Το ελαφρό τραγούδι (μέρος 1ο)

Η έλευση της τεχνολογίας


Όταν στα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1930 η Ελλάδα απέκτησε τη δυνατότητα παραγωγής δίσκων, κάτι που μέχρι τότε γινόταν στο εξωτερικό, αλλά και με τα εγκαίνια του ραδιοφωνικού σταθμού Αθηνών το 1938, το σκηνικό άρχισε να αλλάζει. Τα τεχνικά μέσα πλέον, επέτρεψαν μια σχετικά γρήγορη διάδοση της μουσικής, έτσι ώστε το ελληνικό τραγούδι να αρχίσει σιγά – σιγά τις πρώτες προσπάθειες ανεξαρτητοποίησης από το θέατρο. Η έλευση της τεχνολογίας όμως εκτός από την εύκολη διάδοση, εξασφάλισε και την μεγαλύτερη πρόσληψη μουσικών πληροφοριών και μηνυμάτων από Ευρώπη και Αμερική.

Δίσκος της Columbia του'45


Οι επιρροές του ελαφρού τραγουδιού - Οι στίχοι


Στα τραγούδια που παράγονταν από τη δεκαετία του 1920, έπαψε πλέον η έντονη επιρροή του ιταλικού μπελ κάντο. Οι συνθέτες επηρεάσθηκαν από τη γαλλική σχολή τραγουδιού, δημιουργώντας τραγούδια ιδιαίτερα έντεχνα από μελωδική και αρμονική άποψη, συμβατών με το ρομαντικό κλίμα της εποχής και που μπορούσαν να λειτουργήσουν ως οικογενειακή αναψυχή. Ωστόσο σε πολλές περιπτώσεις, δεν δίσταζαν να αναμείξουν στις περίτεχνες μελωδίες και αρμονίες και μοτίβα ανατολίτικα ή ρυθμούς δανεισμένους από την ελληνική μουσική όπως τα 7/8.


Οι επιρροές όμως δεν σταμάτησαν στο γαλλικό τραγούδι. Το αργεντίνικο ταγκό, από τα τέλη της δεκαετίας του 1920, κατακτά τις καρδιές των αστών

όπως και άλλοι λατινοαμερικάνικοι ρυθμοί όπως το φοξ - τροτ, η σάμπα, η ρούμπα κ.ά. που ήλθαν να παραγκωνίσουν το βαλς που κυριαρχούσε μέχρι τότε, ενώ τζαζ ορχήστρες έκαναν την εμφάνισή τους στα πολυτελή νυχτερινά κέντρα της εποχής. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα να δημιουργηθούν τραγούδια που ενσωμάτωναν τα νέα μηνύματα.
Οι στίχοι των τραγουδιών μιλούσαν κυρίως για τον έρωτα



αλλά και για τη διασκέδαση




και το κρασί







Θάνου Παπαδόπουλου: «Βγάλε τη μάσκα σου»


Το θέατρο και ο κινηματογράφος


Το θέατρο, και ιδιαίτερα τα θεατρικά είδη της Επιθεώρησης και της Οπερέτας συνέχισαν να παράγουν τραγούδια που αρκετά από αυτά εξελίχθηκαν σε μέγιστες επιτυχίες. Οι συνθέτες συνέδεσαν σε αρκετά μεγάλο βαθμό την μουσική τους παραγωγή με το θέατρο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Χρήστος Χαιρόπουλος που τα γνωστότερα τραγούδια του προέρχονται από τις οπερέτες που έγραφε για τις ανάγκες διαφόρων αθηναϊκών θεατρικών σκηνών.


Παράλληλα, ανάγκη για παραγωγή μουσικής και τραγουδιών προέκυψε και από την άνθιση του ελληνικού κινηματογράφου, ο οποίος από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 άρχισε να παράγει εντατικά ταινίες. Το ελληνικό σινεμά της εποχής προσέφερε στους συνθέτες βιοπορισμό αλλά και ένα ιδανικό πεδίο επεξεργασίας όλων των νέων μουσικών μηνυμάτων και ιδεών

H εταιρεία Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων, Μουσικών και Μεταφραστών, το συμβούλιο του 1950: Από αριστερά (όρθιοι), Κ. Γιαννίδης, Α. Γιαλαμάς, Μ. Σουγιούλ, Π. Παπαδούκας, Κ. Βελμόρας, Χ. Γιαννακόπουλος, (καθιστοί), Α. Σακελλάριος, Γ. Γιαννακόπουλος, Δ. Γιαννουκάκης.
Έτσι δημιουργήθηκε ολόκληρη κατηγορία τραγουδιών, τα λεγόμενα ελαφρά, η οποία απευθύνθηκε στη μεσαία και ανώτερη οικονομικά και κοινωνικά αστική τάξη.



Το εξώφυλλο της παρτιτούρας «Άστα τα μαλλάκια σου»

Η πρώτη σελίδα της παρτιτούρας



Οι συνθέτες
Πολλοί αξιόλογοι συνθέτες έδρασαν την εποχή εκείνη. 
Κάποιοι από αυτούς ήταν οι:

Κλέων Τριανταφύλλου ή Αττίκ ► (Αθήνα 1885 – 1944)


(Αθήνα ή Ζαγαζίκ Αιγύπτου ή, το και πιθανότερο, Τσαγκαράδα Πηλίου 1882/1885 - Αθήνα 1944): Υπήρξε συνθέτης και στιχουργός ελαφρών τραγουδιών (που τα ερμήνευε ο ίδιος: "chansonnier"), πιανίστας, και σκηνικός παρουσιαστής ("animateur"). Ήταν αναμφίβολα, ο μεγαλύτερος τραγουδοποιός της προπολεμικής Εποχής.


Γόνος πλούσιας οικογένειας Αιγυπτιωτών, τέλειωσε γύρω στο 1900 το Εθνικό Λύκειο Αθηνών και στη συνέχεια το Παν/μιο Αθηνών (Νομική), με σκοπό να ακολουθήσει το διπλωματικό στάδιο. Παράλληλα έκανε μαθήματα φλάουτου, με τον Ν. Κουλούκη στο Ωδείο Αθηνών (εγγράφηκε το 1902 και μάλιστα, το 1904, τιμήθηκε με Α΄ Έπαινο). Το 1907 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι για να συνεχίσει νομικές σπουδές, όμως γράφτηκε στο εκεί Ωδείο (μαθητής στα θεωρητικά των Εμίλ Πεσάρ και Καμίγ(ι) Σαιν-Σάνς) και τελικά τον απορρόφησε η ελαφρά μουσική και το θέατρο.
Έτσι, εργάστηκε ως ηθοποιός - "κονφερανσιέ", ενώ παράλληλα συνέθεσε 300 περίπου ελαφρά τραγουδια (πολλά από τα οποία σώζονται στο αρχείο της Δανάης Στρατηγοπούλου]]). Λέγεται ότι "ντεμπουτάρησε" το 1910 σε ένα "ταμπαρέν" (κάτι μεταξύ "καφέ-σαντάν" και "καμπαρέ") με το τραγούδι του "Malgré tout" ("Παρ' όλα αυτά"). Τα τραγούδια του άρεσαν στους Γάλλους, τυπώθηκαν στο Παρίσι και τραγουδήθηκαν από μεγάλες "βεντέτες" της εποχής (τον Μαγιόλ, τον Φραξόν, τη Μιστεγκέτ, τον Ντιζόν, κ.ά.). Mετέχοντας σε διάφορα συγκροτήματα περιόδευσε χώρες της Ευρώπης, της Αμερικής και της Αφρικής. To 1915 έδωσε 5 "μουσικές εσπερίδες" στη Θεσ/νίκη (Θέατρο Λευκού Πύργου) με την παρουσία των πριγκίπων Νικολάου και Χριστοφόρου. Το 1920-21 περιόδευσε στη Νότια Αμερική, τη Ρουμανία, τη Ρωσία, καταλήγοντας στην Πόλη. Εκείνη την εποχή μάλιστα, ως θερμός «βενιζελικός», έγραψε και το τραγούδι «Η μετανοιωμένη», υπαινισσόμενος την Ελλάδα που καταψήφισε τον Εθνάρχη στις εκλογές του 1920 («Έλα γλυκέ μου τύραννε, ξανατυράννησέ με, από το χέρι πάρε με, στην Πόλη πήγαινέ με. Μ' εσένα ζούσε αρχόντισσα και τώρα είμαι ζητιάνα, για δες με πώς κατάντησα, δεν με λυπάσαι πια; Την αγκαλιά σου άνοιξε, να βρω παρηγοριά»...).
Το 1926 επέστρεψε στην Αθήνα και το 1928 σχημάτισε με τα αδέλφια του Κίμωνα και Κορίννα, το "Τρίο Τριανταφύλλου", που για λίγο διάστημα πρόσφερε ελαφρά μουσική ποιότητας. Ωσπου, το 1930/31, κατάρτισε συγκρότημα (σε συνεργασία με τους Δ. Ευαγγελίδη, Βώττη και Παντελή Χόρν) εμφανιζόμενος στο προσωπικό του "σόου" που έμεινε στην Ιστορία (...τόπος, παράσταση και συμμετέχοντες) ως "[[Μάντρα|Μάντρα]] του Αττίκ" (λειτούργησε ώς την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου σε διάφορους χώρους περί την οδό Φωκίωνος Νέγρη: υπαίθριο θέατρο της οδού Μεθώνης, υπαίθριο θέατρο "Δελφοί" οδού Αχαρνών και από το 1938, στην ταβέρνα "Μονμάρτρη"). Μέσα από τη "Μάντρα" του (που υπήρξε αναμφίβολα η πρώτη αθηναϊκή μπουάτ..., δημιουργώντας "Σχολή") αναδείχτηκαν πολλές διασημότητες της νεότερης ελληνικής τέχνης: ο Ν. Μοσχονάς, ο Ορέστης Λάσκος, ο Μίμης Τραϊφόρος, η "Καλή Καλό", η Πάολα, ο Κ. Μπέζος, η Μπέμπα Δόξα, η Δανάη, , η Ήρα Μαρκοπούλου, η Κάκια Μένδρη, η Νινή Ζαχά, η Kαίτη Ντιριντάουα, ο Τάσος Βάμπαρης, η Λουΐζα Ποζέλι, ο μίμος Ζαζάς (με μπόι 2 μέτρα), ο Σταθόπουλος και προ πάντων, νέα φωνητικά ταλέντα όπως: η Μιτσούκο, ο Θάνος, η Ζωή Νάχη, η Αρία, η Ζανίνα, η Νίτσα Μόλλυ, η Αγγέλα Λυκιαρδοπούλου, η Καίτη Επισκόπου, ο Βάσος Σεϊτανίδης, ο Τόνυ Ράις, ο Θ. Αγγελόπουλος, ο Πύρπασος, η Κίτυ Άλμα, η Ντόλυ Φλίσκο, η Ρίτα Δημητρίου, ο Κορώνης, και πολλοί άλλοι. Η "[[Μάντρα|Μάντρα]]" κατά τους χειμωνιάτικους μήνες περιόδευε σε επαρχιακά κέντρα (ή την Αίγυπτο), ενώ κατά τη χειμερινή περίοδο του 1936 συνεργάστηκε με την ορχήστρα του Μπιάνκο και εμφανίστηκε στο θέατρο "Αλίκης".
Ο "Αττίκ" στη διάρκεια της "αθηναϊκής" του περιόδου συνέθεσε γύρω στα 200 τραγούδια, πολλά από τα οποία έγιναν μεγάλες επιτυχίες και τραγουδιούνται ώς σήμερα: "Τα καημένα τα νιάτα", "Αν βγουν αλήθεια", "Παπαρούνα", "Να ζει κανείς", "Τρεχαντήρι", "Μαραμένα τα γιούλια κι οι βιόλες", "Το οργανάκι", "Είδα μάτια πολλά", "Θαρρώ", "Έρημος, βαρύς και μόνος" (ή "Ο διαβάτης της ζωής"), "Ζητάτε να σας πω", "Τόσοι σού 'παν σ' αγαπώ", "Φαληράκι", "Το χρήμα", "Τί να την κάμω την ομορφιά σου", "Κι όμως" (1935), "Ειν' η αγάπη χίμαιρα" (1937), "Όταν σημάνει η ώρα", "Ακου Νανέτα", "Χωρίς εσένα το μυαλό μου αργεί", "Σερενάδα", "Κι αν μετανοιώσωμε", "Άδικα πήγαν τα νιάτα μου", "Παλιό βαλσάκι", "Ρώτα την καρδιά σου, ρώτα", "Της μιας δραχμής τα γιασεμιά", "Ας αλλάξουμε ομιλία", «Είναι αγάπες που ξεχνιώνται», «Μη μ' αγαπάς, δεν σ' το ζητώ ποτέ», "Xαβάγια", "Μυστήριο η γυναίκα", "Κατινιώ", "Ναι είν' αγάπες όπου σβήνουν", "Καινούργιο τραγούδι", "`Oταν μια αγάπη που νομίζαμε αιωνία", "Γιατί μεθώ", «Μια γωνίτσα», "Kάθε αγάπη", "Mην κλαις", "Xωρίς φιλί", "Τα τελευταία γιασεμιά", "Γιατί μεθώ", "Να της πεις", "Ακόμα ένα ταγκό", "Και τί μ΄αυτό;", "Το φαρμάκι", "Στερνή βαρκάδα", "Τί περίφημος καιρός", "Από μέσα πεθαμένος", "Το Μεράκι", "Μάργα, Μαργαρώ", "Στυμμένο το σταφύλι", «Πώς άλλαξ' ο κόσμος», «Σ' αγαπώ», κ.λπ. Επίσης τα κωμικά τραγούδια: "Ο Δημητράκης" ("Δεν σου πάει το πάχος Δημητράκη"), "Άλλαξ' ο κόσμος", "Αλήθεια σου το λέω", "Περσεφόνη", "Ο περιπλανωμένος Ιουδαίος", κ.λπ. Μεγάλο μέρος των τραγουδιών του μπορεί να δεχτεί το χαρακτηρισμό της "μπαλάντας". Συνέθεσε επίσης μουσική σε επιθεωρήσεις ("Περί Ψυρρή", "Κινηματογράφος", "Μάρε Νόστρουμ"), σε οπερέτες ("Τι είναι ο έρως", "Αφροδίτη της Μήλου") και σε δράματα ("Γιατί μεθώ"). Τέλος πρωταγωνίστησε στην ταινία "Τα χειροκροτήματα", του Γ. Τζαβέλλα (1944), που τον βιογράφησε. Αυτοκτόνησε τον Αύγουστο του 1944 πίνοντας ένα μπουκάλι "βερονάλ", αλλά ο ιατροδικαστής χαρακτήρισε το θάνατό του "δυστύχημα", αποδίδοντάς τον σε "οξεία δηλητηρίαση δια βερονάλης". (Η αλήθεια είναι ότι κάθε βράδυ ο "Αττίκ" έπινε "βερονάλ", γιατί αλλιώς δεν μπορούσε να κοιμηθεί...). Υπάρχει και η εκδοχή ότι εκείνες τις μέρες τον πρόσβαλαν και τον χτύπησαν κάτι Γερμανοί στρατιώτες κι αυτό απετέλεσε τη σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι της ζωής ενός ευαίσθητου καλλιτέχνη που γερνούσε ολομόναχος... Το έργο του, χαρακτηριζόμενο από ποιητική και μουσική αρτιότητα, συνέτεινε τα μέγιστα στον "εξευρωπαϊσμό" του ελληνικού αστικού γούστου, επηρεάζοντας ταυτόχρονα πολυαριθμότατη χορεία οικτρών μιμητών...
Νά τι έγραψε γι' αυτόν ως "Νεκρολογία" ο Δημήτρης Μπόγρης ("Νέα Εστία", τ. 411-12: 1944): "Ο Κλέων Τριανταφύλλου, ο γλυκός τραγουδιστής, που έπεσε από τις σκληρές συνθήκες της σημερινής άχαρης ζωής, δεν χάρισε μονάχα στην Ελλάδα μας περίφημα τραγούδια γιομάτα αίσθημα και ευγένεια, μα συνέβαλε με την καλλιτεχνική του ιδιοσυγκρασία, την μεγάλη του μόρφωση, το σπινθηροβόλο πνεύμα του και προ παντός με την ακάματη εργατικότητά του, στην κίνησι για την ανύψωση της αισθητικής και διανοητικής στάθμης του μεγάλου κοινού, για τον εκπολιτισμό της χώρας. Γιατί αλήθεια δεν μου φαίνεται, πως θα γνωρίση στο μέλλον η πρωτεύουσα και η ελληνική επαρχία πιο ευχάριστο δροσερό και σοφό σχολείο από την "Μάνδρα" του μακαρίτη, καλού μου φίλου. Μέσα σε γέλια, σε τραγούδια, πειράγματα, καλαμπούρια, χτυπιόταν με αμείλικτο Αριστοφάνειο τρόπο ο "σνομπισμός", η ματαιοδοξία. η βλακώδης έπαρσις, η αμάθεια, η σοβαροφάνεια, η υποκρiσία, η βία, η επίδειξις του πλούτου. Ο ατσαλάκωτος ρωμιός, που σκότωνε το συγγενή του και το φίλο του πάνω στο γλέντι, στα βαφτίσια και στους γάμους για την "παρεξήγησι", έμαθε από τότε που αποφάσισε ο Κλέων ν΄αφίση το Παρίσι και τις "μπουάτ" της Μονμάρτρης και να εγκατασταθή μόνιμα στον τόπο μας, ν΄ανέχεται το αστείο και το πείραγμα και ν' απαντάη σ' αυτά όχι με την γροθιά του και την κάμα, αλλά με τα ιπποτικά και αναίμακτα όπλα του λόγου. Όσοι παρακολουθήσανε τακτικά τις παραστάσεις του μικρού και πρωτότυπου θεάτρου του "Αττίκ", θα θυμούνται τα ωραία και χαριτωμένα επεισόδια με τις ευέξαπτες παρέες και τους θαυμαστούς διαξιφισμούς του Αττίκ μαζί τους. Μονοκόμματοι και στενοκέφαλοι επαρχιώτες, ρηχοί και επηρμένοι "σνομπ", φουσκωμένοι σαν Ινδιάνοι άνθρωποι των όπλων, ψευτομορφωμένοι, ταρτούφοι με την ηθικολογία και την καλή συμπεριφορά υπό μάλης μόλις τολμούσαν να σηκώσουν το κεφάλι τους και να διαταράξουν την ατμόσφαιρα της μάνδρας, παρεδίδοντο χάρις στη διανοητική υπεροχή του Αττίκ απογυμνωμένοι από κάθε λεοντή, στην άγρια πρόγκα του κοινού. -'Κάτσε κάτω κρύε', ακουγόταν σαν δίκαιη διαμαρτυρία η φωνή του πλήθους. Και ο οποιοσδήποτε ταραξίας με κλονισμένο πια το ηθικό ή αποχωρούσε ή καθότανε ταπεινωμένος, πειθαρχημένος ... Η συμβολή του στον καλλιτεχνικό τομέα είναι αφάνταστα μεγάλη για το τόπο. Σε εποχή που οι διάφοροι ταγκογράφοι μας και άλλοι μουσουργοί και στιχογράφοι μας τάχαν βάλει με τη γυναίκα - θυμόσαστε την ωραία αυτή εποχή που τα τραγούδια μας θύμιζαν λιγάκι τους καννιβάλους "Θα σ' εκδικηθώ", "Θα μου το πληρώσης", "Σούπα μην ξαναμπλέξης με τη γυναίκα" κ.λπ. - οι συνθέσεις του Αττίκ ολόκληρα δικές του, αφού τους στίχους και τη μουσική τα έγραψε ο ίδιος, ερχόντουσαν σαν ειδυλλιακό τοπίο φωτισμένο από το γλυκύτερο φως του αισθήματος, να μας ξεκουράσουν από τα βάσανα και τις πίκρες της ζωής και να μας θυμίσουν πόσο πολύτιμος είναι για μας τους άντρες ο σύντροφος της ζωής μας, η γυναίκα ...". (Περισσότερες πληροφορίες, μπορεί να αντλήσει ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης από το βιβλίο για τον «Αττίκ» της [[[Δανάη]]ς Στρατηγοπούλου]]).

Ο Αττίκ στο πιάνο




Ο Αττίκ τραγουδά με κάποιες κοπέλλες




" Ιστορίες τραγουδιών "


Το πρόγραμμα της μουσικής παράστασης – διάλεξης που έδωσε ο Αττίκ το 1944




Εξώφυλλο παρτιτούρας




" Ο διαβάτης της ζωής " ή όπως έγινε γνωστό ως: " Ζητάτε να σας πω "











Αντώνης Βώττης ►(Αθήνα 1890; - 1970)
Θεατρικός επιχειρηματίας, επιθεωρησιογράφος και τραγουδοποιός. Είχε τη μόνιμη επιθεώρηση "Παπαγάλος" (στο θέατρο "Δελφοί") στην οποία, εκτός από τη γυναίκα του, τη φημισμένη τραγουδοποιό Λόλα Βώττη (με την οποία συνεργαζόταν) έγραφε και ο ίδιος τραγούδια (όπως: "Οι γλεντζέδες", "Μον΄ ο Ρωμιός", «Το στουπί», «Αεροπλάνο», «Κοθώνια», κ.λπ.). Επίσης συνεργαζόταν με τον Γιάννη Κυπαρίσση (όπως στο γνωστό "Κατινάκι μου") και με άλλους γνωστούς τραγουδοποιούς της επιθεώρησης (Αγγ. Μαρτίνο, Τ. Ξανθόπουλο, Α. Μαστρεκίνη). Πρωτοεμφανίστηκε ως επιθεωρησιογράφος το 1912 με το «Καρνέ» (που ο Ξενόπουλος χαρακτήρισε ως την καλύτερη επιθεώρηση της χρονιάς). Ξεκίνησε να γράφει τον «Παπαγάλο» το 1914 και τον συνέχισε ώς τα μέσα της δεκαετίας του 1930. Έγραψε επίσης την ετήσια επιθεώρηση «Χαρτοπόλεμος» (1919, 1923, 1924), και τη μουσική στην επιθεώρηση των Τ. Μωραϊτίνη-Πολ. Δημητρακόπουλου «Ξιφίρ-Μπαλέρ» (1920). Το 1923 και το 1931 προσπάθησε ανεπιτυχώς να ανάβιώσει τα «Παναθήναια». Ο Θ. Χατζηπανταζής στο βιβλίο «Η Αθηναϊκή Επιθεώρηση» (Εκδόσεις «Ερμής», 1977) γράφει ότι ο Βώττης εμφανιζόταν ορισμένες φορές στο πιάνο ως τραγουδιστής κι ακόμη, ως κωμικός. Επίσης δημοσίευε σκίτσα και σατιρικούς στίχους σε εφημερίδες και περιοδικά. Μετά τον Πόλεμο τα παράτησε όλα και υπηρέτησε ως υπάλληλος στον Δήμο Αθηναίων. Τελικά, παρά τη δόξα και τις εισπρακτικές επιτυχίες του, πέθανε εντελώς ξεχασμένος και πάμφτωχος, με μόνους παρόντες στην κηδεία του (κατά τον Κ. Μυλωνά) τον Π. Παπαδούκα κι έναν υπάλληλο της ΕΘΣ...


Αντώνης Βώττης


Αντώνης Βώττης «Κατινάκι μου» - Εξώφυλλο παρτιτούρας


Αντώνης Βώττης «Κατινάκι μου» - Η παρτιτούρα


♦-♦-♦-♦-♦-♦-♦-♦-♦-♦-♦-♦-♦-♦-♦-♦-♦-♦-♦-♦

Πηγές: musicportal.gr
Αρχείο Θεατρικού Μουσείου
Musipedia

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου