωσέ με…
Έχω ξεχάσει, ξεκίνησέ μου την μνήμη.
Αισθάνομαι γριά και άχρηστη, κάνε να σκιρτήσει η παιδικότητα.
Είμαι άχαρη, δώσε μου τη μουσική.
Είμαι θλιμμένη, ψάξε τη χαρά…
Είμαι άστατη, όπλισέ με με φρόνηση.
Είμαι αδύναμη, άναψε τη φιλία.
Είμαι τυφλή, φέρε μου όλα τα φώτα.
Είμαι υποταγμένη στην ασχήμια, κάνε να με κατακτήσει η ομορφιά.''


''Παίρνω την ζωή όπως έρχεται.''

Μάρη Ι. Τσαμακίδου - Παπαποστόλου




«Ένα ημιτόνιο πίσω»


ΘΕΑΤΡΙΚΟ  ΜΟΝΟΠΡΑΚΤΟ

«Ένα ημιτόνιο πίσω»

της Μάρης Τσαμακίδου Παπαποστόλου



Φθινόπωρο…σούρουπο…απόγευμα Σαββάτου. Δωμάτιο απλό, καθαρό, ελάχιστα φωτισμένο με όμορφη επίπλωση. Κοντά στο παράθυρο με την υπέροχη κουρτίνα από άσπρη γάζα, κάθεται μια γυναίκα, γύρω στα 65. Μάλλον ψηλή, με κοντοκομμένα γκρίζα μαλλιά, μάτια πολύ εκφραστικά, φορώντας ένα καλοραμένο φόρεμα σε γκρι –μπλε χρώμα. Στα λεπτά της δάχτυλα μπερδεύεται ένα μικρό ασημένιο κομπολόϊ. Χαϊδεύει με το βλέμμα το παλιό ραδιόφωνο το Philips, με καμένες τις λάμπες του, που, βουβό πια, αποτελεί μιαν εικαστική παρέμβαση στον χώρο. Αυτό το μικρό Philips ψηλά  πάνω σ’ ένα ράφι θα είναι η πρώτη επαφή της με την ξένη αλφαβήτα και με το Ράδιο–Βατικανό. Κάθε Κυριακή , όταν ήταν μικρή, όρθια επάνω σε μια καρέκλα άκουγε τις μουσικές εκπομπές και ,το βράδυ, μετά το «Θέατρο στο μικρόφωνο» κατά τις εννέα, χανόταν στους λαβύρινθους του ανατριχιαστικού για εκείνη τότε « Ave Maria, gratia plena…». Το  mulieribus, ειπωμένο από μία μονωδία μερικών καλογραιών με άλτο φωνή, της διέτρεχε την σπονδυλική στήλη σαν φίδι, της ανακάτευε τα σωθικά και τη γέμιζε  τρόμο μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο, που για μοναδικό φως είχε εκείνο, που φώτιζε το καντράν του ραδιοφώνου.
Από κάπου ακούγεται η φωνή του Sinatra και το "My way"
"And dit it my way" ακούγεται η γυναίκα να σιγοντάρει τον Frank. Αναστενάζει, χαμογελάει κάπως θλιμμένα, κάπως τρυφερά και μονολογεί. 

          Ναι, έζησα με τον δικό μου τρόπο και μόνο μ’ αυτόν. Τις πιο πολλές φορές αρνήθηκα, και πάλεψα πολύ να το πετύχω, να μπω στα καλούπια του "πρέπει" και του "δήθεν" κι ένοιωσα ωραία έτσι και δυνατή….Χαχαχαχα.. τροπαιούχα´ πρωταγωνιστούσα στην ίδια μου τη ζωή δίχως εξαρτήσεις κάθε είδους. Τώρα πια, πίσω-πίσω,  [που λένε] τολμώ να πω πως ο Θεός μ’ έπλασε με μυαλό κι αισθήματα ΑΝΤΟΧΗΣ. Ναι…ναι…! Όπως το ακούτε: ΑΝΤΟΧΗΣ.
          Τι να πω και τι να ‘μολογήσω!....Ορφανή από μπαμπά με μια μητέρα που με λάτρευε. Μα κι εγώ…στα μάτια την κοιτούσα και φρόντιζα να μην την στεναχωρώ, να είμαι άριστη μαθήτρια αλλά –κυρίως- καλή θυγατέρα.
Πώς τα φέρνει η μοίρα καμιά φορά!...«Άμα ψάχνεις, βρίσκεις», έτσι δεν λένε; Τώρα το τι βρίσκεις είναι μιαν άλλη ιστορία. Για μένα εκείνο το έγγραφο στο συρτάρι της ντουλάπας, το τυλιγμένο σε ρολό και περιτυλιγμένο από φύλλο παλιάς εφημερίδας, ήταν το… εισιτήριο διαρκείας για μιαν αναζήτηση που κράτησε τέσσερις δεκαετίες κα πλέον… Μη σας φαίνεται περίεργο´ ακόμα και σ’ εκείνα τα χρόνια βασίλευε ο ρατσισμός. Τον βίωσα στο πετσί μου ως ορφανή. Φανταστείτε πως, μερικά παιδιά δεν με κάνανε παρέα επειδή ήμουν ορφανή. «Όνομα πατρός;» ρώτησα μια μέρα έναν δάσκαλο, «τι να γράψω στο δελτίο του λεωφορείου; Ο δικός μου μπαμπάς έχει πεθάνει» Και η απάντηση: «Ορφανή». Χα…Λες και φύτρωσα, λες και δεν είχα γεννήτορα.  Ας είναι…
Τον βίωσα όμως κι αλλιώς…Α! Το έγγραφο… ναι! Να σας πω για το έγγραφο. Που λέτε το ανοίγω και διαβάζω: « …στην μαθήτρια …τάδε…, θετή κόρη του…και της…» Έμεινα εμβρόντητη. Διαισθάνθηκα ότι ήταν κακή λέξη αλλά δεν ήξερα την σημασία της. Τρέχω στην βιβλιοθήκη ανοίγω το λεξικό - θυμάμαι ήταν της "Πρωΐας". Ανοίγω με δυνατό καρδιοχτύπι στη λέξη θετός. Διαβάζω και ξαναδιαβάζω την ερμηνεία, κοιτάζω τις παραπάνω ή τις παρακάτω λέξεις, με την κρυφή ελπίδα να έχει γίνει λάθος. Κι όμως, όχι. Ήταν έτσι και δεν θ’ άλλαζε ποτέ και για τίποτε. Στα μηνίγγια το αίμα μαζεύονταν πυκνό και ήθελε να πεταχτεί έξω. Ήμουν κάποια που δεν είχε μητέρα, ούτε πατέρα, ούτε συγγενείς, ούτε όνομα, ούτε καν σπίτι. Μου τα είχαν αφαιρέσει όλα τούτα, δεν μου άφησαν τίποτε. Δεν είχα με τί  να τ’ αντικαταστήσω και απόμεινα μονάχη. Πήρα μια βαθιά ανάσα, έκλεισα το λεξικό, το έβαλα στη θέση του, ξαναπήγα στη ντουλάπα, ξανάκανα το ενδεικτικό σε ρολό, τύλιξα γύρω του την εφημερίδα  το τοποθέτησα στη θέση του, κλείδωσα  και σωριάστηκα στο κρεβάτι. Ένα μεγάλο κάτασπρο ψηλό κρεβάτι με μπάρες από νίκελ, αντίκρυ από το κρεβάτι της μητέρας, που ήταν ολόιδιο με το δικό μου. Σταύρωσα τα χέρια και έκλεισα τα μάτια. Όταν τα άνοιξα, κάρφωσα το βλέμμα στο κρεβάτι της μαμάς, τη φαντάστηκα να κοιμάται και σκέφτηκα: « Κι όμως μ’ αγαπάει τόσο!… Ίσως να ναι λάθος ή και ψέμα ». Η δίψα μου για ζωή, η ιδιοσυγκρασία μου και η τάση μου για μυθοποίηση μ’ ανάγκασαν να ανοίξω τα στεγανά μου, για να κλείσω το συμβάν μέσα, δίνοντας υπόσχεση στον εαυτό μου να μην πω το παραμικρό σε κανέναν.
Η μητέρα γύρισε νωρίς το απόγευμα από το νεκροταφείο κι εγώ συμπεριφερόμουν σα να μην είχε συμβεί τίποτε απολύτως. Άκουγα δυνατά μουσική · είχα κι’ ένα διαβολεμένο κέφι, από εκείνα που μ’ έπιαναν συχνά, όταν ένοιωθα ότι πνιγόμουν και ήθελα να εκτονωθώ, να βρω έξοδο διαφυγής. Και από τότε δεν πέρασε μέρα, που να μην παρακολουθώ στο ραδιόφωνο τις «Αναζητήσεις μέσω του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού». Προσδοκούσα να ακούσω να αναφέρουν και το δικό μου όνομα · ότι με ζητούν, ψάχνουν,  ενδιαφέρονται  για μένα. Ήθελα ν’ ακούσω να ονοματίζουν αυτούς που  αναζητούν το χαμένο τους παιδί. « Θα σημειώσω τ’ όνομά τους και όταν μεγαλώσω και πεθάνει η μαμά μου, θα ξεκινήσω να τους βρω » σκεφτόμουν με περισσή αφέλεια. Πάντα οι άνθρωποι έχουν ελπίδα˙ κι η δικιά μου ήταν καλά ασφαλισμένη στην αγκαλιά του Ερυθρού Σταυρού.
Εδώ να δείτε εσείς ρατσισμό…Δεν παλεύονται οι άνθρωποι, σας λέω! Ούτε από μικρούς ούτε από μεγάλους…Καλοθελητούδες να μου "ανοίξουν" τα μάτια…μόνο που μου τα "έβγαζαν"….«Αχ! Καλέ, ναι!!! Είναι το κοριτσάκι που το πήρανε».
Μια μέρα η δασκάλα μας θα υπαγόρευε άγνωστη ορθογραφία και μάλιστα αρκετή. Μας είχε προειδοποιήσει ότι θα είναι πολλή και με σχετικά δύσκολες λέξεις, διότι παρακολουθούν πια μεγάλη τάξη. Αυτό μ’ έκανε να νοιώθω πως ήμουν τόσο ώριμη, ώστε να μην επιτρέπω στον εαυτό μου να πηγαίνω αδιάβαστη. Η κυρία Καίτη, αφού επέβαλε την τάξη μέσα στην αίθουσα, άρχισε να υπαγορεύει το κείμενο της ορθογραφίας. Είμαι η πρώτη που τελειώνει και σηκώνω το κεφάλι από το γραπτό.Βλέπω τ’ άλλα παιδιά που σβήνουν - γράφουν και σκέφτομαι: «Τι καλά που είναι αυτά! Δεν έχουν καμία έγνοια · είναι σίγουρα για τους γονείς τους · δεν αναρωτιούνται για τίποτε. Άραγε να ξέρουν για μένα; » Είχα κι αυτή την αμφιβολία, γιατί, ναι μεν ήμουν έξυπνη αλλά ταυτόχρονα και πολύ αθώα, αυθόρμητη, απονήρευτη, πολύ παιδί. Υπήρχαν άλλα στην ηλικία μου που ήταν πονηρεμένα, αυτό που λέμε ξύπνια αλλά όχι κατ’ ανάγκη και έξυπνα. Τελειώνει η υπαγόρευση, γίνεται η επανάληψη και η κυρία Καίτη σκύβει πάνω από κάθε γραπτό · το διορθώνει προσεκτικά, επισημαίνοντας τα λάθη στον καθένα από τους μαθητές της. Χαρούμενες η Ζωή, η Μαριάνθη, η Κάτια πανηγυρίζουν για το Άριστα 10 που παίρνουν. Ο Ηλίας, ο Γιάννης, ο Φάνης το ίδιο. Φυσικά κι εγώ εισπράττω ένα μεγάλο Άριστα. Όμως η ωραία της τάξης, μια ψηλή με κατάμαυρα μαλλιά, η Νάγια , πλησιάζει στο θρανίο μου και με τα λεπτά  χείλια της, σφίγγοντάς τα (έτσι τα έκανε, όταν ήταν έτοιμη να στάξει δηλητήριο) μου λέει:
«Πόσο πήρες στην ορθογραφία;»
«Δέκα», της απαντάω απλά σηκώνοντας το κεφάλι ·« Εσύ; »
«Εγώ οχτώ, αλλά μη χαίρεσαι. Τι σαν πήρες δέκα; Και ο πατέρας σου έχει πεθάνει και δεν είσαι δικό τους παιδί. Σ’ έχουν πάρει από τους γύφτους»
Και με έκφραση θριάμβου κάνει  στροφή απότομα και πηγαίνει στο θρανίο της.
     Απόμεινα σιωπηλή, χωρίς να μπορέσω ν’ αρθρώσω λέξη. Σ’ όλη μου τη ζωή παρόλο που ήμουν άνθρωπος ντόμπρος και είχα το θάρρος της γνώμης μου, εντούτοις, όταν μου επιτίθεντο ξαφνικά και άδικα, δεν έβγαζα κουβέντα. Τώρα,  νοιώθω τόσο ανήμπορη σα να εμφανιζόταν εμπρός μου κάτι το θεόρατο, που μου ήταν αδύνατο να αντιμετωπίσω, να πολεμήσω. Και επειδή τα συναισθήματα ήταν συγκεχυμένα, εκείνο που μπόρεσα να εκδηλώσω, ήταν η φυγή και η αναζήτηση προστασίας από τη μητέρα μου.. .Για πρώτη φορά στη μαθητική μου ζωή φεύγω τρέχοντας από το σχολείο χωρίς να ζητήσω την άδεια και φθάνω στο σπίτι αλαφιασμένη. Δεν έχω πια κουράγιο να συγκρατηθώ, για να μη στεναχωρήσω τη μητέρα μου. Η φορτισμένη μου ψυχή ζητούσε ν’ ακουμπήσει, για να ξανασάνει, στη μητρική αγκαλιά. Δάκρυα λούζουν το πρόσωπό μου. Ξεσπάω σε γοερά κλάματα. Αισθάνομαι τόσο δυστυχισμένη αλλά και ανακουφισμένη συνάμα. Η μαμά μου χαϊδεύει το κεφάλι, αλλά γεμάτη ανησυχία με ρωτά: «Τι έπαθες, καλό μου; Τι έχει το πουλί μου; Μήπως δε νοιώθεις καλά; Να πάμε στο γιατρό. Μήπως κανένα παιδί σε χτύπησε; Δεν πειράζει, γίνονται αυτά…Μήπως δεν έγραψες καλά στο μάθημα; Ε!…δε χάθηκε ο κόσμος δα…Όλοι ξέρουν ότι είσαι καλή μαθήτρια. Θα κάνουμε μαζί μια επανάληψη την Κυριακή και θα τ’ αναπληρώσεις»
      Και μην έχοντας απάντησή μου, παίρνει όλες τις παραμέτρους.
«Έλα, χρυσό μου, ησύχασε. Πες στη μανούλα τι σε βαραίνει» Με το άκουσμα του « τι σε βαραίνει » καινούργια κλάματα. Αχ! Πόσο θέλω να της τα πω όλα, μα όλα• με κάθε λεπτομέρεια. Να μην υπάρχει τίποτα το κρυφό ανάμεσά μας. Όλα να είναι διάφανα, πεντακάθαρα. Όμως ίσως να φέρω τη μητέρα σε άσχημη θέση. Ίσως κάποτε μπορεί να μου μιλήσει η ίδια. Έτσι αποφασίζω να πω τη μισή αλήθεια. «Να!… πήρα δέκα στην ορθογραφία και, επειδή με ζηλέψανε, μου είπανε κάτι παιδιά ότι δεν είμαι δικό σου παιδί. Γιατί μου λένε τέτοιες κουβέντες; » Τελειώνοντας τα λόγια μου κουρνιάζω ξανά στο στήθος της μητέρας μου. Όχι γιατί τώρα το χα ανάγκη, αλλά για να μη δω την έκφρασή της.
«Αχ! παιδάκι μου…Πόσες φορές και πόσοι άνθρωποι θα μας ρίξουν δηλητήριο…εμείς όμως δεν πρέπει να τους δίνουμε σημασία. Σημασία να δίνουμε σ’ αυτά, που μας λένε εκείνοι, που ξέρουμε πως μας αγαπούν και θέλουν το καλό μας. Μη φοβάσαι ότι δε θα τους ξεχωρίσεις. Είναι τόσοι λίγοι!…Όμως ποιό παιδί ήταν αυτό, που σου είπε τέτοια κουβέντα; Μην ανησυχείς, δεν θα πάω στο σχολείο να κάνω φασαρία• μια κυρία δεν θα κατέλθει ποτέ στο επίπεδο μιας οποιασδήποτε "γυναικούλας"»
«Δεν το ξέρεις…κάποιο παιδί, αποκρίθηκα ήρεμα» Δεν θέλω να της αποκαλύψω το όνομα της Νάγιας. Είναι χρόνια γειτόνισσα, αν και δεν έχουμε ιδιαίτερες σχέσεις. Ύστερα δεν μου αρέσει να κόβεται έστω και αυτή η απλή καλημέρα. Θέλω να τα έχω με όλους καλά.
      Τρυφερά η μαμά με απομακρύνει από την αγκαλιά της. Παίρνοντάς με από το χέρι, με οδηγεί στην τραπεζαρία, όπου επάνω στο γραφείο βρίσκεται η φωτογραφία του άντρα της. Την ανασηκώνει και βάζοντάς την μπροστά μου, μου λέει: «Κοίταξε, αγάπη μου. Κοίτα την ομοιότητα που έχεις με τον πατέρα σου. Κοίταξε καλά. Τα ίδια μάτια, η ίδια γλυκιά έκφραση»
Δείχνω να πείθομαι, μόνο και μόνο για να μην τραβήξει σε μάκρος το μαρτύριο της μητέρας μου. Αλλά εκείνη συνεχίζει: «Σκέψου, όμως την άλλη περίπτωση. Εδώ υπάρχουν αδέρφια και διαφέρουν παρασάγγες δεκατέσσερις. Και μην πας μακριά…Εγώ με το θείο σου, τον αδερφό μου• κατάξανθος εκείνος, προς το μελαμψό εγώ, καμία ομοιότητα. Άσε τη διαφορά χαρακτήρων. Κι έπειτα θυμήσου τον Κάιν και τον Άβελ…δεν θα σου πω τίποτε άλλο»
Ο ρυθμός της αναπνοής της έχει γίνει γρηγορότερος, από την προσπάθειά της να με πείσει • να μου τα πει με ευφράδεια, που να δείχνει ότι δεν τα σκέφτεται, αλλά της βγαίνουν έτσι, γιατί, ακριβώς, είναι αληθινά.
«Ναι, άδικα στεναχωρηθήκαμε. Μόνο που τώρα πρέπει να πάω στο σχολείο. Έλα να σου δώσω ένα φιλάκι…Σ’ αγαπάω…Θα τα πούμε το μεσημέρι. Γεια» Και κατεβαίνοντας την εξωτερική σκάλα της αυλής σκεφτόμουν: « Γιατί να την παιδεύω έτσι; Αυτή τη μάνα, που νηστεύει εκείνη για να μπορώ να κοινωνάω εγώ τις Κυριακές! Αυτή τη μάνα, που βάζει στον κόρφο της τα φανελάκια μου το χειμώνα ,να τα ζεστάνει, για να τα φορέσω μέχρι να πυρώσει η σόμπα. Ποτέ μου δεν θα την πληγώσω».
Για κάποιους λόγους που δεν ενδιαφέρουν αυτή τη στιγμή, στα έντεκά μου αναγκάστηκα να πάω σε άλλη πόλη και βεβαίως σε καινούριο σχολείο για λίγο καιρό . Μια μέρα και αφού ο δάσκαλος μας υπαγόρευσε την ορθογραφία, ζήτησε από τους μαθητές να πηγαίνουν ένας-ένας, για να διορθώνει τα γραπτά. Όσο εκείνος διόρθωνε, τα υπόλοιπα παιδιά έβρισκαν την ευκαιρία για κουβεντούλα και πειράγματα. Κανένα δεν πρόσεχε το δάσκαλο. Ήρθε και η σειρά μου. Ανέβηκα στο βάθρο και στάθηκα δίπλα του στην έδρα, βάζοντας το γραπτό μου εμπρός του. Μη βρίσκοντας λάθη με επαίνεσε και βάζοντας το χέρι του κάτω από την ποδιά μου, με χτύπησε ελαφρά στους μηρούς. Η καρδιά μου αναποδογύρισε. Η κίνηση αυτή μ’ έκανε να πάρω το τετράδιό μου και να κατεβώ από την έδρα, ενώ τα πόδια μου δεν με βαστούσαν από την τρεμούλα και το φόβο. Σωριάστηκα αμίλητη στο θρανίο. Ένιωσα ανατριχίλα σ’ όλο το κορμί και φόβο, πολύ φόβο. Δεν σήκωσα τα μάτια  να τον κοιτάξω · ένοιωθα απειλή, τρόμο, αγανάκτηση, θυμό. Ένοιωθα τόσο περίεργα…Αναστατωνόμουν από το γεγονός, ότι δεν μπορούσα να εξηγήσω τα πρωτόγνωρα συναισθήματα. Έμεινα καρφωμένη στο θρανίο κοιτώντας το πάτωμα, ακολουθώντας με το μάτι τα σχέδια του μωσαϊκού. Ήθελα να κλάψω, να ουρλιάξω από θυμό, ήθελα να φύγω. «Πού θα πας, κακομοίρα μου;» έλεγε μια φωνή εντός μου. «Τη μαμά και το μπαμπά ξέχνα τους. Τρέχουν στα νοσοκομεία. Θα το πεις στους συγγενείς; Σίγουρα θα σε πιστέψουν. Για σκέψου όμως πόση αναστάτωση θα φέρεις! Θα πρέπει να σε υπερασπιστούν και θα τσακωθούν με το δάσκαλο και θα γίνει σούσουρο μεγάλο και… Άστο καλύτερα! Κάνε υπομονή! Θα φύγεις κάποια στιγμή απ’ αυτό το  σχολείο, θα πας στις συμμαθήτριές σου και κοντά στην πολυαγαπημένη σου κυρία Καίτη. Μη μιλάς! Άστο…» Έτσι το άφησα να περάσει. Αρνήθηκα να πλησιάσω το δάσκαλο, αλλά για πείσμα του διάβαζα, διάβαζα πολύ και ήμουν πρώτη μαθήτρια. Όταν εκείνος μου ζητούσε να πω μάθημα, απέφευγα να τον κοιτάξω. Ένοιωθα, πως εκεί ψηλά στην έδρα, κάθεται ένας κακός άνθρωπος, που μου δείχνει την αγάπη του με πολύ άσχημο τρόπο. Δεν τον ζύγωσα ποτέ κι ούτε μίλησα ποτέ γι’ αυτόν, παρά μόνο στον άντρα μου, πολλά πολλά χρόνια μετά. Δεν μιλούσα…Κατάπινα όλες τις προσβολές λεκτικές και μη. Και ζούσα πάνω στο συννεφάκι μου – όχι κατ’ ανάγκη ροζ -  μα φιλόξενο κι αγαπησιάρικο. Ζούσα την δική μου προσωπική ζωή…
Χμ!....Πόσο πρόχειρες είναι οι αναμνήσεις καμιά φορά!!! Τι θυμήθηκα τώρα….Το ένα μετά το άλλο τα πάθια μου… Ο νους ξεστρατίζει αρκετά χρόνια μετά, τότε που πήγαινα στην Α! τάξη του Γυμνασίου.  Η μαμά ανησυχούσε, που η κόρη της έπρεπε να απομακρύνεται αρκετά από το σπίτι για να πάει στα απογευματινά της μαθήματα, τώρα που έχει μεγαλώσει λιγάκι και φαίνεται κοπελίτσα. Συνεννοήθηκε με τον αδερφό της τον δικηγόρο, να περνάει η μικρή από το γραφείο του πηγαίνοντας στα σχολεία το απόγευμα και έτσι να δίνει το παρόν. Σε αντίθετη περίπτωση να την ειδοποιούσε, μιας και ήταν πολύ κοντά.
Πέρασε σχεδόν ολόκληρη η σχολική χρονιά με τις καθημερινές επισκέψεις από του θείου, ο οποίος κάθε φορά κάτι θα με φίλευε · μα μια σοκολάτα, μα ένα αναψυκτικό, πάντως δεν με άφηνε να φύγω έτσι από το γραφείο του. Μ’αγαπούσε πολύ και αστειευόταν συχνά μαζί μου. Όταν, λόγου χάριν έκοψα πολύ κοντά τα μαλλιά μου, επειδή δεν έστρωναν και ορθωνόντουσαν σαν καρφάκια, εκείνος  έλεγε:
«Βρε, καλώς τον Βιετκόγκ…»
Έτσι και εκείνο το απόγευμα πέρασα από το γραφείο. Άνοιξα την πόρτα και μπήκα. Το γραφείο ήταν μακρόστενο και χωριζόταν στη μέση με μια ξύλινη κατασκευή, όχι πολύ ψηλή, που κατέληγε σε μικρές αψίδες , όπου είχαν περάσει αδιαφανές κρύσταλλο με διάφορα ανάγλυφα σχέδια. Ο θείος απουσίαζε. Ήταν όμως ο υπάλληλός του, ο Μπάμπης, ένας τριανταπεντάρης άντρας, πολύ ψηλός, με χοντρά μυωπικά γυαλιά, πάντα με κοστούμι και γραβάτα και υπερβολικά ευγενικός με την μαμά ή με την σύζυγο του θείου.
«Είναι κάποιος εδώ; «» φώναξα, κρατώντας μισάνοιχτη την πόρτα.
«Ναι, ποιος είναι;»  ακούστηκε η φωνή πίσω από το διαχωριστικό.
«Εγώ», απάντησα, πιστεύοντας πως ο Μπάμπης θα με καταλάβαινε από τη φωνή μου.
«Δεν είναι εδώ ο θείος σου», αποκρίθηκε εκείνος και κρατώντας ένα νομικό βιβλίο φάνηκε από την πόρτα του διαχωριστικού. «Δεν θ’ αργήσει όμως. Αν δεν βιάζεσαι, μπορείς να τον περιμένεις». Είπε και κάθισε στην πολυθρόνα, που βρισκόταν στο μπροστινό μέρος του γραφείου. Υπήρχε επίσης και ένα μικρό τραπεζάκι, όπου επάνω ήταν σκεπασμένη με τη δερμάτινη θήκη της η  Remington, η γραφομηχανή. Μια ακόμη καρέκλα πίσω από το τραπεζάκι και η μικρή βιβλιοθήκη στη γωνία. Βλέποντας τη γραφομηχανή και έχοντας μερική ώρα στη διάθεσή μου, κατευθύνθηκα προς το τραπεζάκι, τράβηξα την καρέκλα, κάθισα και ξεσκέπασε τη μηχανή. Δεν του ζήτησα την άδεια, επειδή πίστευα, ότι δεν θα τολμούσε να μου αρνηθεί. Τον παρακάλεσα να μου περάσει μια λευκή κόλλα χαρτιού και άρχισα να "γράφω" Χάζευα τα πλήκτρα, με τα μικρά και τα κεφαλαία γράμματα, τους τόνους και τα πνεύματα, αλλά εκείνο που με μάγευε, ήταν η κίνηση, του να πάει το κινούμενο στέλεχος από την αρχή, προς την  αριστερή πλευρά. Ήμουν συνεπαρμένη από το…γράψιμο, που δεν πρόσεξα τον Μπάμπη. Είχε βάλει το βιβλίο του στη βιβλιοθήκη, είχε σηκωθεί από την πολυθρόνα και ήρθε και στάθηκε ακριβώς πίσω από την καρέκλα μου. « Γράφεις ωραία » μου είπε και μ’ έπιασε από τους ώμους. Άρχισε να με χαϊδεύει στα μπράτσα, ενώ συγχρόνως έκανε περίεργες κινήσεις κολλητά στην πλάτη της καρέκλας, που τις ένοιωσα κάποια στιγμή στην πλάτη μου.
Ξανάζησα την αίσθηση όπως τότε με τον δάσκαλο…Ήμουν γεμάτη από σιχασιά.. Ήθελα να σκίσω τα ρούχα μου, να ουρλιάξω και να το φωνάξω σ’ όλο τον κόσμο. Η καρδιά μου πήδηξε στο στήθος μου και με μιαν απότομη κίνηση του ξέφυγα. Χωρίς να βγάλω άχνα, άρπαξα σαν τρελή τη τσάντα μου, άνοιξα την πόρτα και ξεχύθηκα στο δρόμο. Οι φλέβες στο λαιμό χτυπούσαν δυνατά. Πάλι η ίδια αηδία, ξανά ο μεγάλος θυμός, ξανά η εκλογίκευση. Παρακολούθησα το μάθημα εκείνο το απόγευμα, το ίδιο όπως και κάθε άλλη φορά.
Ποτέ δεν είπα στη μαμά όσα άσχημα μου είχαν συμβεί αλλά και ούτε πως ήξερα για την υιοθεσία μου. Σεβάστηκα την απόφασή της στην σιωπή. Το κυριότερο ήταν πως δεν ήθελα επ’ ουδενί να περάσει , έστω και σαν αστραπή, από το μυαλό της η σκέψη, πως ό,τι έκανα αργότερα εγώ για εκείνη το έκανα από υποχρέωση και όχι από αγάπη.
Ας είναι….Ας τα’ αφήσουμε πίσω όλα αυτά. Σας τα είπα για ν’ αντιληφθείτε τα περί ΑΝΤΟΧΗΣ. Θυμάστε, ε;
 Ας είναι · τα ψεγάδια είναι που κάνουν τη ζωή πολύτιμη.
Τι μου θύμισε σήμερα ο Sinatra!!!
    Ο καιρός πέρασε, τα χρόνια κύλησαν…H μαμά πέθανε τον καιρό που ήμουν αρραβωνιασμένη. Άραγε πόσες φορές μπορείς να χάσεις την ευτυχία σου; Η πρώτη ήταν που την έχασα με την γέννησή μου. Η επόμενη ήταν τώρα. Όλα μου φαινόντουσαν ερημωμένα · κι όμως ένας άνθρωπος ήταν που έλειπε. Στη Νεκρόπολη – έτσι μου αρέσει να ονοματίζω το νεκροταφείο – σκεφτόμουν τα μάτια τα κλειστά που νοιώθουν, τα μάτια που συγχωρούν. Ύστερα παντρεύτηκα τον καλό μου κι άρχισε η αναζήτηση…η επώδυνη αναζήτηση…Ο σκοπός της ζωής μου, η αδήριτη ανάγκη μου…
          Έγινε μια συνάντηση με την λατρεμένη ανηψιά της μαμάς, που μου εξιστόρησε το πώς και το γιατί της υιοθεσίας μου με κάθε λεπτομέρεια.
«Θα σου τα πω όλα. Θα φωτίσω όλες τις σκιερές γωνιές και θα σε βοηθήσω, όσο μπορώ και παραπάνω από τις δυνάμεις μου. Δεν είναι ότι σ’ αγαπάω πολύ και θέλω να το κάνω, αλλά το χρωστώ και στη συχωρεμένη τη μητέρα σου. Να ήξερες, ξαδέρφη, πόσο την κατέτρωγε η ανησυχία μήπως και μάθεις κάτι. Η μυστικότητα προκαλούσε συναισθήματα απομόνωσης και απελπισίας…»
«Και σε μένα το ίδιο», την έκοψε η Μαρούσκα. «Φαντάζομαι και τη φυσική μου μητέρα το ίδιο».
«Μετά την πρώτη επίσκεψη του αρραβωνιαστικού σου στο σπίτι σας και την επισημοποίηση της σχέσης σας, σχεδόν αμέσως μου τηλεφώνησε φανερά ταραγμένη και μου ζήτησε να τρέξω κοντά της. « Ρηνάκι μου », μου λέει, « τι έχω πάθει η κακομοίρα! Όχι πως δεν μου αρέσει ο άνθρωπος και πως δεν εγκρίνω, αλλά τί θα γίνει, όταν μάθει; Να ξέρεις,  παιδί  μου, θα το παρατήσει το κορίτσι… Ε! και με το δίκιο του. Δεν θα πρέπει να ξέρει και αυτός και η οικογένειά του, από πού κρατάει η σκούφια της; Δεν θ’ ανησυχεί για κληρονομικότητες και τα τοιαύτα; Άστα, παιδάκι μου, μην τα ρωτάς το  τι έχω πάθει. Ειρήνη μου, σ’ εξορκίζω, κορίτσι μου. Μην τ’ αφήσεις μόνο του · όπου τα δικά σου παιδιά, κι’ αυτό. Προστάτεψέ το, να νοιώθει κι’ αυτό κάποιον να το προσέχει…Δόξα τω Θεώ είναι αυτάρκης. Δεν έχει ανάγκη ούτε να τη στεγάσουν, ούτε να την ποδέσουν, ούτε να την ταΐσουν. Άλλη είναι η ανάγκη, της ψυχής!..»
«Δεν χρειαζόταν να της υποσχεθώ κάτι. Το ήξερε πολύ καλά · προσυπέγραφαν η αγάπη και η εκτίμηση χρόνων γι’ αυτό. δεν φαντάζεσαι την αγωνία της · έως θανάτου μπορώ να σου πω. Έμεινα πολλή ώρα κοντά της μέχρι να συνέλθει από την ταραχή της. Όλη η σκέψη της, η έγνοια της, όλο της το είναι, ήσουν εσύ. Τι θ’ απογίνεις εσύ μόνη στον κόσμο. Κράτησα κι’ αυτό μέσα σ’ όλα εκείνα, που έλεγε και ξανάλεγε: «Εγώ δε θα ζήσω να τη δω νυφούλα. Μιας και βρήκε κι’ αυτή τον άνθρωπό της, ώρα μου τώρα να πάω κι’ εγώ στον άντρα μου. Αρκετά μείναμε χώρια. Έκανα κουράγιο γι’ αυτό το παιδί. Είχα υποχρέωση σα γονιός. Και μου το’ χε πει, «το παιδί είναι καλό και έξυπνο. Μην το αφήσεις χωρίς να το μορφώσεις…λεφτά να κόψεις από τον τοίχο, μα να το σπουδάσεις, γιατί, όπως θα ναι μόνο του αργότερα στη ζωή, να μην έχει την ανάγκη κανενός. Την προίκα της θα την έχει, ε!.. Άλλωστε πότε είναι δυνατός ο άνθρωπος; Όταν στέκεται μόνος στα πόδια του.» «Κι’ ύστερα, Ειρήνη μου, αν ποτέ βρει τους φυσικούς της γονείς, τ’ αδέρφια της-ίσως- και τους συγγενείς της, να μη γυρίσουν και πούνε: « το πήραν που το πήραν για να τους γηροκομήσει, εμ! δεν το μορφώνανε κιόλας;».
«Λοιπόν, άκου» συνέχισε η εξαδερφη. Μπορεί η γνωριμία των γονιών σου να ξεκίνησε από προξενιό, όμως ο θείος δεν άργησε να ερωτευθεί τη θεία και έτσι, παντρεύτηκαν. Βέβαια είχαν και οι δυο τους μια σχετική ηλικία. Έτσι οι ελπίδες ήταν λιγοστές για να κάνουν ένα δικό τους παιδί. Όμως ήθελαν διακαώς ένα. Χωρίς δεύτερη σκέψη πήραν τη μεγάλη απόφαση. Πήγαιναν να βρουν την ευτυχία « στον τρόπο του ταξιδιού και όχι στο σταθμό ». Ανέβαιναν για πολλοστή φορά τα σκαλοπάτια του Ιδρύματος. Ζητούσαν απεγνωσμένα ένα παιδί για ελπίδα και συντροφιά. Οι επισκέψεις τους στο βρεφοκομείο υπήρξαν συχνές, όχι τόσο για να διαλέξουν κάποιο, αλλά γιατί δεν μπορούσαν να διαλέξουν · σχεδόν όλα τους ήταν γλυκύτατα και τα είχαν αγαπήσει»
          «Αποτελώ τη δεύτερη επιλογή», σκέφτηκα, αλλά δεν διέκοψα την Ειρήνη.
«Που λες, εκείνο το απόγευμα όμως δυο μάτια καστανά τους κοίταξαν πίσω από τα κάγκελα της κούνιας. Δυο μάτια που παρακαλούσαν, ικέτευαν σχεδόν με την εκφραστικότητά τους, να μη δουν για μιαν ακόμη μέρα τον ίδιο στενόχωρο θάλαμο. Και η μαμά σου είχε αποφασίσει πλέον κοιτάζοντας το παιδί:
«Κοίταξε αυτό το κοριτσάκι. Πόσο είναι αδύνατο αλλά τι μουτράκι που έχει! Δες πώς μας κοιτάζει!…Αυτό θέλω…»
«Μα, χρυσή μου, αυτό είναι του πεθαμού. Τι άνθρωπος να γίνει αυτό; Δεν έχει ζωή μέσα του…»
«Μα πρόσεξε τη δύναμη που βάζει, για να στηριχθεί όρθιο. Πώς μας παρακολουθεί με τα ματάκια του »
«Βρε, αγάπη μου, να πάρουμε ένα υγιές παιδάκι. Κοίτα εκείνο το παχουλούλικο! Είδες ροζ μαγουλάκια!»
«Καλέ μου, ή αυτό ή κανένα ». αντέταξε η μαμά σου και έγινες, παιδί μου, μια αγάπη, μια λαχτάρα, μια ελπίδα. Η γυναίκα αυτή έπιασε την ψυχή σου με το γάντι».
«Ό,τι και να ήταν», Ειρήνη, «ήταν μια αρχή. Και πάντα σε κάθε αρχή υπάρχει ομορφιά. Ομορφιά στο ότι γεννήθηκα, ομορφιά στο ότι με πήρανε από εκεί μέσα. Το δικό μου λυκαυγές!»
Το σπίτι μας κοσμούσαν μεγάλες βιβλιοθήκες γεμάτες με έργα των Βερίτη, Βάρναλη, Ελύτη, Τσέχωφ, Παπαδιαμάντη, Jean Moréas, Ψυχάρη, Παλαμά, Σπεράντζα, τόμους της «Εστίας», άρθρα στην εφημερίδα « Ακρόπολι » για τα λογοτεχνικά ρεύματα μιας κάποιας εποχής…. Τακτοποιώντας δύο τόμους της "Θέμιδος " και έναν " Πανδέκτη ", ένα πρασινωπό ντοσιέ με ξεθωριασμένες τις άκρες βρίσκονταν σχεδόν όρθιο στο πίσω μέρος της βαθιάς βιβλιοθήκης. Η ετικέτα γραμμένη καλλιγραφικά: «Πράξις υιοθεσίας Αριθ. 207»
   Το Δικαστήριον των εν ….Πρωτοδικών συγκείμενον εκ των Δικαστών… Προέδρου…Εισηγητού…Να κηρυχθεί το κατά τα άνω ανήλικον βρέφος υπό το όνομα…, τέκνον εξώγαμον της….., απούσης και αγνώστου διαμονής, θετόν τέκνον  αμφοτέρων αυτών των αιτούντων και να επιβληθεί η δαπάνη εις βάρος της περιουσίας αυτών…Ιδόν την δικογραφίαν, σκεφθέν κατά τον Νόμον…κηρύσσει θετόν των αιτούντων τέκνον το νήπιον έκθετον θήλυ υπό το όνομα…»
Και παρακάτω οι Νομικές προτάσεις: «…το κοριτσάκι αυτό ανατρέφομεν ως ίδιον ημών τέκνον και πονούμεν και το αγαπώμεν μέχρι παραφροσύνης, αφ’ ότου το κοριτσάκι μας αυτό που ήτανε παραπεταμένο και το συνελέξαμεν από το δρόμον και το οποίον δεν γνωρίζει καν ποίαν τύχην θα είχεν άνευ της εκ μέρους ημών περισυλλογής. Δια ταύτα αιτούμεθα την παραδοχήν της ανωτέρω αιτήσεώς μας.
                                                            Ο Δικηγόρος
            …………»

«Τα νήματα της καρδιάς μου είχαν αδυνατίσει που κι’ ακόμα η ανάσα μου θα μπορούσε να τα σπάσει», μου έρχεται στο νου ο Καραγάτσης. Και ακριβώς αυτό συνέβαινε τώρα. Έκανε ζέστη, μα η καρδιά μου ήταν κρύα. «Πρέπει να καταλάβω μια ιστορία, που μου ανήκει», σκέφτηκα.
          Γεννάω και το μοναχοπαίδι μου…οι ουρανοί έσκυψαν επάνω μου!...Μ’ ένα αχ! ήρθε στη ζωή μου, ελαφρύ σαν πούπουλο και μυρωδάτο σαν κήπος. Τι τα θέλετε!...Η ζωή δεν επιλέγει, χαρίζεται σε όλους!... Τούτο εδώ δεν θα είναι το παιδί, που κάνει αναπάντεχα την εμφάνισή του, όπως εγώ, στην οικογένεια. Δεν θ’ αναρωτιέται για το ποιός είναι , σαν άλλος Μωϋσής και Οιδίποδας. Δεν θα κατοικεί σ’ έναν υπόγειο κόσμο, γεμάτο φαντασιώσεις και φόβους, που δημιουργούν δαίμονες και που δεν θα μπορεί να τον μοιραστεί με κανέναν. Δεν θα είναι το παιδί, που θ’ αλλάξει χέρια. Δεν θα έχει την αγωνία, τον πανικό και την αμφιβολία, όπως εγώ. Το είχα και είχα τα πανιά για το ταξίδι μου…
Ταξίδι που ξεκίνησε κάποια προπαραμονή Χριστουγέννων ύστερα από πολύμηνη αναζήτηση.
          Και την βρήκα, καλοί μου, την βρήκα την φυσική μου μητέρα. Χα…Με πόση ευκολία οι νέοι σήμερα χρησιμοποιούν τη λέξη σοκ. Δεν έχουν την παραμικρή ιδέα τι μπορεί να σημαίνει…Και πόση δύναμη έχει…
          Την βλέπω να περπατά διστακτικά προς το μέρος του άντρα μου. Ψηλή, καλοντυμένη γυναίκα, με περιποιημένα γκρίζα μαλλιά. Αποπνέει μιαν αρχοντιά και πολλή αποφασιστικότητα. «Αυτή είναι, λοιπόν, η γυναίκα, που μ’ έφερε στον κόσμο» σκέφτομαι, χωρίς να μπορώ να ξεκολλήσω τα μάτια  από πάνω της. «Αυτή είναι η φυσική μου μητέρα, που χρόνια ολόκληρα κουβαλούσα την ιδέα και το μαράζι της μέσα μου…Αυτή είναι , λοιπόν…Αχ! πόσο θα ήθελα να είμαι δίπλα της, να τη βλέπω και να την ακούω…Αυτή είναι…». Οι σκέψεις σαν τρελές και το βλέμμα καρφωμένο…« Όαση δίχως έρημο δεν αξίζει τίποτε. Πώς θα ζούσα αυτή τη στιγμή, χωρίς να την έχω στερηθεί…Το κενό μου όμως δεν έχει καλυφθεί και οι απορίες μου δεν λύθηκαν. Έχει αρχίσει κάτι; Θα υπάρξει αφομοίωση; Λες να μην φτάσω ποτέ στο τέλος της; Νοιώθω ολοκληρωμένη, που απόκτησα ρίζες. Σε ανύποπτες στιγμές προκύπτουν καινούριες σκέψεις, όπως, όταν πέφτει ένα βότσαλο στο νερό και δημιουργούνται νέοι ομόκεντροι κύκλοι. Είναι το λυκαυγές ή το λυκόφως μου σήμερα; »
 Τι πόνος μου ξέσκισε την καρδιά, όταν είδα την αρνητική κίνηση… Δεν θέλει να μου μιλήσει. Αρνήθηκε, ότι είμαι κόρη της Ένα πύρινο γιατί κατέκαψε την ύπαρξή μου. « Δεν μ’ ένοιωσε εννιά μήνες μέσα της; Δεν πόνεσε όταν με γεννούσε; Ξέχασε τόσο γρήγορα; Δεν ένοιωσε – έστω και για λίγο – μάνα; Δεν σήμαινα τίποτα παρά ένα περιττό βάρος; Πού είναι τα αισθήματα, η ανθρωπιά , έστω, για ένα αδύναμο βρέφος, που εγκαταλείπεται στην τύχη του…Ποια η μοίρα αυτής της αθώας μικρής ύπαρξης; Διόλου δε νοιάστηκε για την ψυχή της… Είναι άνθρωπος, είναι γυναίκα · πώς έζησε την υπόλοιπη ζωή της; Οι ερινύες, οι ενοχές, η συνείδηση…»
          Η συνομιλία τέλειωσε. Χαιρετηθήκαμε και πήραμε το δρόμου παράλληλα. Είχα βυθιστεί στους λυγμούς, στο θρήνο και στις σκέψεις…Χιόνιζε και  περπατούσα ανάμεσα στους χαρούμενους ανθρώπους κι’ ένοιωθα παρατημένη και το χιόνι να μου ζεσταίνει το χωρίς αίμα πρόσωπό μου. Από απέναντι η μαμά έριχνε κλεφτές ματιές στο κορίτσι που μόλις είχε αρνηθεί, μα…τι μπορούσε να κάνει; Γύρισα και την κοίταξα μ’ ένα εύγλωττο γιατί στα κλαμένα μου μάτια. Προπαραμονή Χριστουγέννων · σε λίγο θα γιορτάζαμε τη Γέννηση. Μέσα μου ένοιωσα να μισώ – ναι, να μισώ – τη μητρότητα.
Αναζήτησα τις λατρεμένες μορφές των πραγματικών γονιών μου. «Λυτρώστε με από τον πόνο, αγαπημένοι μου…» φώναξα εντός μου. Ζητούσα διέξοδο, γιατί ο πόνος ήταν αβάσταχτος, ζητούσα παρηγοριά από τους αγαπημένους γιατί ένοιωσα αδικημένη. Ψέλλισα τα Λόγια εκείνα: περίλυπος εστίν η ψυχή μου, έως θανάτου και καταλάγιασα. Η προσμονή μου να τη γνωρίσω, ήταν πιο σκληρή και από τούτη τη στιγμή, που’ ναι σα βράχος. Θυμάμαι  ένα τετράστιχο, που κάποτε μας είχε βάλει να το μάθουμε  απέξω η κυρία Καίτη, η δασκάλα μου:
Πριν να το εγκαταλείψεις, πριν να σβήσεις την πνοή του,
σκύψε, κοίταξ’ το στα μάτια, για να δεις μες την ψυχή του.
Σου προσφέρει τη ζωή του, πρόσφερέ του αγάπη μάνας,
Δώσε λίγη σημασία , στο αλάνι της αλάνας
Είναι ήρεμη η νύχτα σαν τη νύχτα ήρεμη, όμως ο ύπνος μου ανήσυχος και τα όνειρα εφιάλτες, Έτρεχα, λέει, ξοπίσω από τη μητέρα  ικετεύοντάς την να σταθεί και να μ’ ακούσει…της φώναζα όλες τις ερωτήσεις, που με βασάνιζαν την ψυχή τα τόσα χρόνια…"ντρεπόσουν τάχα για μένα; Ήσουν κατατρεγμένη, ήσουν χαρούμενη, με γέννησες με αγάπη, με μίσος;…" κι έτρεχα πίσω από τη φιγούρα της μητέρας, που ήταν το μεγαλύτερο όνειρο στη φαντασία μου…"πες μου, μίλα μου, ποιός ήταν εκείνος που φρόντισε για το καλό σου, για τη δυστυχία σου; σου ήμουν ένα βάρος; γιατί άφησες να σ’ αποχωριστώ τόσο βίαια; Γιατί άφησες να μείνω ολομόναχο βρεφαρούδι στην άκρη μιας κρύας κούνιας στο ίδρυμα μέχρι να υιοθετηθώ;…"
Τελικά για όλα έρχεται η ώρα τους… Η ζωή μοιάζει να υπόσχεται τα καλύτερα. Η φωνούλα εντός μου ξυπνά τα κύματα της σκέψης και της θύμησης…φωνάζει γλυκά μα επίμονα.  Το αποφάσισα!!!....Ναι, θα της γράψω γράμμα. Η επαφή από το τηλέφωνο άμεση αλλά απρόσωπη. Το γράμμα είναι αλλιώς!!...Δεν θα της το στείλω μα θα βρω τρόπο να της το δώσω εγώ η ίδια. Φαντάζομαι τη στιγμή που θα της το περνάω στο χέρι, κλεφτά, συνωμοτικά σχεδόν…« Ας της το γράψω πρώτα κι ύστερα βρίσκω τον τρόπο που θα της το δώσω » σκέφτομαι και κάθομαι αμέσως στο γραφείο. Πάνω στο λευκό χαρτί διαγράφεται η μορφής της μαμάς και αφήνω τις λέξεις να ξεχυθούν και να καλύψουν τα μαλλιά, το μέτωπο, τα μάτια, το σώμα ολόκληρο…από εκείνη εκπορεύονται όσα γράφω…δεν σταματάω καθόλου. Το χέρι τρέχει στο χαρτί και το πρόσωπό μου παίρνει χίλιες εκφράσεις…Λόγια που άργησαν τόσο να έρθουν…

« Απρίλης
αγαπημένη μου μαμά ΄
έτσι σε νοιώθω κι έτσι σε προσφωνώ. Ξέρεις πολύ καλά, ότι έκανα τόσες προσπάθειες για να σε ανταμώσω. Θα σου φρεσκάρω λιγάκι τη μνήμη. Ήταν 23 του Δεκέμβρη όταν, ενόσω μιλούσες με τον άντρα μου, εγώ σε παρατηρούσα μισοκρυμμένη πίσω από το περίπτερο της γωνίας. Η αρνητική κίνηση του κεφαλιού σου μου ράγισε την καρδιά. Ήμουν υπό το κράτος σφοδρών αισθημάτων και συναισθημάτων και έτσι δεν κατάλαβα τη δικαιολογημένη άρνησή σου. Σε είχα διαβεβαιώσει, ότι δεν επιθυμούσα με κανέναν τρόπο και για κανένα λόγο να είμαι η αιτία που θα χαλάσουν η συζυγική και οικογενειακή σου ευτυχία και γαλήνη. Το μόνο που ήθελα και βεβαίως θέλω και θα θέλω πολύ, είναι να βρεθούμε όποτε, όπως και όπου εσύ θέλεις, να κουβεντιάσουμε. Σαν φίλες. Γιατί, πίστεψέ με, έτσι νοιώθω. Άλλωστε θα ήταν αφύσικο, αν όχι και παράλογο, να επιθυμώ μητρική στοργή…τέτοια πήρα και με το παραπάνω από τους γονείς μου. Είμαι πια αρκετά μεγάλη για να έχω ανάγκη από μητρικό κουκούλι. Θα αναρωτιέσαι, ίσως, γιατί επέλεξα να σου γράψω κι όχι να επιδιώξω (πίστεψέ με θα μου ήταν πολύ εύκολο) να σε συναντήσω. Είναι γιατί κατάλαβα τη δύσκολη θέση στην οποία βρίσκεσαι. Σε μένα ήταν σαφώς ευκολότερο να καταλάβω το πώς σκέφτεσαι. Ίσως να υπάρχει ένας διάχυτος φόβος από μεριά σου για μένα. Δεν αποκλείω να θέλεις κι εσύ η ίδια να μου μιλήσεις, αλλά διστάζεις. Εκείνο που δεν πρέπει να νοιώθεις είναι ενοχή, κι ούτε υπάρχει και κανένας λόγος άλλωστε. Και ποιές θα έπρεπε να είναι οι ενοχές σου; Το ότι υπήρξες πηγή ζωής; Το ότι θα μπορούσες – κι είχες το κάθε δικαίωμα και την όποια δικαιολογία – ν’ αφανίσεις το ανεπιθύμητο έμβρυο; Το ότι ερχόσουν, στις πολύ αρχές, στο καινούργιο μου σπίτι για να με βλέπεις; Το ότι σεβάστηκες τη θέση και το ρόλο της μητέρας μου και δεν έδωσες σημάδι ζωής για να μη με αναστατώσεις στην τρυφερή μου ηλικία; Το ότι αγαπούσες τη μητρότητα και δημιούργησες επιτυχημένα – φαντάζομαι και εύχομαι – παιδιά;
Μη θεωρείς, ότι πιστεύω, πως με « πέταξες ». Έφτιαξες τη ζωή σου έχοντας ησυχάσει, πως βρισκόμουν σε καλά χέρια. Λίγα είναι αυτά που έκανες; Πες μου, ποια είναι η ενοχή σου και το φταίξιμό σου; Δεν θα πρέπει να φοβάσαι το Θεό, γιατί επετέλεσες την αποστολή σου. Αυτό που ήξερες, που καταλάβαινες και επιθυμούσες το έκανες και με το παραπάνω.
Εγώ από τη δική μου τη μεριά δοξάζω το Θεό που είσαι ζωντανή. Που με κάνει να ελπίζω. Που βρίσκεσαι κοντά. Που μ’ αξίωσε να γίνω αυτό που είμαι και δεν με αφάνισε. Που σ’ έκανε φυσική μου μάνα. Εδώ και σαράντα χρόνια παρακαλώ να σε φέρει.
Θυμάσαι που πριν από ένα χρόνο σου χτύπησα την πόρτα με το πρόσχημα πως έψαχνα μια φίλη; Θα πρέπει να ήσουν μόνη. Αν δεν έβγαινε η γειτόνισσά σου, ίσως και να σου μιλούσα. Σου έδωσα σημάδι πως θα περιμένω κάτω στα σκαλιά. Ίσως και να με αναγνώρισες. Όμως δεν κατέβηκες. Ποια άλλη γυναίκα – που δεν θα με ήξερε – δεν θα μου πρότεινε να περιμένω τη φίλη στο σπίτι της για λίγο χρόνο;
Μαμά μου, όλα αυτά σου τα γράφω για να με γνωρίσεις λιγάκι…για να καταλάβεις πώς σκέφτομαι και τί αισθήματα τρέφω για σένα. Ν’ απαλλαγείς από τους φόβους. Θέλω να λυτρωθούμε και οι δυο μας. Ίσως και να εξιλεωθούμε…σκέψου πόσα πράγματα έχουμε να πούμε. Μη φοβάσαι…σε περιμένω. Τηλεφώνησέ μου, όποια ώρα εσύ θέλεις. Θάρθω να σε βρω, όπου και να μου πεις. Θα είναι όμορφα, θα το δεις…Το χρωστάς στον εαυτό σου και σε μένα.
                                                     Σ’ αγαπάω
Η κόρη σου»

Ο  ύπνος με τύλιξε μέσα σε δάκρυα και σκέψη…« Αν γύριζες ξανά, φωτιές, βεγγαλικά, θα χόρευαν παντού…» φέρνω στο νου την θεϊκή φωνή της Λαμπέτη.    Κι έπρεπε να περάσουν άλλα δέκα χρόνια με καρτέρεμα και αγωνία…
          Ποτέ άλλοτε δεν ήμουν έτοιμη όσο εκείνη την 1η Αυγούστου. Ανοίγει νέα σελίδα στη ζωή μου ή καλύτερα ξαναγεννιέμαι. Ύστερα από ένα υπέροχο χαλαρωτικό μπάνιο στέκομαι εμπρός από τον ολόσωμο καθρέφτη και αρχίζω να φοράω τα ολοκαίνουργια ρούχα μου . Μαύρα εσώρουχα, ένα άνετο σκούρο μπλε παντελόνι, μια κοντομάνικη βαμβακερή μπλε μπλούζα, κατακόκκινο φουλάρι δεμένο σταυρόκομπο στο λαιμό και κόκκινα μοκασίνια. Χτενίζω προσεκτικά τα μαλλιά, φοράω το δαχτυλίδι της μαμάς καθώς κι εκείνο το πολύ απλό με το μονόγραμμα του πατέρα τμου. Θέλω να τους έχω μαζί της. Διακατέχομαι από προσμονή, περιέργεια, αγωνία, χαρά…Όλα ετούτα ένα κουβάρι μέσα μου. Έχω και δεν έχω σκέψεις, που δεν μπορώ να βάλω σε σειρά. Ξέρω, πως κάτι ξεκινάει κα πως είμαι αποφασισμένη να το ακολουθήσω ως το τέλος. Το άγνωστο! Το δικό μου άγνωστο, που το ακολουθώ σαν υπνωτισμένη. Έχω τυλίξει με περισσή φροντίδα κι επιμέλεια τα τέσσερα κεντημένα δωράκια. Αμίλητοι, ετοιμαζόμαστε κι οι δυο μας για τη μεγάλη στιγμή. Τον άντρα μου απασχολεί η σκέψη για το πώς θα είναι η υποδοχή. Κάπου στην ακρούλα της καρδιάς μου φωλιάζει ένας μικρός φόβος ˙ θα με δεχθούν έτσι όπως μου αξίζει ή θα είναι μια καθαρά τυπική συνάντηση; Προσπαθώ να διώξω τις αρνητικές σκέψεις. Φτάνουμε στο σπίτι.
Πολύτιμες σταγόνες σιωπής…Και ξαφνικά βλέπω από το βάθος του διαδρόμου να έρχεται η μαμά με ανοιχτά τα χέρια σε αγκαλιά και να λέει συνεχώς: «Έλα, γραμμένη μου, έλα…έλα, κορίτσι μου…παιδί μου….έλα καλό μου….» Μάνα και κόρη σε μιαν αγκαλιά όλο λαχτάρα, μ’ ατέλειωτα φιλιά, χωρίς κουβέντες, με πολλή αγάπη και δάκρυα λύτρωσης, χωρίς υποχρεώσεις, επιπλοκές, ενοχές, ελεύθερες, δίχως φόβους και τύψεις. Ξαναγεννιέμαστε. Η μία το λυκαυγές της άλλης. Δεν νοιώθω απολύτως τίποτε ˙ μοιάζω με την Μερκούρη στη "Στέλλα", όταν κρατούσε το άψυχο κορμί της ο Φούντας. Νοιώθω νεκρωμένη. «Μου αρκεί που με θέλεις…Σ’ ευχαριστώ που είμαι…Χρωστάω σ’ εσένα τη ζωή μου….Κι όλα τ’ άλλα σ’ εκείνους…» της ψέλισα στο αυτί και σωριάζομαι στην καρέκλα χαλαρή σαν ξεκούρδιστο ρολόι. Θέλω να κάνω μνημόσυνο στους γονείς μου κι είμαι σίγουρη, πως εκείνη την ώρα βρίσκονται κοντά μου. Τους το χρωστάω αλλά και το δικαιούνται Βάζω τα κλάματα. Κάθε δυνατό συναίσθημα μέσα μου στέλνει και τα δικά του δάκρυα. Και τ’ αδέρφια γύρω μου, κοντά μου, να μου κρατούν το χέρι. Κι ύστερα έρχονται τ’ ανήψια, οι γαμπροί, ο άντρας μου…Η μάνα της ρίζας να μη μου αφήνει το χέρι…κι εγώ να έχω αρχίσει να σκέφτομαι με ποιόν τρόπο θα έκανα γνωστό στο παιδί μου όλη αυτή την ιστορία…Κι όταν έγινε, η αντίδρασή του υπήρξε φυσιολογική…Βλέπετε οι νέοι έχουν έναν εντελώς δικό τους τρόπο να προσεγγίζουν ορισμένα θέματα.
Από τότε με περιβάλλει μια θάλασσα από καρδιές, ζεστές, τρυφερές, δοτικές, ανοιχτές, ευαίσθητες!...« Θεέ μου, πόση ομορφιά!!! Τι ζωή μου χάρισες! Ομορφιά στην ομορφιά αλλά και στην ασχήμια Ελπίδα στις σκοτεινές σπηλιές…Η πιο επείγουσα περίπτωση είμαι εγώ.»
          Στις συχνότατες συναθροίσεις μας, παρακολουθώ τα’ αδέρφια μου να μιλούν, ν’ αστειεύονται μεταξύ τους ή ν’ ανασύρουν αναμνήσεις για να με κάνουν κι εμένα κοινωνό της ζωής που δεν είχα μαζί τους. Ορφανά που τα χώρισε ο χρόνος, σκέφτομαι….Βιαζόμουν να περάσει ο καιρός για να έχω ΠΑΡΕΛΘΟΝ μαζί τους…Είχα δυό μαμάδες αλλά δεν χάρηκα πατέρα. Και  για σκεφτείτε: Όταν θα πέθαινε η μαμά μας, για άλλους λόγους θα έκλαιγαν εκείνα και για άλλους εγώ Η διαπίστωσή μου γινόταν εντονότερη όσο περνούσε ο καιρός. Εκείνα είχαν μιαν ολόκληρη κοινή ζωή κι εγώ βρισκόμουν ΠΑΝΤΑ και θα βρίσκομαι ένα ημιτόνιο πίσω τους…

ΤΕΛΟΣ



Φεστιβάλ Ιταλικού Τραγουδιού

Ή  Φεστιβάλ του Σαν Ρέμο

Το Φεστιβάλ Ιταλικού Τραγουδιού ή πιο γνωστό ως Φεστιβάλ του Σαν Ρέμο είναι διαγωνισμός τραγουδιού της Ιταλίας, που διεξάγεται από το 1951 στο Σαν Ρέμο. 
Το Σαν Ρέμο ή Σανρέμο (ιταλικά: Sanremo) είναι παραθαλάσσια πόλη της βόρειας Ιταλίας, στην περιφέρεια της Λιγουρίας. 
Ο πληθυσμός της πόλης υπολογίστηκε ότι το 2013 ήταν 53.451 κάτοικοι. 
Η πόλη είναι πολύ γνωστή ως τουριστικός προορισμός στην Ιταλική Ριβιέρα. 
Φιλοξενεί πολυάριθμες πολιτιστικές εκδηλώσεις, όπως το Φεστιβάλ Ιταλικού Τραγουδιού και ο ποδηλατικός αγώνας Μιλάνο-Σαν Ρέμο. 
Η πόλη έχει ήπιο μεσογειακό κλίμα, με ζεστούς χειμώνες, γεγονός που ευνόησε στην ανάπτυξη τουρισμού στη περιοχή. 
Επίσης, στο Σαν Ρέμο καλλιεργούνται καλλωπιστικά φυτά.


Στη περιοχή υπάρχει οικισμός από τους Ρωμαϊκούς χρόνους, αλλά ο σημερινός οικισμός ιδρύθηκε ως οχυρωμένο κάστρο για την προστασία έναντι των Σαρακηνών. 
Το όνομά του το πήρε από τον επίσκοπο Ρόμολο της Γένοβας (Σαν Ρόμολο). 
To 1297 πουλήθηκε στις Γενοβέζικες οικογένειες των Ομπέρτο Ντόρια και Τζότζιο Ντε Μάρι και το 1359 έγινε τμήμα της Δημοκρατίας της Γένοβας. 
Η πόλη παρέμεινε αυτόνομη μέχρι το 1753 όταν ύστερα από 20 χρόνια αντιδικιών της επιβλήθηκε ποινή υποταγής. 
Εκείνη τη περίοδο χτίστηκε ένα οχυρό το οποίο λειτουργούσε ως φυλακή.
Η πόλη αναπτύχθηκε πολύ γρήγορα στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα εξαιτίας του τουρισμού και πολλοί διάσημοι άνθρωποι της εποχής έζησαν στο Σαν Ρέμο, όπως η Ελισάβετ της Αυστρίας (Σίσι), ο τσάρος Νικόλαος Β΄ και ο Άλφρεντ Νόμπελ. 
Το 1905 κατασκευάστηκε στη πόλη το δημοτικό καζίνο (είναι το κτίριο στο οποίο διεξάγεται το φεστιβάλ τραγουδιού). 
Το 1920 στη πόλη έλαβε χώρα η διάσκεψη του Σαν Ρέμο, η οποία αφορούσε το μέλλον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και οδήγησε στη Συνθήκη των Σεβρών.
Το φεστιβάλ τραγουδιού του Σαν Ρέμο θεωρείται ο προπομπός του Διαγωνισμός Τραγουδιού της Eurovision.
Για κάποια χρόνια (από το 1953 ως το 1971, με εξαίρεση το 1956), κάθε τραγούδι παρουσιαζόταν δύο φορές από τους ερμηνευτές. 
Επιπλέον, από το 1956 ως το 1966, καθώς επίσης το 1972 και το 1997 το νικητήριο τραγούδι οριζόταν ως η ιταλική συμμετοχή για την Eurovision.

Το Καζίνο του Σαν Ρέμο όπου φιλοξενήθηκε ο διαγωνισμός

1951    Nilla Pizzi        "Grazie dei fior"

Tanti fiori in questo giorno lieto ho ricevuto.
Rose, rose, ma le più belle le hai mandate tu.
Grazie dei fior, fra tutti gli altri li ho riconosciuti,
mi han fatto male, eppure gli ho graditi...
Son rose rosse e parlano d'amor.
E grazie ancor, che in questo giorno tu m' hai ricordato...
Ma se l'amore nostro s'è perduto,
perché vuoi tormentare il nostro cuor?
in mezzo a quelle rose ci sono tante spine,
memorie dolorose di chi ha voluto bene...
Son pagine già chiuse... Con la parola: fine...
Grazie dei fior, tra tutti gli altri li ho riconosciuti,
mi han fatto male, eppure li ho graditi...
Son rose rosse e parlano d'amor.
Grazie dei fior,
e addio per sempre, addio senza rancor.


1952    Nilla Pizzi        "Vola colomba"

Dio del Ciel se fossi una colomba Vorrei volar laggiù dov'è il mio amor,
Che inginocchiato a San Giusto Prega con l'animo mesto:
Fa' che il mio amore torni Ma torni presto  
Vola, colomba bianca, vola Diglielo tu Che tornerò
Dille che non sarà più sola E che mai più La lascerò  
Fummo felici uniti e ci han divisi Ci sorrideva il sole, il cielo, il mar
Noi lasciavamo il cantiere Lieti del nostro lavoro
E il campanon din don Ci faceva il coro
Vola, colomba bianca, vola Diglielo tu Che tornerò
Dille che non sarà più sola E che mai più La lascerò  
Tutte le sere m'addormento triste
Pure il mi vecio ti sogna Pensa alle pene sofferte
Piange e nasconde il viso tra le coperte
Vola, colomba bianca, vola …


1953    Flo Sandon's   "Viale d'autunno"

Lungo un viale ingiallito d'autunno tristemente m' hai detto: è finita,
è finito l'amor più vero, il più puro, il più splendido amor.
Ma una lacrima bagna il tuo viso, quella lacrima dice al mio cuor:
Non potrò lasciarti più, mai più, mai più, perché nel mio destino ci sei tu.
Non ci lasceremo mai, lo sai, lo sai, se pure lo vorrai non potrai mai più !
Tutta una vita di dolcezze di tenerezze non può svanir.
I lunghi baci e le carezze,le dolci ebbrezze non san mentir.
Lasciam parlare il cuor che vive in ansietà, che trema di timor, e vuole questo amor...
o ne morirà !
Non potrò lasciarti più, mai più, mai più, la gioia ed il dolore sei tu !
In questo viale senza sole.


1954    Gino Latilla    "Tutte le mamme"

Mamme ! Mamme ! Mamme ! Quante pene l'amor vi da. Ieri, oggi, sempre, per voi mamme non c'è pietà.
Ogni vostro bambino, quando un uomo sarà verso il proprio destino, senza voi se ne andrà !
Son tutte belle le mamme del mondo quando un bambino si stringono al cuor.
Son le bellezze di un bene profondo fatto di sogni, rinunce ed amor.
È tanto bello quel volto di donna che veglia un bimbo e riposo non ha;
sembra l'immagine d'una Madonna, sembra l'immagine della bontà.
E gli anni passano, i bimbi crescono, le mamme imbiancano; ma non sfiorirà la loro beltà !
Son tutte belle le mamme del mondo grandi tesori di luce e bontà,
che custodiscono un bene profondo, il più sincero dell'umanità.
Son tutte belle le mamme del mondo ma, sopra tutte, più bella tu sei;
tu, che m'hai dato il tuo bene profondo e sei la Mamma dei bimbi miei.


1955    Tullio Pane     "Buongiorno tristezza"

Buongiorno tristezza Buongiorno tristezza,
amica della mia malinconia,
la strada la sai
facciamoci ancor oggi compagnia.
Buongiorno tristezza,
torniamo dove un giorno t'incontrai
e dissi di lei: "Mi vuole ancora bene" e mi sbagliai.
Piangono le foglie gialle tutte intorno a me
chiedono
al mormorio dei platani: "Dov'è" vedendomi con te.
Buongiorno tristezza, amica della mia malinconia


1956    Franca Raimondi        "Aprite le finestre"

La prima rosa rossa è già sbocciata E nascon timide le viole mammole
Ormai, la prima rondine è tornata: Nel cielo limpido comincia a volteggiar
Il tempo bello viene ad annunciar Aprite le finestre al nuovo sole
È primavera, è primavera Lasciate entrare un poco d'aria pura
Con il profumo dei giardini e i prati in fior Aprite le finestre ai nuovi sogni
Bambine belle, innamorate È forse il più bel sogno che sognate
Sarà domani la felicità: Nel cielo fra le nuvole d'argento
La luna ha già fissato appuntamento Aprite le finestre al nuovo sole
È primavera, festa dell'amor La la la la la la la la la la la
Aprite le finestre al nuovo sol Sul davanzale un piccolo usignolo
Dall'ali tenere, le piume morbide Ha già spiccato il timido suo volo
E contro i vetri ha cominciato a picchiettar Il suo più bel messaggio vuol portar:
È primavera, è primavera Aprite le finestre ai nuovi sogni
Alle speranze, all'illusione Lasciate entrare l'ultima canzone
Che dolcemente scenderà nel cuor Nel cielo fra le nuvole d'argento
La luna ha già fissato appuntamento Aprite le finestre al nuovo sole
È primavera, festa dell'amor La la la la la la la la la la la
Aprite le finestra al primo amor


1957    Claudio Villa   "Corde della mia chitarra"

E' tornata L'hanno accolta le stesse cose
L'hanno attesa le stesse rose Dolce sogno dagli occhi verdi
E' tornata ma è troppo tardi Troppo tardi per chi aspetto
Corde della mia chitarra Se la mano trema sull'accordo
Se la musica si perde Nell' indifferenza di uno sguardo
Corde della mia chitarra Perché vi fermate, perché non suonate
Voi sole per me? Oh... com'era dolce questa musica
Oh... e come adesso sembra inutile Se non ci ascolterà, non vi fermate
Corde della mia chitarra Suonate per me
Corde della mia chitarra Perché vi fermate, perché non suonate
Voi sole per me? Oh... com'era dolce questa musica
Oh... e come adesso sembra inutile Se non ci ascolterà, non vi fermate
Corde della mia chitarra Suonate per me
Suonate, suonate Corde della mia chitarra


1958    Domenico Modugno  "Nel blu dipinto di blu"

Οι στίχοι αλλά και η μετάφραση στα Αγγλικά στο βίντεο.

1959    Domenico Modugno  "Piove"

Mille violini suonati dal vento Tutti i colori dell'arcobaleno
Vanno a fermare una pioggia d'argento Ma piove, piove sul nostro amor
Ciao, ciao, bambina, un bacio ancora E poi per sempre ti perderò
Come una fiaba, l'amore passa: C'era una volta poi non c'è più
Cos'è che trema sul tuo vizino È pioggia o pianto dimmi cos'è
Vorrei trovare parole nuove Ma piove, piove sul nostro amor
Ciao, bambina! Ti voglio bene da morire! Ciao! Ciao!
Ciao, ciao, bambina, non ti voltare Non posso dirti rimani ancor
Vorrei trovare parole nuove Ma piove, piove sul nostro amor


1960    Tony Dallara  "Romantica"

Bambina mia sono l'ultimo poeta che s'ispira ad una stella.
Bambina mia, sono l'ultimo inguaribile malato di poesia.
E voglio bene a te perché sei come me, romantica.
Tu sei romantica, amarti e' un po' rivivere,
nella semplicità, nell'irrealtà di un altra età.
Tu sei romantica, amica delle nuvole, che cercano lassù
un po' di sol come fai tu.
Tu sei la musica che ispira l'anima
sei tu il mio angolo di paradiso per me.
Ed io che accanto a te son ritornato a vivere,
a te racconterò, affiderò i sogni miei
perché romantica tu sei.
Tu sei la musica che ispira l'anima
sei tu il mio angolo di paradiso per me.
Tu sei romantica, amica delle nuvole,
a te racconterò, affiderò i sogni miei
perché romantica tu sei.


1961    Luciano Tajoli            "Al di là"

Non credevo possibile, Se potessero dire queste parole
Al di lá del bene più prezioso, ci sei tu.
Al di lá del sogno più ambizioso, ci sei tu.
Al di lá delle cose più belle. Al di lá delle stelle, ci sei tu.
Al di lá, ci sei tu per me, per me, soltanto per me.
Al di lá del mare più profondo, ci sei tu.
Al di lá de i limiti del mondo, ci sei tu.
Al di lá della volta infinita, al di la della vita.
Ci sei tu, al di la, ci sei tu per me.
La la la la la... La la la...
Al di là delle cose piu belle Al di là delle stelle ci sei tu
Al di là ci sei tu per me per me soltanto per me
Al di là del mare più profondo ci sei tu
Al di là dei limiti del mondo ci sei tu
Al di là della morte infinita Al di là della vita ci sei tu
Al di là ci sei tu per me


1962    Domenico Modugno  "Addio addio"

I miei sorrisi e i tuoi si sono spenti
noi camminiamo insieme e siamo soli
ci restano soltanto lunghi silenzi
che vogliono dire... addio... addio...
il nostro amore acqua di mare e' diventata sale
le nostre labbra inaridite non hanno piu' parole
guardami... guardami lo sai che non e' vero
non e' vero ch'e' finito il nostro amore
addio addio addio addio guardami... guardami
ascoltami fermata non e' vero
perche' tu stai piangendo perche' noi lo sappiamo
che ci vogliamo bene che ci vogliamo bene
e ci lasciamo addio addio addio addiooooo


1963    Emilio Pericoli            "Uno per tutte"

Sei quasi fatta per me, dipinta per me, Claudia.
Però confesso che tu mi piaci di più, Nadia.
Di tutte, tutto mi va, u-ulla-lallà, sempre.
Non so decidermi mai, mi trovo perciò nei guai.
Vi penso e vedo cieli senza nuvole e mille mandolini mi accarezzano,
poi apro gli occhi e allor mi accorgo che non c'è, non c'è nessuna accanto a me.
Innamorato di te, desidero te, Laura.
Non sono bello però che colpa ne ho, Giulia.
Ho sulla bocca per voi, u-ulla-lallà, baci.
Ed io li dedico a chi per prima dirà di sì.
Ho sulla bocca per voi, u-ulla-lallà, baci.
Ed io li dedico a chiper prima dirà di sì. Ed io li dedico a chi per prima dirà di sì!


1964    Gigliola Cinquetti       "Non ho l'età"

Non ho l'eta, non ho l'eta per amarti Non ho l'eta per uscire sola con te
E non avrei, non avrei nulla da dirti Perche tu sai molte piu cose di me
Lascia ch'io viva un amore romantico Nell'attesa che venga quel giorno, ma ora no
Non ho l'eta, non ho l'eta per amarti Non ho l'eta per uscire sola con te
Se tu vorrai, se tu vorrai aspettarmi sponsored links
Quel giorno avrai tutto il mio amore per te
Lascia ch'io viva un amore romantico Nell'attesa che venga quel giorno, ma ora no
Non ho l'eta, non ho l'eta per amarti Non ho l'eta per uscire sola con te
Se tu vorrai, se tu vorrai aspettarmi Quel giorno avrai tutto il mio amore per te


1965    Bobby Solo     "Se piangi, se ridi"

Se piangi amore io piango con te perché sono parte di te
Sorridi sempre se tu non vuoi, non vuoi vedermi soffrire mai
Se ridi amore io rido con te perché tu sei parte di me
Ricorda sempre quel che tu fai sopra il mio volto lo rivedrai
Non sei mai sola anche se tu, tu sei lontana da me
Ogni momento, dovunque andrai accanto a te mi troverai
Se piangi, se ridi, io sono con te perché sono parte di te
Ricorda sempre quel che tu fai... Ricorda sempre quel che tu fai...


1966    Domenico Modugno  "Dio come ti amo"

Nel cielo passano le nuvole che vanno verso il mare
sembrano fazzoletti bianchi che salutano il nostro amore
Dio come ti amo non e possibile
avere tra le braccia tanta felicita'
Baciare le tue labbra che odorano di vento
noi due innamorati come nessuno al mondo
Dio come ti amo mi vien da piangere
in tutta la mia vita non ho provato mai
un bene cosi' caro un bene cosi' vero
Chi puo' fermare il fiume che corre verso il mare
le rondini nel cielo che vanno verso il sole
Chi puo fermar l'amore l'amore mio per te
Dio come ti amo Dio come ti amo Dio come ti amo


1967    Claudio Villa   "Non pensare a me"

Οι στίχοι του τραγουδιού είναι στο βίντεο



1968    Sergio Endrigo           "Canzone per te"

La festa appena cominciata È già finita
Il cielo non è più con noi
Il nostro amore era l'invidia di chi è solo
Era il mio orgoglio la tua allegria
È stato tanto grande e ormai
Non sa morire Per questo canto e canto te
La solitudine che tu mi hai regalato
Io la coltivo come un fiore
 Chissà se finirà Se un nuovo sogno la mia mano prenderà
Se a un'altra io diròLe cose che dicevo a te
Ma oggi devo dire che Ti voglio bene Per questo canto e canto te
È stato tanto grande e ormai non sa morire Per questo canto e canto te


1969    Iva Zanicchi    "Zingara"

Prendi questa mano, zingara,
dimmi pure che destino avrò parla del mio amore,
io non ho paura perché lo so
che ormai non m'appartiene.
Guarda nei miei occhi, zingara
vedi l'oro dei capelli suoi.
Dimmi se ricambia parte del mio amore,
devi dirlo questo tocca a te.
Ma se e' scritto che lo perderò,
come neve al sole si scioglierà un amore.
Prendi questa mano, zingara
Ma se e' scritto che lo perderò,
come neve al sole si scioglierà un amore.
Prendi questa mano, zingara,
leggi pure che destino avrò
Dimmi che mi ama, dammi la speranza,
solo questo conta ormai per me.


1970    Αντριάνο Τσελεντάνο            "Chi non lavora non fa l'amore

Chi non lavora non fa l'amore! Questo mi ha detto ieri mia moglie! (bis)
A casa stanco ieri ritornai mi son seduto ... niente c'éra in tavola.
Arrabbiata lei mi grida che ho scioperato due giorni su tre..
Coi soldi che le dò non ce la fa più ed ha deciso che,
lei fa Io sciopero contro di me! Chi non lavora non fa l'amore!
Allora andai a lavorare mentre eran tutti a scioperare!
E un grosso pugno in faccia mi arrivò, andai a piedi alla guardiamedica!
C'era Io sciopero anche dei tranvai... Arrivo lì ma il dottore non c'è!
È in sciopero anche lui! Che gioco è! Ma? Ma come finirà...
C'è il caos nella città. Non so più cosa fàr!
Se non sciopero mi picchiano! Se sciopero, mia moglie dice:
Chi non lavora non fa l'amore!
Dammi l'aumento signor padrone Cosi vedrai che in casa tua
e in ogni casa entra l'amroe. (bis)


1971    Nicola Di Bari            "Il cuore è uno zingaro"

Avevo una ferita in fondo al cuore, soffrivo, soffrivo
Le dissi non è niente ma mentivo, piangevo, piangevo.
Per te si è fatto tardi è già notte, non mi tenere lasciami giù
mi disse non guardarmi negli occhi, e mi lasciò cantando così:
"Che colpa ne ho se il cuore è uno zingaro e va
catene non ha, il cuore è uno zingaro e va.
Finché troverà, il prato più verde che c'è
raccoglierà le stelle su di se
e si fermerà chissà… e si fermerà".

L' ho vista un anno dopo l'altra sera, rideva, rideva.
Mi strinse, lo sapeva che il mio cuore, batteva, batteva.
Mi disse stiamo insieme stasera che voglia di rispondere sì
ma senza mai guardarla negli occhi io la lasciai cantando così:
"Che colpa ne ho


1972    Nicola Di Bari            "I giorni dell'arcobaleno"

Erano i giorni dell'arcobaleno, finito l'inverno tornava il sereno
E tu con negli occhi la luna e le stelle sentivi una mano sfiorare la tua pelle
E mentre impazzivi al profumo dei fiori, la notte si accese di mille colori
Distesa sull'erba come una che sogna, giacesti bambina, ti alzasti già donna
Tu adesso ti vedi grande di più Sei diventata più forte e sicura e iniziata la avventura
Ormai sono bambine le amiche di prima Che si ritrovano in gruppo a giocare
e sognano ancora su un raggio di luna Vivi la vita di donna importante
perché a sedici anni ai già avuto un amante ma un giorno saprai che ogni donna è matura
all'epoca giusta e con giusta misura E in questa tua corsa incontro all'amore
ti lasci alle spalle il tempo migliore Erano i giorni dell'arcobaleno,
finito l'inverno tornava il sereno


1973    Peppino Di Capri        "Un grande amore e niente più"

Io, lontano da te pescatore lontano dal mare
io, chiedo da bere a una fonte asciugata dal sole
solitudine e malinconia i soprammobili di casa mia
qualche libro, una poesia e sul piano una fotografia
io e te un grande amore e niente più
io e te le nostre corse fin laggiù
là dove c' è la capanna scoperta da noi
dove tu mi dicesti vorrei... amore vorrei... stasera vorrei...
notti, notti d' amore nel silenzio il mio nome, il tuo nome
ma non risale l' acqua di un fiume e nemmeno il tuo amore ritorna da me
solitudine e malinconia in ogni angolo, in ogni via
ti rimprovero una sola cosa che potevi almeno dirmi scusa
io e te un grande amore e niente più
io e te le nostre corse fin laggiù
là dove c' è la capanna scoperta da noi
dove tu mi dicesti vorrei... amore vorrei... stasera vorrei...
io e te un grande amore e niente più
io e te le nostre corse fin laggiù io e te


1974    Iva Zanicchi    "Ciao cara, come stai?"

Insieme agli altri lui perde sempre
ha perso anche con lei Ladro e poeta ah ah
anche in amore lui no non cambia ma-a-a-ai
Quando la sera tornava a casa
sconfitto più che mai lei lo guardava ah ah
lui non capiva pagava solo lei
Ciao cara come stai? Lei non risponde più
Ciao cara come stai? Lei non lo guarda più
muore la speranza è vuota la sua stanza
Ciao cara come stai?Non gli ha creduto più
Ora sei vinto tu sarai solo
quando ti pentirai l'ultimo sbaglio oh oh
piega l'orgoglio ma è troppo tardi orma-a-a-ai
Senza ragione senza rancore cede al destino lui
ed ogni sera ah ah tornando a casa
parla a una sedia ormai
Ciao cara come stai? Lei non risponde più
Ciao cara come stai? Lei non lo guarda più
Muore la speranza è vuota la sua stanza
Ciao cara come stai?  Non gli ha creduto più
Ciao cara come stai?Lei non risponde più
Ciao cara come stai? Lei non lo guarda più
Muore la speranza è vuotala sua stanza
Ciao cara come stai? Non gli ha creduto... più


1975    Gilda   "Ragazza del sud"

Ragazza che ti affretti perché suona la messa,
cammini a testa bassa, sorridi a chi conosci.
Sei nata in un paese di aranci e oleandri,
ti hanno insegnato a credere, a vivere aspettando... lui...
La treccia non la tagli, sarà il tuo primo amore a scioglierti i capelli
e allora tremerai. Ragazza del Sud,
tu che sogni il mio mondo, guarda solo il mio viso,
ragazza del Sud. Al di sotto di quello
che nasconde il sorriso, guarda in fondo più in fondo:
cento giorni di vita, mille anni di vita,
il primo bacio I'ho avuto, non ricordo da chi.
II mio tempo non conta, no, ragazza del Sud.
Rimani a ricamare il tuo nome sul lenzuolo,
spiando alla finestra col primo batticuore.
Ripartirò sognando forse un poco anch'io,
sempre ch'io sappia ancora come si fa a sognare.
Ragazza del Sud, mi chiami signora
e guardi ammirata i vestiti che ho.
Ragazza del Sud, darei tutto quanto
per avere il tuo sguardo: cento giorni di vita,
mille anni di vita, ho gli stessi tuoi anni,
ma da quando non so. II mio tempo non conta, no, ragazza del Sud.



1976    Peppino Di Capri        "Non lo faccio più"

Sincronizzi i movimenti, ogni gesto è ben studiato;
ti tiri su i capelli l' hai di certo programmato.
Chiudi piano piano gli occhi, forse pensi sia più bello;
hai paura che ti tocchi, è il tuo primo spogliarello.
E lo scialle della mamma guarda un po' che fine fa,
forse lei te l' ha prestato, forse invece non lo sa.
La camicia di velluto l lentamente cade giù, poi mi dici:
"Non sta bene tu non puoi veder di più".
Copri il corpo con le mani, cerchi un'ombra al tuo rossore;
sei convinta che mi ami e non merito il tuo amore.
Ridi e corri per la stanza ti nascondi ma ti vedo;
sembra il passo di una danza quel tuo fremere discreto.
E lo scialle della mamma guarda un po' che fine fa,
le carezze che ci diamo mai nessuno le vedrà.
Una perla di sudore dal tuo viso scende giù,
poi mi dici inutilmente: "Giuro, non lo faccio più".


1977    Homo Sapiens            "Bella da morire"

Nei film d'amore vince sempre il bene e chi si lascia torna sempre insieme
ma per noi due c'e' una'altra fine adesso La folla tra i colombi che ci osserva
il freddo i nostri aliti la nebbia e piangere domenica mattina qui per te
E sei bella da morire ragazzina tu sul tuo seno da rubare io non gioco piu'
Che sei bella da morire tutto sembra un film da girare troppo in fretta
con la fine sopra i tuoi blue jeans A sedici anni non si perde il cuore
nemmeno quando provi a far l'amore e tu con me hai vinto tutto quanto
Di te rimane solo una maglietta lasciata sopra il letto in tutta fretta
e ho pianto di domenica mattina qui per te E sei bella da morire ragazzina tu
sul tuo seno da rubare io non gioco piu' Che sei bella da morire tutto sembra un film
da girare troppo in fretta con la fine sopra i tuoi blue jeans
E sei bella da morire tutto sembra un film da girare troppo in fretta
con la fine sopra i tuoi blue jeans con la fine sopra i tuoi blue jeans


1978    Matia Bazar   "...E dirsi ciao!"

Se il sole da lassu' di colpo tinge il blu
di buio e se ne va e se il mare azzurro ritmo non ha piu'
e onda dopo onda rubera' la spiaggia della mia felicita'
e poi se il vento che cantava insieme a noi
stonate queste note soffiera' vuol dire separarci e dirsi ciao
ma se l'alba spunta e poi anticipando in noi
il giorno che verra'  e se una rondine dispersa il sole avra'
la forza della sua comunita' per continuare il viaggio fino al sud
e poi se il fuoco del camino brillera' per sempre con amore e senza eta'
vuol dire ritrovarsi e dirsi ciao


1979    Mino Vergnaghi         "Amare"

Come vuoi parliamo di progetti se ti va
vuoi vivere una vita insieme a me
mi parli di coraggio e volonta'
e cerchi con affanno il mio domani
con tanta e tanta voglia di amare
amare che cosa vuoi che voglia dire
amare la vita programmata e' forse
amare domani e' ancora uguale
amare non basta aver vent'anni per amare
illudersi che insieme sia migliore
e poi sentirsi male come sai
un giorno mangia l'altro
ed hai l'eta' diritto di votare e dire no
bisogno di campare e dire si
poi cerchi l'evasione piu' banale oppure esplodi addio domani
amare che cosa vuoi che voglia dire
amare la noia quotidiana e' forse amare
domani e' ancora uguale
amare volersi ad ogni costo non e' amare
illudersi che sia se fai l'amore
e poi sentirsi male amare
volersi ad ogni costo non e' amare
illudersi che sia se fai l'amore
e poi sentirsi male amare.........


1980    Toto Cutugno             "Solo noi"

E mi diceva... io sto bene con te. E mi diceva... tu sei tutto per me.
Se non e' amore, dimmelo tu, cos'e'? Si addormentava abbracciandosi a me.
Mi risvegliava con un bacio e un caffe' e poi giocava qui nel letto con me.
Se non e' amore, dimmelo tu, cos'e'? E poi restava a parlare di noi.
Solo noi, solo noi. Dimmi che tu mi vuoi.
Solo noi, solo noi. Il respiro di noi.
Solo noi, solo noi. Dimmi che nessun uomo ti ha fatto tremar come tremi con me.
Solo noi, solo noi. Le montagne, se vuoi.
Solo noi, solo noi. Prati verdi, se vuoi.
Solo noi, solo noi. Dimmi che non sai stare da sola un minuto se non sei con me.
Odio l'aurora ora che non ci sei. Scende la sera, entri dentro di me.
Se non e' dolore, dimmelo tu, cos'e'? Ti penso ancora, ma tu non sei con me.
Solo noi, solo noi. Dimmi che e' amore?
Solo noi, solo noi. La mia mente dov'e'?
Solo noi, solo noi. Odio queste lenzuola che in tempo cancella il profumo di te.
Solo noi, solo noi. Le montagne non vuoi.
Solo noi, solo noi. Prati verdi non vuoi.
Solo noi, solo noi. Mi dicevi che non poi restare un minuto lontano da me.
Solo noi, solo noi. La mia casa non vuoi.
Solo noi, solo noi. Vendo tutto se vuoi.
Solo noi, solo noi. Odio queste lenzuola che in tempo cancella il profumo di te.
Solo noi. solo noi... Noi, solo noi


Από το 1980 και μετά – όπως και σ’ όλα τα μουσικά φεστιβάλ – εμφανίζεται η …πτώση στην ποιότητα και όχι μόνο….
Αξίζει όμως να μείνουμε και να ξανακούσουμε:


1981    Alice    "Per Elisa"

Per Elisa vuoi vedere che perderai anche me
per Elisa non sai piu' distinguere che giorno e'
e poi non e' nemmeno bella. Per Elisa
paghi sempre tu e non ti lamenti
per lei ti metti in coda per le spese
e il guaio e' che non te ne accorgi.
Con Elisa guardi le vetrine e non ti stanchi
lei ti lascia e ti riprende come e quando vuole lei
riesce solo a farti male. Vivere vivere vivere non e' piu' vivere
lei ti ha plagiato, ti ha preso anche la dignita'.
Fingere fingere fingere non sai piu' fingere
senza di lei ti manca l'aria. Senza Elisa
non esci neanche a prendere il giornale
con me riesci solo a dire due parole
ma noi un tempo ci amavamo.
Con Elisaguardi le vetrine e non ti stanchi
lei ti lascia e ti riprende come e quando vuole lei
riesce solo a farti male. Vivere vivere vivere non e' piu' vivere
lei ti ha plagiato ti ha preso anche la dignita'.
Fingere fingere fingere non sai piu' fingere
senza di lei ti manca l'aria. Vivere
non e' piu' vivere per Elisa con Elisa


1982    Riccardo Fogli            "Storie di tutti i giorni"
1983    Tiziana Rivale            "Sarà quel che sarà"


1984    Al Bano e Romina Power      "Ci sarà"

Dopo questa vita che si dimentica di te
dopo questo cielo senza arcobaleno.
Dopo la malinconia che mi prende a ogni bugia.
Dopo tutta questa voglia di sereno dimmi che ci sara'.
Dopo iI sogno della hawai come tutti i marinai
attraverso questo mare di cemento.
Dopo un altro inverno che soffia neve su di me.
Che ho gia' freddo se non sono accanto a te.
Devi crederci ci sara' -
una storia d'amore e un mondo migliore.
Ci sara' - un azzurro piu' intenso e un cielo piu' immenso.
Ci sara' - la tua ombra al mio fianco vestita di bianco.
Ci sara' - anche un modo piu' umano per dirsi ti amo di piu'.
Dopo un oggi che non va dopo tanta vanita'
e nessuno che ti da niente per niente.
Dopo tutto il male che c'e nel mondo intorno a te
com'e bello ritrovarti accanto a me.
Devi crederci ci sara' -
una storia d'amore e un mondo migliore. . . .
Devi crederci. ci sara' -
una storia d'amoree un mondo migliore. . . .


1985    Ricchi e Poveri  "Se m'innamoro"
1986    Eros Ramazzotti  "Adesso tu"
1987    Gianni Morandi, Umberto Tozzi, Enrico Ruggeri "Si può dare di più"
1988    Massimo Ranieri  "Perdere l'amore"
1989    Anna Oxa και Fausto Leali   "Ti lascerò"
1990    Pooh (Italian) και Dee Dee Bridgewater     "Uomini soli"
1991    Riccardo Cocciante και Sarah Jane Morris "Se stiamo insieme"
1992    Luca Barbarossa  "Portami a ballare"
1993    Enrico Ruggeri  "Mistero"
1994    Aleandro Baldi  "Passerà"
1995    Giorgia "Come saprei"
1996    Ron, Tosca     "Vorrei incontrarti fra cent'anni"
1997    Jalisse  "Fiumi di parole"
1998    Annalisa Minetti  "Senza te o con te"
1999    Anna Oxa  "Senza pietà"
2000    Piccola Orchestra Avion Travel  "Sentimento"
2001    Εlisa    "Luce (Tramonti a nord est)"
2002    Matia Bazar   "Messaggio d'amore"
2003    Alexia             "Per dire di no"
2004    Marco Masini  "L'uomo volante"
2005    Francesco Renga  "Angelo"
2006    Giuseppe Povia  "Vorrei avere il becco"
2007    Simone Cristicchi   "Ti regalerò una rosa"
2008    Giò Di Tonno και Lola Ponce  "Colpo di Fulmine"
2009    Marco Carta "La forza mia"



Πηγή:
ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
YouTube