Έντεχνο τραγούδι (μέρος 2ο)

Λουκιανός Κηλαηδόνης


Γεννήθηκε στην Κυψέλη (Αθήνα) στις 15 Ιουλίου 1943. Σπούδασε στο Λεόντειο Λύκειο Πατησίων και κατόπιν Αρχιτεκτονική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, καθώς και στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (Αθήνας), χωρίς ποτέ να ασκήσει αυτό το επάγγελμα. Είναι παντρεμένος με την Άννα Βαγενά και έχουν δύο κόρες. Το 1999 δημιουργούν μαζί τη δική τους μουσική σκηνή, το «Μεταξουργείο», στο οποίο εμφανίζονται μέχρι σήμερα.

            Η καλλιτεχνική του καριέρα ξεκινά στις αρχές της δεκαετίας του '70, όταν γράφει τη μουσική για τη θεατρική παράσταση του έργου της Κωστούλας Μητροπούλου Η Πόλη μας. Τα τραγούδια, στον ομότιτλο δίσκο που κυκλοφόρησε, ερμηνεύουν η Βίκυ Μοσχολιού και ο Μανώλης Μητσιάς. Συνεχίζει παραγωγικότατος με πολλά τραγούδια και περισσότερη μουσική (προσωπικοί δίσκοι, συμμετοχές και συνεργασίες, μουσική ή/και στίχους για θεατρικές και κινηματογραφικές παραστάσεις, για τηλεοπτικές εκπομπές, κ.α.). Πολλά από τα τραγούδια του αγαπήθηκαν και τραγουδήθηκαν πολύ («Είμαι ένας φτωχός και μόνος κάουμποϋ», «Μια μέρα μιας Μαίρης», «Ο ύμνος των μαύρων σκυλιών», "Ντίσκο", κ.α.). Έχει κάνει (και συνεχίζει να κάνει) πάρα πολλές ζωντανές εμφανίσεις σε όλη την Ελλάδα και στην Κύπρο.
            Ιδιαίτερη μνεία απαιτεί η πρώτη μεγάλης κλίμακας συναυλία του, το περίφημο Πάρτυ στη Βουλιαγμένη, που έγινε στις 25 Ιουλίου του 1983 και που συγκέντρωσε πάνω από 70.000 άτομα (άλλες εκτιμήσεις ανεβάζουν τον αριθμό στις 100.000).

...όσοι πηγαίνουν στη Βουλιαγμένη,
    λέει ένας νόμος παλιός,
    νύχτα με φεγγάρι κι είναι λίγο φτιαγμένοι,
    πάντα τη βρίσκουν αλλιώς...

Στο πάρτυ αυτό εμφανίστηκαν διαδοχικά οι Διονύσης Σαββόπουλος, Μαργαρίτα Ζορμπαλά, Βαγγέλης Γερμανός, Γιώργος Νταλάρας, Αφροδίτη Μάνου και Μαντώ, αποβιβαζόμενοι με ταχύπλοα στην πλωτή εξέδρα. Σε μια εποχή που ο όρος Beach party δεν ήταν ιδιαίτερα γνωστός, αυτό το πάρτυ κατάφερε να δημιουργήσει το αδιαχώρητο σε όλη την παραλιακή λεωφόρο, από τη Βουλιαγμένη μέχρι τη Λεωφόρο Συγγρού. Όχι άδικα, το Πάρτυ στη Βουλιαγμένη θεωρήθηκε το ελληνικό Woodstock και ο Λουκιανός Κηλαηδόνης με αυτήν την εκδήλωση ήταν ο πρώτος καλλιτέχνης που έβγαλε τις συναυλίες από τα γήπεδα και τα θέατρα, σε φυσικούς χώρους. Σύντομα το μουσικό αυτό πάρτυ βρήκε μιμητές με το υπαίθριο "Τριήμερο στο Άκτιο", τριήμερη μουσική συναυλία στο χώρο παρά το αεροδρόμιο Ακτίου, δίπλα στην Πρέβεζα.

1979


Αρχίζει το ματς αδειάσαν οι δρόμοι
Η ώρα ζυγώνει αρχίζει το μάτς
Αρχίζει το ματς ερήμωσε η πόλη
Τρεχάτε κι αρχίζει το ματς
Πω πω γουστάρω να βλέπω κασκόλ
Να βλέπω σημαίες να μπαίνουνε γκολ
Πώς μας ενώνει και πως μας δονεί
Του Διακογιάννη η φωνή

Αρχίζει το ματς
Παράταμε τώρα
Πλησίασ’ η ώρα
Αρχίζει το ματς
Αρχίζει το ματς
Κανείς μην κουνιέται σωπάστε
Κι αρχίζει το ματς


1971


Φεύγει το τρένο σαν χελιδόνι
δεύτερη θέση, τρίτο βαγόνι,
να του σπιτιού σου η γωνία
φεύγει το τρένο στη Γερμανία.

Αχ Μαρία, αχ Μαρία
μόνος μου στην μπιραρία
ονειρεύομαι τη νύχτα που σε πρωτοφίλησα.
Αχ Μαρία, αχ Μαρία
μόνος μου στην μπιραρία
το ποτήρι μου με δάκρυα ξεχείλισα.

Φεύγει το τρένο, στον κάμπο χιόνι
θα μου κρυώνεις που θα `σαι μόνη,
λιώνει η καρδιά μου στην αγωνία
μπήκε το τρένο στη Γερμανία.

1979


Αν τέλειωσες γυμνάσιο και θες να μορφωθείς
πριν πάρεις μιαν απόφαση καλά να το σκεφτείς
κι αυτά που λένε γύρω σου να μην τ’ ακούς ποτέ
μονάχος σου να ψάξεις να δεις τι γίνεται
καλές οι επιστήμες και τα διπλώματα
το θέμα όμως είναι τι γίνεται μετά
Λοιπόν που λες το πρόβλημα δεν είναι το να μπεις
είναι που σου την έχουνε στημένη μόλις βγεις
και όπως δεν υπάρχει και προγραμματισμός
αρχίζουνε τα κόλπα κι ο ανταγωνισμός
καλό είναι ένα δίπλωμα απ’ ανώτατη σχολή
μα οι θέσεις είναι λίγες κι απόφοιτοι πολλοί

Γι’ αυτό σου λέω σκέψου το και πρόσεξε πολύ
γιατί πριν από σένανε την πάθανε πολλοί
που πήραν το πτυχίο τους και με βαθμό καλό
κι αφού δουλειά δε βρήκαν το κάνανε ρολό
ρολό λοιπόν το κάναν κι όπως ήταν φυσικό
κι αφού το καμαρώσαν το βάλανε στο...


Δήμος Μούτσης
  

Γεννημένος στον Πειραιά, και τελειώνοντας τις μουσικές του σπουδές από το Ωδείον Αθηνών με ένα πρώτο βραβείο, ο Δήμος Μούτσης ξεκίνησε την περιπετειώδη ανήσυχη και δημιουργική του διαδρομή στην ελληνική μουσική, προς τα τέλη της δεκαετίας του '60, μια εποχή ρευστή μεν πολιτικά αλλά ιδιαίτερα γόνιμη πνευματικά σε πολλούς τομείς.

Ύστερα από μία σειρά μεγάλων λαϊκών τραγουδιών, κάπου 32 τον αριθμό συν 2 δίσκων «Κάποιο Καλοκαίρι» και «Ένα Χαμόγελο» με τη συμμετοχή γνωστών αλλά και πρωτοεμφανιζόμενων τραγουδιστών (Μητσιάς-Γαλάνη), φτάνει στο 1971 όπου με τον «Άγιο Φεβρουάριο» Μητροπάνος-Σαλπέα, ένα πολύ σημαντικό έργο, τελειώνει νοηματικά και μορφολογικά, όλη την πρώτη αυτή περίοδο, ανοίγοντας μάλιστα με αυτό το έργο, όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, καινούργιους δρόμους στη μετέπειτα Ελληνική δισκογραφία. Ακολουθούν ακόμα 2 δίσκοι με λαϊκά τραγούδια, ο «Συνοικισμός Α» (μουσική απ το θεατρικό έργο «50 χρόνια δάκρυα 50 χρόνια γέλιο») κατόπιν οι «Στροφές» και το 1974 με τη μεταπολίτευση, ένα ακόμα σημαντικό L.P. οι «Μαρτυρίες» με διάφορα σπουδαία τραγούδια, κομμένα μέχρι τότε από τη λογοκρισία.

Το 1975 επιχειρεί την «Τετραλογία», με πρωτοεμφανιζόμενη την Άλκηστη Πρωτοψάλτη, ένα αρκετά δύσκολο εγχείρημα, αποφασίζοντας να αναμετρηθεί με θηριώδη κείμενα της ελληνικής ποίησης (Καβάφη, Σεφέρη, Καρυωτάκη, Ρίτσο). Εδώ, έχει πολύ ενδιαφέρον να ακούσει κανείς αυτό το έργο, και στην ορχηστρική του εκδοχή. Αν αφαιρούσαμε δηλαδή τις φωνές, ίσως και να έπαιρνε, μια άλλη διάσταση. Τίποτα από όσα προηγήθηκαν και ακολούθησαν στον χώρο της μελοποιημένης ποίησης δε μοιάζει μαζί του. Η εντυπωσιακή ενορχήστρωση πολύπλοκη και πολύχρωμη, σε κάνει συχνά, όσο και αν φαίνεται απίστευτο, να ξεχνάς αυτούς τους στίχους, που είναι απ' τους καλύτερους που γράφτηκαν στην ελληνική ποίηση, και να επικεντρώνεσαι μόνο στη μουσική. Και αυτό το μεγάλο επίτευγμα του Μούτση ελάχιστοι το τόλμησαν και ακόμα λιγότεροι το κατάφεραν. Ίσως γι' αυτό σ' όλες τις λίστες, που κατά καιρούς γίνονται από διάφορους ειδικούς μελετητές κι' ερευνητές της ελληνικής μουσικής, αυτό το έργο κατέχει μια από τις πρώτες θέσεις στην τελική κατάταξη των σημαντικότερων κύκλων.

Ακολούθησε το 1976 η «Εργατική συμφωνία», μουσική από το θεατρικό έργο του Γιώργου Σκούρτη «Απεργία», και το 1979 το «Δρομολόγιο». Όμως παρά τα όμορφα τραγούδια που περιέχονταν στους δυο αυτούς κύκλους, και τις ενορχηστρωτικές εκπλήξεις της «Εργατικής συμφωνίας», για όσους γνωρίζουν καλά τον Μούτση και την μέχρι τότε δουλειά του, θα καταλάβουν πως εδώ, και για διαφορετικούς λόγους, σα να μην είχε ο ίδιος την πρωτοβουλία όλων των κινήσεων. Κατ' αρχήν, η πρώτη μεγάλη παύση (3 ολόκληρα χρόνια), κι ύστερα μια χαλάρωση, που κανείς δεν την περίμενε, και που ποτέ μέχρι τότε δεν είχε δείξει ο Μούτσης. «Φοβάμαι ότι θ' αρχίσω να επαναλαμβάνομαι», είχε πει κάποτε, «Φοβάμαι και δεν το θέλω καθόλου.»

Το 1981 κυκλοφόρησε το «Φράγμα» με τον Τριπολίτη. Μια στροφή 180 μοιρών: «Ερηνούλα», «Γράμμα από τη λεγεώνα των ξένων», «Δε λες κουβέντα», κι ένας Μούτσης απ' την αρχή. Μια ιδεολογική, μουσική και αισθητική πρόταση, που σ' όλα τα επίπεδα είχε να προτείνει κάτι φρέσκο και νέο, και το πέτυχε. Και δικαιώθηκε στο χρόνο, και δημιούργησε σχολή ανοίγοντας συγχρόνως στον εαυτό του το δρόμο, για αυτή την τόσο πολυσυζητημένη μετέπειτα, μοναχική του πορεία.

Για τους πάρα πολλούς ανθρώπους που εκτιμούν το έργο του Δήμου Μούτση, τη στάση του που θυμίζει το «Όσο μπορείς» του Καβάφη, ακόμα και την << Ηχηρή>> σιωπή του που ανά πάσα στιγμή περιμένουμε να σπάσει και να μας αποκαλύψει το επόμενο του αριστούργημα, οι στίχοι του, η δραματικότητα και αγωνία στην ερμηνεία του, η μουσική που έγραψε στην προσωπική του τριλογία Ενέχυρο - Να...! - Για Πούλημα Λοιπόν!, με την παρεμβολή του Ταξιδιώτη κάπου ενδιάμεσα, όλα αυτά μαζί και ιδιαίτερα, αποτελούν μιαν αρκετά ικανοποιητική εξήγηση για το γιατί έχει τόσα χρόνια να μας δώσει ένα καινούργιο κύκλο τραγουδιών. Αυτό βέβαια καλύπτει τη μισή αλήθεια. Ίσως η άλλη μισή να κρύβεται σε μια παλαιότερη δήλωση του που δείχνει την ταπεινότητα, το μέτρο και την αυτογνωσία με την όποια αντιμετωπίζει το έργο του: «Περνώντας ο καιρός, καταλαβαίνω πως η δουλειά μου γίνεται όλο και πιο δύσκολη. Ίσως γιατί από τιμιότητα, χρειάζομαι περισσότερες διευκρινήσεις...!»


1968


Άπονη καρδιά παρακαλώ, παρακαλώ
Θά ’ρθω μια βραδιά
παλιούς καημούς να σου θυμίσω

Άπονη καρδιά παρακαλώ, παρακαλώ
Θά ’ρθω μια βραδιά
και θα σου τραγουδήσω

Έβγα τα μεσάνυχτα ψηλά στο παραθύρι
Έβγα τα μεσάνυχτα με την στροφεγγιά
Άπονη καρδιά θάρθω μια βραδιά
θά ’ρθω στην αγάπη σου να βρω παρηγοριά

Άπονη καρδιά παρακαλώ, παρακαλώ
Πότε θα σε δω
στα χέρια μου να σε κρατήσω

Άπονη καρδιά παρακαλώ, παρακαλώ
Θά ’ρθω μια βραδιά
κρυφά να σου μιλήσω


1969


Αύριο πάλι, αύριο πάλι θα `ρθω να σε βρω
Κρίμα που δε με πιστεύεις
Κρίμα που μ’ αφήνεις μόνο μου να ζω

Αύριο πάλι, αύριο πάλι θα `ρθω να σου πω
Κρίμα που δε με πιστεύεις
Κρίμα που δεν ξέρεις πόσο σ’ αγαπώ

1970


Είπα κι εγώ στο κατώφλι να βγω να τον προσμένω,
μόλις φανεί να του φέρω σκαμνί που `χω πλυμένο.
Σαν πουλί είμαι λαβωμένο σαν παιδί είμαι ορφανό.

Μου `χε πει να τον περιμένω
να φανεί κάποιο δειλινό,
μου `χε πει να τον περιμένω
μα δεν ήρθε και πεθαίνω κάθε δειλινό.

Ήρθαν πολλοί στο φτωχό μου σκαλί, ήρθανε τόσοι.
Μα ο καημός, ο δικός του καημός με έχει σκοτώσει.

1972



Στη Σμύρνη και στo Αϊβαλί
και σ’ όλη την Ανατολή
δεν είχε τύχη ν’ ακουστεί τέτοιο κακό
τέτοιο κακό και να γραφτεί

Είδα μαχαίρι και φωτιά
κι είδα παλάτια και γυφτιά
μα πολιτείες και χωριά
να ξεψυχούν, πρώτη φορά

Είδα κι αγάπες και ντροπές
να σβήνουνε σαν αστραπές
Είδα και ανθρώπους δίχως νου κι άλλους να κλαιν
κι άλλους να κλαιν και να πονούν

Στη Σμύρνη και στ’ Αϊβαλί
και σ’ όλη την Ανατολή

1974



Τούτο το βράδυ
θα τραγουδήσω
κάτω απ’ τις στέγες των σπιτιών.
Θα τραγουδήσω
ένα λυπητερό τραγούδι
είμαι η γενιά η αδικημένη
και τα καλύτερά μας χρόνια
αχ, τα περάσαμε
κάτω απ’ τις λόγχες των φρουρών.

Τούτο το βράδυ
μέσα στους δρόμους
εργάτης είσαι ή φοιτητής.
Θα τραγουδήσω
ένα λυπητερό τραγούδι
είμαι η γενιά η αδικημένη
και τα καλύτερά μας χρόνια
αχ, τα περάσαμε
κάτω απ’ τις λόγχες των φρουρών.

1972



Πάνω απ’ το κρεβάτι στολισμένο
σε βελούδο μαύρο, θωρηκτό
Και πιο δίπλα ήταν διπλωμένο
το άλμπουμ με δικέφαλο αετό

Γράμματα μ’ ευχές κι αφιερώσεις
μέσ’ στο κομοδίνο σιωπηλές.
Κάποια μέρα σου είπα να τα δώσεις
κι άρχισες να βρίζεις και να κλαις.

Χάντρες κεντημένο το φουστάνι
και το τίμιο ξύλο στο πλευρό.
Κάμαρες που μύριζαν λιβάνι
και του Ιορδάνη το νερό.




            Γεννήθηκε στις 14 Μαρτίου 1939 στην Αθήνα όπου και μεγάλωσε. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες συνθέτες.

Σπούδασε στο Ωδείο Αθηνών και συνέχισε στο Παρίσι και στο Julliard School of Music της Νέας Υόρκης. Έχει γράψει τραγούδια σε περισσότερους από 42 δίσκους, μουσική για 21 ταινίες και 15 τηλεοπτικές παραγωγές. Ακόμα, έχει συνθέσει μουσική για αρχαία τραγωδία, δράματα και διεθνή μπαλέτα.

Στην αρχή της σταδιοδρομίας του γράφει μουσική κυρίως για το θέατρο και τον κινηματογράφο και έτσι ξεχώρισε ως συνθέτης κινηματογραφικής και θεατρικής μουσικής. Πρώτη του μεγάλη επιτυχία είναι η μουσική που έγραψε το 1963 για την κινηματογραφική ταινία του Βασίλη Γεωργιάδη «Κόκκινα Φανάρια». Τα τραγούδια «Άπονη ζωή», «Φτωχολογιά» και το «Παράπονο» έγιναν μεγάλες επιτυχίες και ήταν τα πρώτα τραγούδια που έγραψε ο Λευτέρης Παπαδόπουλος. Με ίδιο τίτλο κυκλοφορεί και ο πρώτος του μεγάλος δίσκος που πλουτίζεται με τις επιτυχίες «Σαββατόβραδο στην Καισαριανή», «Βάλε κι άλλο πιάτο στο τραπέζι» όλα σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου. Προς το τέλος της δεκαετίας του ’60 επικέντρωσε το ενδιαφέρον του στην κλασσική μουσική. Στα έργα του περιλαμβάνονται σουίτες μπαλέτου, κοντσέρτα αλλά και συμφωνικά έργα. Σπουδαίος δίσκος του θεωρείται βραβευμένο έργο «Το Ρεμπέτικο» (1983) που ήταν μουσική για την ομότιτλη ταινία σε σκηνοθεσία του Κώστα Φέρρη. Ο Σταύρος Ξαρχάκος θεωρείται και σπουδαίος ενορχηστρωτής με πιο πρόσφατη ενορχηστρωτική δουλειά του τον δίσκο "Ερημιά" του Μίκη Θεοδωράκη και του Λευτέρη Παπαδόπουλου.

Έχει βραβευτεί πολλές φορές σε κινηματογραφικά και μουσικά φεστιβάλ, όπως το Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Κινηματογράφου. Τον Μάιο του 1994 ανακηρύχθηκε Διδάκτωρ Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου Adelphi της Νέας Υόρκης. Στις αρχές του 1995 ανέλαβε την καλλιτεχνική διεύθυνση της «Κρατικής Ορχήστρας Ελληνικής Μουσικής» (KOEM).

Διατέλεσε Δημοτικός Σύμβουλος στο Δήμο Αθηναίων και αργότερα Αντιδήμαρχος Πολιτιστικών Θεμάτων. Επίσης, διατέλεσε βουλευτής Αθηνών αλλά παραιτήθηκε πολύ σύντομα. Διετέλεσε Ευρωβουλευτής της Νέας Δημοκρατίας από το 2000 έως το 2004.

1994



Φθινοπώριασε κι άκουσα
το στερνό τ’ αντίο σου
φθινοπώριασε κι έκλεισα
το πικρό βιβλίο σου.

Σε τραγούδησα
σα μιαν απέραντη αμμουδιά
σα μια ροδιά
χωρίς κλαδιά.
Σε τραγούδησα
σα μια μεγάλη ακρογιαλιά
σα μια φωλιά
χωρίς πουλιά.

Φθινόπώριασε κι έσβησε
το ξανθό σου το αστέρι φθινοπώριασε
κι έγινε βορινό πια τ’ αγέρι.

1974



Έβαλε ο Θεός σημάδι
παλληκάρι στα Σφακιά
κι ο πατέρας του στον Άδη
άκουσε μια τουφεκιά.

Της γενιάς μου βασιλιά,
μην κατέβεις τα σκαλιά.
Πιες αθάνατο νερό
να νικήσεις τον καιρό.

Έβαλε ο Θεός σημάδι
παλληκάρι στα Σφακιά
κι η μανούλα του στον Άδη
τράβηξε μια χαρακιά.

Της καρδιάς μου βασιλιά
με τον ήλιο στα μαλλιά,
μην περνάς τη χαρακιά
η ζωή είναι πιο γλυκιά.

1974



Εμείς που μείναμε 
στο χώμα το σκληρό
για τους νεκρούς
θ’ ανάψουμε λιβάνι
κι όταν χαθεί
 
μακριά το καραβάνι
του χάρου του μεγάλου πεχλιβάνη,
 
στη μνήμη τους θα στήσουμε χορό.

Εμείς που μείναμε
 
θα τρώμε το πρωί
μια φέτα από του ήλιου το καρβέλι,
 
ένα τσαμπί σταφύλι από τ’ αμπέλι
και δίχως πια του φόβου το τριβέλι,
 
μπροστά θα προχωράμε στη ζωή.

Εμείς που μείναμε
 
θα βγούμε μια βραδιά
στην ερημιά να σπείρουμε χορτάρι
και πριν για πάντα
 
η νύχτα να μας πάρει
θα κάνουμε τη γη προσκυνητάρι
και κούνια για τ’ αγέννητα παιδιά.

1974



Εσείς που βάλατε την έγνοια προσκεφάλι
κι είχατε στρώμα της ζωής την ερημιά
Εσείς που χρόνια δε σηκώσατε κεφάλι
και καλοσύνη δε σας άγγιξε καμιά

Ηρθε ο καιρός, ήρθε ο καιρός
πάνω στου κόσμου την πληγή
ήρθε ο καιρός, ήρθε ο καιρός
να ξαναχτίσετε την γη.

Εσείς αδέρφια που ποτέ δεν βγάλατε άχνα
κι ούτε ξημέρωσε στην πόρτα σας γιορτή
εσείς που η πίκρα σας πλημμύρισε τα σπλάχνα
κι όλοι σάς βλέπανε σαν άγραφο χαρτί.

1963



Πού να σε κρύψω φτωχή μου ψυχή
πού νά `βρω ένα χέρι ζεστό να πιαστώ

Γέμισε κλάμα η ακρογιαλιά
μοιάζει θαρρείς τ’ όνειρό μου με πουλιά
που τους πήρ’ ο βοριάς την φωλιά
και τα τρομάζει η βουή του δρόμου

Νύσταξε ο ήλιος, πλαγιάζει νωρίς
έγιν’ ο ίσκιος πικρός και βαρύς
κι η ψυχή ξαγρυπνά μοναχή
στη βροχή

Μάζεψε λύπη σπασμένη καρδιά
είν’ η χαρά περιστέρι
σαν παιδί που πηδά στ’ αψηλό το κλαδί
και δε σ’ απλώνει ποτέ το χέρι

1965



Στα μάτια παίζει τ’ άστρο της αυγής
ο ήλιος πλένει τ’ όνειρο της γης
πλατύ ποτάμι η αγάπη και βαθύ
κουράστηκε και πάει να κοιμηθεί

Για ποιο ταξίδι κίνησες να πας
να με θυμάσαι και να μ’ αγαπάς
σου κλέβει η ανατολή μικρό φιλί

Στα χείλη καίει πικρό μικρό φιλί
ποιο μακρινό ταξίδι σε καλεί
θα φύγεις ξένε, άσπρα τα πανιά
 
παραμονεύει η λησμονιά

Για ποιο ταξίδι κίνησες να πας
να με θυμάσαι και να μ’ αγαπάς
σου κλέβει η ανατολή μικρό φιλί


Γιάννης Μαρκόπουλος


          Ο Γιάννης Μαρκόπουλος είναι ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες συνθέτες. Γεννήθηκε το 1939 στο Ηράκλειο της Κρήτης, από γονείς παλαιών οικογενειών του νησιού (πατέρας του ήταν ο Γεώργιος Μαρκόπουλος, πρώην νομάρχης Λασιθίου και μητέρα του η Ειρήνη Αεράκη από τη Σητεία), και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην Ιεράπετρα. Εκεί, στο ωδείο της παραλιακής αυτής πόλης, παίρνει τα πρώτα του μουσικά μαθήματα στη θεωρία και στο βιολί. Οι πρώτες του επιδράσεις προέρχονται από την τοπική μουσική με τους γρήγορους χορούς και τα επαναλαμβανόμενα μικρά μοτίβα τους, από τη κλασική μουσική, καθώς και από τη μουσική της ευρύτερης ανατολικής Μεσογείου – και ιδιαίτερα της κοντινής Αιγύπτου.
Το 1956 συνεχίζει τις μουσικές σπουδές του στο Ωδείο Αθηνών, με τον συνθέτη Γεώργιο Σκλάβο και τον καθηγητή του βιολιού Joseph Bustidui. Την ίδια εποχή εισάγεται στο Πάντειο Πανεπιστήμιο για κοινωνικές και φιλοσοφικές σπουδές, ενώ παράλληλα συνθέτει για το θέατρο, τον κινηματογράφο και το χορό. Το 1963 βραβεύεται για την μουσική του στις Μικρές Αφροδίτες του Νίκου Κούνδουρου από το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, και τον ίδιο χρόνο ανεβαίνουν από νέα χορευτικά σύνολα τα μουσικά του έργα Θησέας (χορόδραμα), Χιροσίμα (σουίτα μπαλέτου) και τα Τρία σκίτσα για χορό.

Το 1967 επιβάλλεται στην Ελλάδα η δικτατορία και ο Γιάννης Μαρκόπουλος αναχωρεί στο Λονδίνο. Εκεί εμπλουτίζει τις μουσικές του γνώσεις με την Αγγλίδα συνθέτρια Elisabeth Lutyens. Επίσης συνθέτει την κοσμική καντάτα Ήλιος ο πρώτος, σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη (που τιμάται με το βραβείο Νόμπελ το 1979), και τη μουσική για τη Λυσιστράτη του Αριστοφάνη (για το Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν). Παράλληλα ολοκληρώνει τη μουσική τελετή Ιδού ο Νυμφίος, έργο που κρατά ανέκδοτο, εκτός ενός τμήματος, του περίφημου Ζάβαρα-κάτρα-νέμια, που αποτελεί ένα τα πιο διάσημα κομμάτια του. Την ίδια περίοδο γνωρίζεται με τους συνθέτες Ιάννη Ξενάκη και Γιάννη Χρήστου και έρχεται σε επαφή με τα πλέον πρωτοποριακά μουσικά έργα. Στο Λονδίνο συνθέτει ακόμα τους Χρησμούς, για συμφωνική ορχήστρα, και τους πρώτους Πυρρίχιους χορούς Α, Β, Γ, (από τους 24 που ολοκλήρωσε το 2001), οι οποίοι παίζονται, το 1968, από την ορχήστρα Concertante του Λονδίνου στο Queen Elizabeth Hall. Τότε γράφει και τη μουσική για την Τρικυμία του Σαίξπηρ, που ανεβαίνει από το Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας, σε σκηνοθεσία David Jones.

Με την είσοδο της δεκαετίας του ’70, υλοποιεί το μουσικό του όραμα: καταθέτει μουσικά έργα που χαρακτηρίζονται στο σύνολό τους ως νέα πρόταση και τομή για τη μέχρι τότε ελληνική μουσική πραγματικότητα· έργα με ενότητα της αισθητικής και της φιλοσοφικής άποψης του συνθέτη ως προς τις θεμελιακές αρχές τους, με το καθένα όμως από αυτά να είναι διαφορετικό. Ιδρύει ένα νέο και ιδιόμορφο ορχηστικό σχήμα, καθιερώνοντας, με τις συνθέσεις του, την ουσία της μουσικής συμβίωσης και τους συσχετισμούς έκφρασης μεταξύ συμφωνικών και τοπικών οργάνων, μέσω του μελωδικού και ρυθμικού του ορίζοντα, των αρμονικών του δομών και των ηχοχρωμάτων της διάφανης ενορχήστρωσής του. Παράλληλα, προτείνει εμφατικά την «Επιστροφή στις Ρίζες», εννοώντας τον «σχεδιασμό του μέλλοντος, με ενδοσκόπηση, μελέτη και πλησίασμα των άφθαρτων πηγών της ζωντανής τέχνης του κόσμου και επιλεγμένες σύγχρονες πληροφορίες τέχνης». Η πρότασή του αυτή παίρνει τις διαστάσεις ενός κινήματος τέχνης.

Λίγο αργότερα ιδρύει την ορχήστρα Παλίντονος αρμονία, που αποτελείται από όργανα συμφωνικά και ελληνικά. Παρουσιάζει τα έργα του στο στούντιο Λήδρα και αργότερα στη μπουάτ "Κύτταρο", με νέους τραγουδιστές και μουσικούς. Διδάσκει τον τρόπο της ερμηνείας της μουσικής και των τραγουδιών του, στην αισθητική κατεύθυνση που πάντοτε επιζητούσε. Μαζί με τα θεατρικά στιγμιότυπα και τον εικαστικό διάκοσμο στήνει μια πολύτροπη μουσική παράσταση. Διανοούμενοι και φοιτητές γεμίζουν καθημερινά τους χώρους της δραστηριότητάς του, παρά τα εμπόδια της τότε εξουσίας. Τα τραγούδια του, όπως οι Οχτροί, τα Λόγια και τα χρόνια, τα Χίλια μύρια κύματα, η Λένγκω (Ελλάδα), ο Γίγαντας, το Κάτω στης Μαργαρίτας το αλωνάκι, το Καφενείον η Ελλάς, το Ο τόπος μας είναι κλειστός, τα Παραπονεμένα λόγια, το Μιλώ για τα παιδιά μου και πολλά άλλα, γίνονται σύμβολα και μύθοι. Το ίδιο άλλωστε συμβαίνει με τα μουσικά του έργα Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, Ο Στράτης ο Θαλασσινός ανάμεσα στους Αγάπανθους, Ήλιος ο Πρώτος, Χρονικό, Ιθαγένεια, Οροπέδιο, Θητεία και Μετανάστες – σε ποίηση και στίχους Σολωμού, Σεφέρη, Ελύτη, Κ.Χ. Μύρη, Μιχ. Κατσαρού, Ελευθερίου, Σκούρτη, Θεοδωρίδη αλλά και δικούς του.

Το 1976 συνθέτει τη μουσική για την τηλεοπτική σειρά του ΒΒC Who pays the Ferryman?, και η επιτυχία του μουσικού θέματος παραμένει στην κορυφή του βρετανικού Hit-Parade για μήνες, ενώ κάνει τον συνθέτη διεθνώς γνωστό.

Στα επόμενα χρόνια η δημοφιλία αυτή εκφράζεται με πολλές μετακλήσεις για συναυλίες, και ο Μαρκόπουλος πραγματοποιεί αλλεπάλληλα ταξίδια ανά τον κόσμο. Επισκέπτεται διαδοχικά, δίνοντας συναυλίες με τα έργα του, τη Νέα Υόρκη, τη Φιλαδέλφεια, το Σικάγο, το Σαν Φρανσίσκο, το Τορόντο, το Μόντρεαλ, τη Στοκχόλμη, το Άμστερνταμ, τη Νάπολη, το Παρίσι, το Βερολίνο, το Μόναχο, τη Φρανκφούρτη, τις Βρυξέλλες, το Λονδίνο καθώς και διάφορες πόλεις της Ρωσίας και της Αυστραλίας.

Στην καλλιτεχνική του παραγωγή, βέβαια, σημαντική θέση έχει η μουσική του για το θέατρο και τον κινηματογράφο: μουσική για έργα του Ευριπίδη, του Αριστοφάνη, του Μενάνδρου, του Σαίξπηρ, του Τσέχωφ, του Μπέκετ αλλά και σύγχρονων Ελλήνων δραματουργών, και για ταινίες του Κούνδουρου, του Ντασέν, του Κοσμάτου, του Μανουσάκη, του Σκαλενάκη, του Γρηγορίου και άλλων.

Το 1980 ενώνεται και στη ζωή με την τραγουδίστρια και συνεργάτιδά του Βασιλική Λαβίνα. Γεννιέται η κόρη τους Ελένη. Για μια περίοδο ο συνθέτης αποζητεί μια πιο ιδιωτική ζωή με την οικογένειά του, ενώ ξεκινά η προετοιμασία του για το άνοιγμα ενός νέου κεφαλαίου στη μουσική του: στον κορμό των νέων συνθέσεών του εμφανίζονται μελωδικά ξεσπάσματα στηριγμένα στην εκτεταμένη πολυτονικότητα της αρμονικής του δομής –καρποί της φαντασίας του–, που ενισχύονται από το πάθος μιας ανεξάντλητης ζωτικότητας.

1975



Τα χαράματα έφυγαν για την Αλεξάνδρεια
ο Αντίνοος, ο Νίκος ο Λιβυκός, ο Καραϊσκάκης,
ο χορευτής του "Saint Hille", ο Μάρκος Βαμβακάρης,
ο Γιάννης Χρήστου, η Marilyn Monroe και ο κιθαριστής των φλαμέγκος.

1996


Καράβι μου άνοιξε πάλι τα πανιά
και χάραξε μες στου Αιγαίου τα νησιά.
Γαλάζιο περιστέρι με άσπρα φτερά,
δελφίνια ταξιδεύουν στο πέλαγο βαθιά.

Καράβι μου άνοιξε πάλι τα πανιά
και δείξε μου τον ήλιο μες στη συννεφιά.
Μα τώρα που θα φύγω μαζεύω τα φτερά,
γυρεύω μια αγκαλίδα σε μια ακρογιαλιά.

1964


Γκρεμισμένα σπίτια μέσα στο σκοτάδι,
έτσι είν' η ζωή μας μεσημέρι-βράδυ.
Μη ζητάς, κορίτσι μου, ένα κορδελάκι
από τα ερείπια φτιάχνω ένα σπιτάκι.

Γκρεμισμένα σπίτια μέσα στο σκοτάδι,
έτσι είν' η ζωή μας μεσημέρι-βράδυ.

1974



Που λες Αντώνη μ’ , το Ρηνάκι
σου πάει για ταίρι μια χαρά
κι ας είν’ αλλήθωρο λιγάκι
κι ας βαριακούει μια σταλιά.

Αν πάρεις άλλη να `χει χούι
ό,τι της λένε να τ’ ακούει
και να τα βλέπει όλα γύρω,
σε βλέπω Αντώνη μ’ ζωντοχήρο.

Στο λέω εγώ η Λεϊμονιά
που `κανα χίλια αχ, προξενιά.

Έχει και τον Κυριάκο μπάρμπα
που `χει γυναίκα τη μαμή
και θα την ξεγεννάει τζάμπα
παιδιά να κάνετε γραμμή.

Αν πάρεις άλλη να `χει χούι
ό,τι της λένε να τ’ ακούει
και να τα βλέπει όλα γύρω,
σε βλέπω Αντώνη μ’ ζωντοχήρο.

Στο λέω εγώ η Λεϊμονιά
που `κανα χίλια προξενιά.

1969


Κάτω στης μαργαρίτας
τ’ αλωνάκι, στήσαν χορό
τρελό τα μελισσόπουλα.

Ιδρώνει ο ήλιος, τρέμει το
νερό. Στάχυα ψηλά λυγίζουνε
το μελαμψό ουρανό.

Πέρα μέσα στα χρυσά νταριά
κοιμούνται αγοροκόριτσα.
Ο ύπνος τους μυρίζει πυρκαγιά.
Στα δόντια τους
ο ήλιος σπαρταράει.

Κάτω στης μαργαρίτας
τ’ αλωνάκι.

1973


Παλιέ μου φίλε τι γυρεύεις;
χρόνια ξενιτεμένος ήρθες
με εικόνες που έχεις αναθρέψει
κάτω από ξένους ουρανούς
μακριά απ’ τον τόπο το δικό σου

Γυρεύω τον παλιό μου κήπο·
τα δέντρα μου έρχονται ως τη μέση
κι οι λόφοι μοιάζουν με πεζούλια
κι όμως σαν ήμουνα παιδί
έπαιζα πάνω στο χορτάρι
κάτω από τους μεγάλους ίσκιους
κι έτρεχα πάνω σε πλαγιές
ώρα πολλή λαχανιασμένος

Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου
σιγά σιγά θα συνηθίσεις·
θ’ ανηφορίσουμε μαζί
στα γνώριμά σου μονοπάτια
θα ξαποστάσουμε μαζί
κάτω απ’ το θόλο των πλατάνων
σιγά σιγά θα `ρθούν κοντά σου
το περιβόλι κι οι πλαγιές σου

Γυρεύω το παλιό μου σπίτι
με τ’ αψηλά τα παραθύρια
σκοτεινιασμένα απ’ τον κισσό
γυρεύω την αρχαία κολόνα
που κοίταζε ο θαλασσινός.
Πώς θες να μπω σ’ αυτή τη στάνη;
οι στέγες μου έρχονται ως τους ώμους
κι όσο μακριά και να κοιτάξω
βλέπω γονατιστούς ανθρώπους
λες κάνουνε την προσευχή τους

Παλιέ μου φίλε δε μ’ ακούς;
σιγά σιγά θα συνηθίσεις
το σπίτι σου είναι αυτό που βλέπεις
κι αυτή την πόρτα θα χτυπήσουν
σε λίγο οι φίλοι κι οι δικοί σου
γλυκά να σε καλωσορίσουν

Γιατί είναι απόμακρη η φωνή σου;
σήκωσε λίγο το κεφάλι
να καταλάβω τι μου λες
όσο μιλάς τ’ ανάστημά σου
ολοένα πάει και λιγοστεύει
λες και βυθίζεται στο χώμα

Παλιέ μου φίλε συλλογίσου
σιγά σιγά θα συνηθίσεις
η νοσταλγία σου έχει πλάσει
μια χώρα ανύπαρκτη με νόμους
έξω απ’ τη γης κι απ’ τους ανθρώπους

Πια δεν ακούω τσιμουδιά
βούλιαξε κι ο στερνός μου φίλος
παράξενο πώς χαμηλώνουν
όλα τριγύρω κάθε τόσο
εδώ διαβαίνουν και θερίζουν
χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα


ΠΗΓΕΣ:
Musipedia
Βικιπαίδεια


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου