Έντεχνο τραγούδι (μέρος 1ο)

          Προς το τέλος της δεκαετίας του 1950, όπου το λαϊκό τραγούδι είχε πλέον διαμορφωθεί και βάδιζε παράλληλα με το ελαφρό τραγούδι, δυο συνθέτες οι 
Μάνος Χατζιδάκις 
(Ξάνθη 1925 – Αθήνα 1994) και 
Μίκης Θεοδωράκης 
(Χίος 1925) 
έχοντας πλέον ωριμάσει συνθετικά έκαναν αισθητή την παρουσία τους. Κοινό τους χαρακτηριστικό ήταν ότι επηρεάζονταν από τη δυτική λόγια μουσική που είχαν και οι δυο σπουδάσει, αλλά και από τη λαϊκή μουσική, την οποία ερευνούσαν και προσάρμοζαν στις συνθέσεις τους.


Χαρακτηριστική ήταν η διάλεξη για το ρεμπέτικο τραγούδι, που έδωσε στην Αθήνα το 1949 ο Χατζιδάκις, τονίζοντας την σημαντική καλλιτεχνική ποιότητα των ρεμπέτικων τραγουδιών, τα οποία την εποχή εκείνη αποτελούσαν αντικείμενο περιφρόνησης από τους περισσότερους έλληνες διανοούμενους και καλλιτέχνες, όπως και από τη μεγαλύτερη μερίδα της κοινωνίας.




          Οι δυο αυτοί συνθέτες για πρώτη φορά, παντρεύοντας τη δυτική με την ελληνική λαϊκή μουσική, μελοποίησαν όχι μόνο στίχους γραμμένους ειδικά για τον σκοπό αυτό, αλλά και ποιήματα καταξιωμένων ποιητών όπως των Γιώργου Σεφέρη , Οδυσσέα Ελύτη, Νίκου Γκάτσου, Τάσου Λειβαδίτη, Ιάκωβου Καμπανέλλη, Γιάννη Ρίτσου κ.ά.







Εισήγαγαν έτσι μια νέα κοινωνική προβληματική στο ελληνικό τραγούδι, το οποίο μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε ως κυρίαρχα θέματα τον έρωτα, τη διασκέδαση και το κρασί. Με δεδομένη τη μουσική ικανότητα των δυο συνθετών, τα τραγούδια αυτά έγιναν τόσο μεγάλες επιτυχίες, ώστε ο λόγος όλων αυτών των σημαντικών ποιητών, να φθάσει να τραγουδιέται από τα χείλη λαϊκών ανθρώπων στις ταβέρνες και τις γειτονιές. Χαρακτηριστική ήταν η έκπληξη του Γιώργου Σεφέρη όταν, ερχόμενος στην Αθήνα από το Λονδίνο που υπηρετούσε ως πρέσβης, πήγε σε μια ταβέρνα με τον Θεοδωράκη, όπου άκουσε να τραγουδιέται από το σύνολο των θαμώνων «Η Άρνηση» (Στο Περιγιάλι το κρυφό)
Η απήχηση της μουσικής των Χατζιδάκι και Θεοδωράκη δεν περιορίσθηκε μόνο στα στενά ελληνικά όρια, αλλά έγινε διεθνής, με επιτυχίες που μεταφράστηκαν σε αρκετές γλώσσες και τραγουδήθηκαν παγκοσμίως. Ο λόγος γίνεται φυσικά, μεταξύ άλλων, για τον ιστορικό «Ζορμπά» του Μίκη Θεοδωράκη από την ομώνυμη ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη  και για τα θρυλικά «Παιδιά του Πειραιά» από την ταινία του Ζυλ Ντασσέν «Ποτέ την Κυριακή».



Έτσι διαμορφώθηκε ένα νέο είδος τραγουδιού το λεγόμενο «έντεχνο». Ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά τη δεκαετία του 1960, για να διαφοροποιήσει το συγκεκριμένο είδος τραγουδιού από τα υπόλοιπα.
Η νέα αυτή τάση ακολουθήθηκε και από πολλούς άλλους συνθέτες όπως:

Μίμης Πλέσσας


Γεννήθηκε στις 12 Οκτωβρίου 1924 στην Αθήνα. Σπούδασε στη Φυσικομαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στη συνέχεια πήγε στην Αμερική (ΗΠΑ) για συνέχιση σπουδών. Σε πολύ μικρή ηλικία έγινε ο πρώτος σολίστ πιάνου στην Ελληνική Ραδιοφωνία. Το 1952, σε ηλικία μόλις 27 ετών, τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο μουσικής του πανεπιστημίου της Μινεσότα, και την επόμενη χρονιά κατετάγη πέμπτος πιανίστας στις ΗΠΑ. Το 1952 άρχισε επίσης την ενασχόληση του με τη σύνθεση και από το 1956 ως μαέστρος και συνθέτης.
Η καλλιτεχνική και συνθετική του δραστηριότητα καλύπτει, τα τελευταία 50 χρόνια, όλους τους τομείς της μουσικής, στο θέατρο, τον κινηματογράφο, το ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Έχει συνεργαστεί με πληθώρα κορυφαίων τραγουδιστών, πολλούς από τους οποίους ανέδειξε μέσα από τα τραγούδια του. Ασχολήθηκε επίσης με τη σύνθεση μουσικής για ταινίες και θεατρικές παραστάσεις, έχοντας στο ενεργητικό του 104 ταινίες και 70 παραστάσεις. Έγραψε επίσης τη μουσική και τα τραγούδια για την τηλεοπτική σειρά "Τα παιδιά της Νιόβης". Έχει διευθύνει πολλές από τις μεγαλύτερες ορχήστρες στον κόσμο, σε έργα του και πρωτο-διακρίθηκε αφενός για τη θεατρική του προσφορά στο Παρίσι το 1958, και για την κινηματογραφική του στο Εδιμβούργο και τις ΗΠΑ το 1964 και 1965 αντίστοιχα. Αυτών ακολούθησαν πάμπολλες διακρίσεις ελληνικές και ξένες.
Επίσης ο Μίμης Πλέσσας υπήρξε ο παραγωγός της ιστορικής ραδιοφωνικής εκπομπής "Σε 30 δευτερόλεπτα" που ήταν μια εκπομπή βράβευσης γνώσεων με διάφορα δώρα, (ραδιόφωνα και βιβλία), στη δεκαετία του 1960 - 1970. Επίσης συμμετείχε σε πλείστες διεθνείς και ελληνικές επιτροπές κρίσης καλλιτεχνικών γεγονότων. Είναι μέλος της Ελληνικής Εταιρίας Θεατρικών Συγγραφέων, της Εταιρίας Μουσικοσυνθετών Στιχουργών Ελλάδος, της ΕΡΓΗΜ (σύγχρονης μουσικής) και πολλών άλλων καλλιτεχνικών συλλόγων. Επίσης ομιλεί αγγλικά και γαλλικά και είναι μόνιμος κάτοικος της Αθήνας.



Μαμαγκάκης Νίκος


 (Ρέθυμνο, 3 Μαρτίου 1929 − Αθήνα, 24 Ιουλίου 2013)
Ξεκίνησε τις σπουδές του από το Ωδείο Αθηνών και εν συνεχεία από το 1957 μαθήτευσε στην Ανώτατη Μουσική Σχολή του Μονάχου δίπλα στους Καρλ Ορφ και Γκέντσμερ.
Οι αρχικές του αναζητήσεις αφορούσαν στην ανανέωση του ηχοχρώματος και τις δομικές και ρυθμικές σχέσεις που βασίζονται σε αριθμητικές αναλογίες, τόσο με βάση τα δυτικά πρότυπα, όσο και με αναφορές στη δημοτική μας μουσική, κυρίως της ιδιαίτερης πατρίδας του. Συνέπεια αυτής της αναζήτησης ήταν η χρήση στα έργα του διαφόρων δημοτικών οργάνων (κρητική λύρα, σαντούρι, κ.ά.) ή αντίθετα η χρήση και μόνο της ηχητικότητάς τους χωρίς αυτά καθ' εαυτά τα όργανα.
Από τα γνωστότερα έργα του είναι: Αναρχία για κρουστά και ορχήστρα, Σενάριο για δύο αυτοσχέδιους τεχνοκρίτες για ενόργανο σύνολο, ταινία και σκηνική δράση, Παραστάσεις για φλάουτο, φωνή και σκηνική δράση, Μουσική για τέσσερεις πρωταγωνιστές, Κασσάνδρα, Ερωτόκριτος, μουσική για τονΠλούτο του Αριστοφάνη, Τριττύς, Τετρακτύς, Εγκώμιο στο Ν. Σκαλκώτα και πρόσφατα, η σύγχρονη όπερα Οδύσσεια (βασισμένη στο ομώνυμο έπος του Νίκου Καζαντζάκη.
Έγραψε μουσική για τον ελληνικό κινηματογράφο, όπως: Η δασκάλα με τα ξανθά μαλλιά, Η νεράιδα και το παλικάρι, Η αρχόντισσα και ο αλήτης (όλες του Ντίνου Δημόπουλου), Λούφα και παραλλαγή, Άρπα-κόλλα, Βίος και Πολιτεία (του Νίκου Περάκη), Η λεωφόρος του μίσους (του Νίκου Φώσκολου) και πολλά άλλα. Τον Απρίλιο 1997 παρουσίασε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών το τρίπρακτο λυρικό έργο του «Όπερα των σκιών» (εμπνευσμένο από το θέατρο σκιών) σε λιμπρέτο του Νάσου Θεοφίλου.




Κουγιουμτζής Σταύρος


Γεννήθηκε το 1932 σε έναν προσφυγικό καταυλισμό στο Επταπύργιο, κοντά στις φυλακές του Γεντί-Κουλέ. Μικρασιάτης στην καταγωγή που έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Θεσσαλονίκη, την πόλη που τόσο αγαπούσε.
Μπήκε στο χώρο της μουσικής σε ηλικία 15 ετών, με σπουδές στη Σχολή πιάνου του Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης. Το 1952, για λόγους βιοπορισμού, αρχίζει να εργάζεται ως πιανίστας σε νυχτερινά κέντρα της Θεσσαλονίκης. Έγραψε το πρώτο του τραγούδι «Περιστεράκι» το 1960 με το οποίο συμμετείχε στο Φεστιβάλ του ΕΙΡ, με ερμηνεύτρια τη Ζωή Κουρούκλη.
Γράφει την επιτυχία 'Μη μου θυμώνεις μάτια μου', που ερμηνεύει αρχικά η Χορωδία Φ.Ε.Μ. και στη συνέχεια ο Γιάννης Πουλόπουλος, όπως και το 'Αν δεις στον ύπνο σου ερημιά' και ξεκινά συνεργασίες με μεγάλα ονόματα της τότε μουσικής σκηνής όπως η Καίτη Χωματά και ο Γιάννης Βογιατζής. Το 1966 εμφανίστηκε και στο χώρο του θεάτρου, γράφοντας μουσική για το «Το ταξίδι» του Γιώργου Θέμελη στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας, σε σκηνοθεσία Ευγένιου Σπαθάρη.
Μετακόμισε στην Αθήνα το 1967 για να συνεργαστεί με τη δισκογραφική εταιρεία ΜΙΝΟΣ και με τους τότε ανερχόμενους τραγουδιστές Γιώργο Νταλάρα, Χαρούλα Αλεξίου, Γιάννη Καλατζή και Γιάννη Πάριο. Αυτή την περίοδο έγραψε τα σημαντικότερα τραγούδια της σταδιοδρομίας του, Πού 'ναι τα χρόνια, Κάπου νυχτώνει, Όλα καλά κι όλα ωραία, και Ο ουρανός φεύγει βαρύς. Αν και στιχουργός ο ίδιος, συνεργάστηκε με σπουδαίους στιχουργούς όπως το Μάνο Ελευθερίου, Κ. Βίρβο, Σώτια Τσώτου, Μ. Μπουρμπούλη, Λευτέρη Παπαδόπουλο και ποιητές σαν τον Γ. Θέμελη, Ντ. Χριστιανόπουλο, και Κώστα Βάρναλη. Αργότερα συνεργάστηκε με μια σειρά άλλων μεγάλων ερμηνευτών όπως τον Γιάννη Πάριο, την Άννα Βίσση, τον Αντώνη Καλογιάννη, τον Γιάννη Καλατζή και την Ελευθερία Αρβανιτάκη σε μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της, το Κόκκινο φουστάνι.
Ακολούθησε μια σιωπή 11 ετών, κατά τη διάρκεια των οποίων επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη από το 1988. Με πρόταση του Γιώργου Νταλάρα, επανήλθε στο προσκήνιο το 1998, με καινούργια κομμάτια βασισμένα στη βυζαντινή παράδοση, που ηχογραφήθηκαν στο Μέγαρο Μουσικής, με τον Νταλάρα και την Αιμιλία Κουγουμτζή και συνοδεία χορωδίας, με τον τίτλο 'Ύμνοι αγγέλων σε ρυθμούς ανθρώπων'. Η τελευταία του δισκογραφική παρουσία το 2001 ήταν το 'Έβρεχε ο κόσμος' με 11 τραγούδια που έγραψε για την κόρη του, Μαρία Κουγιουμτζή και το Γιώργο Χριστοδούλου.

Ο συνθέτης έφυγε το Σάββατο 12 του Μάρτη 2005, στα 73 του χρόνια, από ανακοπή καρδιάς.





ΠΗΓΕΣ:
Musipedia
Βικιπαίδεια



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου