Οι φάοσες

George E Lee
Painting
Για την όμορφη ματιά του καλλιτέχνη φωτογράφου
"Στην στίλβουσα σιωπή του φάρου"
Ανδρέας Εμπειρίκος

Όταν ο Θεός έχτιζε στεριές κι έκανε θάλασσες, άφησε ξεχασμένο και το νησί. Δεν έχει όνομα· ένα γυμνό και έρημο νησί. Μοναξιά, απελπισία. Τί άλλο; Στη μέση του πουθενά, κύματα, άνεμοι, πλοία που περνούν!... Το βλέμμα χάνεται εκεί που σμίγουν ουρανός και θάλασσα. Τα μονοπάτια του μυρίζουν θυμάρι και ρίγανη… θάμνοι και ανεμοδαρμένα ξερά κλαριά στέκουν εμπόδιο στη στράτα του μπαρμπα-Φώτη, σαν το ανεβαίνει αργά για να φτάσει στο ερημητήριό του, το φάρο… Κοντά σαράντα χρόνια εκεί, έχει για πανοπλία δύναμη, καρτερία, πίστη και υπόσχεται στεριά στους ναυτικούς. Ο φάρος του αγέρωχος, μοναχικός, έχει γίνει η παρηγοριά τους και οι πέτρινοι τοίχοι τους, δέσμιοι της αρμύρας και σύμβολα σωτηρίας, κρύβουν μυστήριο, απέραντη μοναξιά αλλά και δύναμη συνάμα. Αυτό το "καντήλι της θάλασσας", που λέει ο ποιητής, σκορπίζει μοναχικές ακτίνες φωτός, ζωής, ελπίδας, αισιοδοξίας και ασφάλειας. Στιγμές που δεν ξεχνιούνται…

Σουρουπώνει… Ανάβει το φανάρι· δίνει σημάδι πως βρίσκεται γι ακόμα μια φορά εκεί, στη θέση του. Όταν η μέρα υποτάσσει το φως του φάρου, ο μπαρμπα-Φώτης για πολλοστή φορά διαβάζει «Τους Γλάρους», του Βενέζη:

Ο φαροφύλακας αγαπάει πολύ τα πουλιά

Χιλιάδες πουλιά πετάνε προς τα φώτα
Κατά χιλιάδες πέφτουνε και τσακίζονται
Χιλιάδες τυφλωμένα και νεκρά
Πεθαίνουνε κατά χιλιάδες

Ο φαροφύλακας δεν το αντέχει
Ο φαροφύλακας αγαπάει πολύ τα πουλιά
Και τόσο το χειρότερο
Εμένα τι με νοιάζει, λέει

Και σβήνει όλα τα φώτα

Από μακρυά ένα καράβι βυθίζεται
Το φορτηγό που έρχεται από τα νησιά
Κι είναι το φορτηγό πουλιά γεμάτο
Χιλιάδες πουλιά παό τα νησιά
Χιλιάδες πουλιά πνιγμένα

Κάθε ανάγνωση συγκίνηση και δάκρυ, σιωπή, μοναξιά, μνήμες, όνειρα, φως κι ελπίδα… Παρηγοριά του η σωτηρία των εργατών της θάλασσας. Αυτός ο ερημίτης, ο καλόγερος του γαλανού στοιχείου με συντροφιά και παρηγοριά τις εικόνες της Παναγιάς και του Άη-Νικόλα, καταφύγιό του στις θύελλες και τις φουρτούνες, όταν σείεται ο κόσμος συθέμελα, βουνά αφρός με τα πουλιά να ορμούν στο φανάρι, απομακρυσμένος από φιλική στεριά, με φίλους τους ανέμους…

Σηκώνει τα μάτια και το βλέμμα του περιδιαβαίνει το χώρο · τον μοναδικό δικό του χώρο στο φάρο. «Μαλέα παρακάμψας επιλάθου των οίκαδε»* έρχεται στο νου του η επιγραφή της ταμπέλας, που ήταν κρεμασμένη στην είσοδο του φάρου στον Κάβο-Μαλιά, όταν παλιά είχε υπηρετήσει εκεί. Εκεί όπου, μέσα στην μοναξιά της θλίψης και στην θλίψη της μοναξιάς είχε ανακαλύψει τον εαυτό του, ζώντας μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. Ακόμα και σήμερα νεράϊδες και φαντάσματα κλωθογυρίζουν στο μυαλό του. Βιώνει δυό κόσμους, της λογικής και του συναισθήματος, του νου και της καρδιάς. Οι ψυχές που ταξιδεύουν τις θάλασσες υπάρχουν επειδή υπάρχει εκείνος και το φως του στο φάρο.

Μέσα στον λήθαργο οι ραμφισμοί των πουλιών στο μεγάλο παράθυρο τον καλούν πίσω… τα πουλιά που πετούν προς τα φώτα και φεύγουν… Μα οι φάοσες** τον αγαπούν και τον συντροφεύουν· φιγούρες απόκοσμες σαν κι εκείνον σ’ αυτή την ερημιά. Ανασηκώνεται, πλέκει  τα χέρια πίσω για μαξιλάρι και μεσ’ το σύθαμπο τις παρατηρεί, τους χαμογελάει και υφαίνει την ιστορία τους… Αναζητάει τη ρίζα τους στο θρύλο…

Παράφορα ερωτευμένο ζευγάρι, κίνησε για ευτυχισμένο ταξίδι μα η τύχη τους δεν το ήθελε. Σφάλισαν τα χείλη τους, έγιναν ράμφος, τα νυφιάτικα γίναν ασπροπούπουλα και η αγωνία του πνιγμού γουργουρητό απραγματοποίητης πεθυμιάς… Φώλιασαν στο παράθυρο του φάρου αναγνωρίζοντας στο πρόσωπο του μπαρμπα-Φώτη, τον καπετάνιο του «Santa Lucia». Άφησαν την ύλη τους πλάι σε ατελείωτους σωρούς από ναυάγια και η ψυχή τους πέταξε αγριεμένη, ψάχνοντας για μια λεπίδα ελπίδας…. Ζητώντας το λιμάνι οδηγήθηκαν στην ασφάλεια του φάρου, στην παρηγοριά της ζεστασιάς του φαροφύλακα, του καπετάνιου τους….

Κι εκείνος, χαρίζοντάς τες το καλύτερο χαμόγελό και το γλυκύτερο βλέμμα του, πέταξε μαζί με τις φάοσες προς το πέλαγος αφού πριν αγκάλιασε τον πέτρινο, αρμυρό και παγωμένο τοίχο του φάρου του…

Κι έφταναν στην ψυχή του: 
Όλοι οι μοναχικοί άνθρωποι το γνωρίζουν... 
Ένα Αρχιπέλαγος δεν έχει ποτέ την πολυτέλεια της μοναξιάς, έχει χιλιάδες ποντοπόρα πλοία, χιλιάδες ρότες, στη ράχη του...
Κανένα όμως από αυτά τα πλοία που λες δεν του κρατούν συντροφιά , παρά μόνο στο χρόνο που το ταξιδεύουν...
Και το Αρχιπέλαγος ''προδώθηκε'' από τον καπετάνιο κι ήρθε και φούσκωσε εντός του, κι έκανε μεγάλη τρικυμία στα σωθικά του... 
Κι ύστερα καταλάγιασε κι έγλυφε πικραμένο τις αμμουδιές...

♦ - ♦ - ♦ - ♦ - ♦ - ♦ - ♦ - ♦ - ♦ - ♦

* "Μόλις περάσεις τον Μαλέα, ξέχνα ότι έχεις οικογένεια"

** Φάοσες:  ένα είδος λευκών αγριοπερίστερων που φωλιάζουν στα βράχια και που αστράφτουν στον ήλιο, καθώς φτερουγίζουν. Μα και η λέξη «Φάοσα» παράγεται από τη λέξη «φάος», τον ασυναίρετο τύπο της  συνηρημένης λέξης «φως» των Αρχαίων Ελλήνων.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου